Η συλλογή "Φαγιούμ" του Θ. Ρακόπουλου συνομιλεί με τους νεκρούς του Χ.Μπότσογλου και κυρίως με τη σειρά του "Νέκυια". Τα όρια των "δύο" κόσμων είναι ρευστά και το ποίημα "επιφάνια" (βλ. παρακάτω) δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ποίηση του Ρακόπουλου, στατική και εκρηκτική ταυτόχρονα, πονώντας ασπρόμαυρα σαν άλλη φωτογραφία, απλώνει τον κόσμο και τον πόνο και απλώνεται. Ουρλιάζει βουβά και βουβαίνει.
Βιογραφώντας τον θάνατο μιλάει για το πεπερασμένο του ανθρώπου. Κλαίει τους ζωντανούς ως ήδη νεκρούς και συνομιλεί με τους νεκρούς οικειοποιώντας την ύπαρξη που γλιστράει σχεδόν πάντα σαν ξένη.
Μια ποιητική-εικαστική-φωτογραφική κάθοδος στον Άδη ή αλλιώς ένα ανακάτεμα των ζωντανών και των νεκρών σε έναν τόπο λευκό, άλλοτε αστικό και άλλοτε υπαίθριο, που τυφλώνει.
Με δύο λόγια, η «επιφάνια» είναι ένα από τα πιο σημαντικά και ιδιαίτερα ποιήματα που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική γλώσσα και το σύνολο της συλλογής, σύνθετο και πυκνό, απαιτεί διαρκείς αναγνώσεις. Σημαντικός ποιητής ο Θ. Ρακόπουλος.
Η ποίηση του, καθώς και ο ίδιος -ως ποιητής και άνθρωπος- όχι απλά φωτίζουν κάποιες αποχρώσεις της ύπαρξης, αλλά γίνονται -η ίδια η ποίηση του καθώς κι ο ίδιος ο ποιητής και ο ποιητικός του τρόπος- αποχρώσεις της.
Δεν συναντιούνται παρά σπάνια οι άνθρωποι, καθότι είναι ετεροχρονισμένοι. Με τον κ. Ρακόπουλο αξίζει να θυσιάσει κανείς πολλά προκειμένου να συγχρονιστεί. Από τους ελάχιστους ανθρώπους με τον οποίο επιθυμώ να συμπορευτώ.
επιφάνια
Στάθηκε λοιπόν μπροστά
με το πνευμόνι του διαμπερές
κι ένα μπουκάλι χωρίς πώμα
ή μέσα μήνυμα
με την αμηχανία του ακάλεστου
στο κατώφλι κυριακάτικα
όταν όλες οι κάβες έχουν κλείσει
«ρε Πάνο» του είπα, «από το χώμα έρχεσαι και μου μυρίζεις
σαν όταν έσκαβες χωράφια˙ ο ίδιος˙ κόπιασε».
εκείνος δεν απάντησε- ούτε καν φαίνονταν
να έχει καταλάβει˙ με κοίταζε αργά στο στήθος
σαν να ψάχνει τους υπότιτλους
κι έβγαζε ένα μαντήλι συνέχεια κόκκινο
σκουπίζοντας την ευφυΐα στάλα στάλα από το μέτωπο.
Δεν ήτανε στην γλώσσα ο Πάνος.
Δεν «τόʼχε» που λέν οι γλωσσοπλάστες.
Σε μια μαύρη φωτογραφία ήτανε, χωμένος στο παλιό του ρούχο.
σημ: αυτό το ποίημα βγήκε με αναμμένο το αλάρμ
μόλις προσπέρασα έναν που σου έμοιαζε ρε Πάνο
ακίνητος στο αεράκι του αμπελώνα
με το πουκάμισό του καπνισμένο
λογάριαζε την αριθμητική των πουλιών.
Θοδωρής Ρακόπουλος, Φαγιούμ, εκδ. Μανδραγόρας, 2010, σελ. 13.
Ο Θοδωρής Ρακόπουλος γεννήθηκε το 1981 στο Αμύνταιο. Σπούδασε Νομική κι Ανθρωπολογία. Ως ανθρωπολόγος, πραγματοποίησε εκτενή εθνογραφική έρευνα πεδίου στην Σικελία. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2004 σε συλλογικό τόμο των εκδόσεων Οδός Πανός. Έκτοτε, έχει δημοσιεύσει ποίηση, μετάφραση και κριτική σε περιοδικά κι εφημερίδες (ενδεικτικά: Παρέμβαση, Πανοπτικόν, Εντευκτήριο, Πλανόδιον, Αυγή), ενώ συνεργάζεται με τα περιοδικά Μανδραγόρας, Οροπέδιο κι Ένεκεν. Η συλλογή «Φαγιούμ», που εκδόθηκε την άνοιξη του 2010 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, είναι το πρώτο του βιβλίο. Ζει μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λονδίνου.