Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Θοδωρής Ρακόπουλος, Φαγιούμ, εκδ. Μανδραγόρας, 2010



Η συλλογή "Φαγιούμ" του Θ. Ρακόπουλου συνομιλεί με τους νεκρούς του Χ.Μπότσογλου και κυρίως με τη σειρά του "Νέκυια". Τα όρια των "δύο" κόσμων είναι ρευστά και το ποίημα "επιφάνια" (βλ. παρακάτω) δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση.

Η ποίηση του Ρακόπουλου, στατική και εκρηκτική ταυτόχρονα, πονώντας ασπρόμαυρα σαν άλλη φωτογραφία, απλώνει τον κόσμο και τον πόνο και απλώνεται. Ουρλιάζει βουβά και βουβαίνει.

Βιογραφώντας τον θάνατο μιλάει για το πεπερασμένο του ανθρώπου. Κλαίει τους ζωντανούς ως ήδη νεκρούς και συνομιλεί με τους νεκρούς οικειοποιώντας την ύπαρξη που γλιστράει σχεδόν πάντα σαν ξένη.

Μια ποιητική-εικαστική-φωτογραφική κάθοδος στον Άδη ή αλλιώς ένα ανακάτεμα των ζωντανών και των νεκρών σε έναν τόπο λευκό, άλλοτε αστικό και άλλοτε υπαίθριο, που τυφλώνει.

Με δύο λόγια, η «επιφάνια» είναι ένα από τα πιο σημαντικά και ιδιαίτερα ποιήματα που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική γλώσσα και το σύνολο της συλλογής, σύνθετο και πυκνό, απαιτεί διαρκείς αναγνώσεις. Σημαντικός ποιητής ο Θ. Ρακόπουλος.

Η ποίηση του, καθώς και ο ίδιος -ως ποιητής και άνθρωπος- όχι απλά φωτίζουν κάποιες αποχρώσεις της ύπαρξης, αλλά γίνονται -η ίδια η ποίηση του καθώς κι ο ίδιος ο ποιητής και ο ποιητικός του τρόπος- αποχρώσεις της.

Δεν συναντιούνται παρά σπάνια οι άνθρωποι, καθότι είναι ετεροχρονισμένοι. Με τον κ. Ρακόπουλο αξίζει να θυσιάσει κανείς πολλά προκειμένου να συγχρονιστεί. Από τους ελάχιστους ανθρώπους με τον οποίο επιθυμώ να συμπορευτώ.

επιφάνια

Στάθηκε λοιπόν μπροστά
με το πνευμόνι του διαμπερές
κι ένα μπουκάλι χωρίς πώμα
ή μέσα μήνυμα

με την αμηχανία του ακάλεστου
στο κατώφλι κυριακάτικα
όταν όλες οι κάβες έχουν κλείσει

«ρε Πάνο» του είπα, «από το χώμα έρχεσαι και μου μυρίζεις
σαν όταν έσκαβες χωράφια˙ ο ίδιος˙ κόπιασε».

εκείνος δεν απάντησε- ούτε καν φαίνονταν
να έχει καταλάβει˙ με κοίταζε αργά στο στήθος
σαν να ψάχνει τους υπότιτλους
κι έβγαζε ένα μαντήλι συνέχεια κόκκινο
σκουπίζοντας την ευφυΐα στάλα στάλα από το μέτωπο.

Δεν ήτανε στην γλώσσα ο Πάνος.
Δεν «τόʼχε» που λέν οι γλωσσοπλάστες.
Σε μια μαύρη φωτογραφία ήτανε, χωμένος στο παλιό του ρούχο.

σημ: αυτό το ποίημα βγήκε με αναμμένο το αλάρμ
μόλις προσπέρασα έναν που σου έμοιαζε ρε Πάνο
ακίνητος στο αεράκι του αμπελώνα
με το πουκάμισό του καπνισμένο
λογάριαζε την αριθμητική των πουλιών.

Θοδωρής Ρακόπουλος, Φαγιούμ, εκδ. Μανδραγόρας, 2010, σελ. 13.


Ο Θοδωρής Ρακόπουλος γεννήθηκε το 1981 στο Αμύνταιο. Σπούδασε Νομική κι Ανθρωπολογία. Ως ανθρωπολόγος, πραγματοποίησε εκτενή εθνογραφική έρευνα πεδίου στην Σικελία. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2004 σε συλλογικό τόμο των εκδόσεων Οδός Πανός. Έκτοτε, έχει δημοσιεύσει ποίηση, μετάφραση και κριτική σε περιοδικά κι εφημερίδες (ενδεικτικά: Παρέμβαση, Πανοπτικόν, Εντευκτήριο, Πλανόδιον, Αυγή), ενώ συνεργάζεται με τα περιοδικά Μανδραγόρας, Οροπέδιο κι Ένεκεν. Η συλλογή «Φαγιούμ», που εκδόθηκε την άνοιξη του 2010 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, είναι το πρώτο του βιβλίο. Ζει μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λονδίνου.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Χλόη Κουτσουμπέλη, "Η Αλεπού και ο κόκκινος χορός"


Απογοητευτική η φιλολογική (κι όχι δυστυχώς ποιητική) παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη «Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» εχθές (4/2/2010) στον «Βιβλιορυθμό» στη Θεσσαλονίκη.

Το βιβλίο παρουσίασαν η πεζογράφος Μαρία Κουγιουμτζή και ο ποιητής και δημοσιογράφος Γιώργος Γιαννόπουλος (εκδότης του περιοδικού Ένεκεν).

Η Μαρία Κουγιουμτζή παρουσίασε την ποιήτρια με τρόπο σχολαστικά φιλολογικό, φλερτάροντας αδιάκοπα με την ανία και σίγουρα όχι φωτίζοντας τα ποιήματα ή καλλιεργώντας κάποια προσμονή γι’ αυτά. Ευτυχώς τα ποιήματα που παρεμβάλλονταν (αντί να είναι το ζητούμενο) τα διάβαζε η ίδια η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη, διακόπτοντας έτσι την ομιλία-διδασκαλία τύπου λογοτεχνικών κειμένων λυκείου της κ. Κουγιουμτζή. Στην παραπάνω εντύπωση συντέλεσε πρωτίστως ο τρόπος της παρουσιάστριας και η άχρωμη φωνή της και ο ξεφτισμένος τόνος της και δευτερευόντως το περιεχόμενο της ομιλίας της. Τα περιόρισε δε στην δική της αντίληψη, κλείνοντας τα.

Ο κ. Γιώργος Γιαννόπουλος, ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει λάθος μέχρι και τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, άρπαξε προφανώς την ευκαιρία, καθότι φαίνεται του ζητήθηκε να παρουσιάσει την κ. Κουτσουμπέλη, και μας «τράβηξε» μια οικονομικο-πολιτική διάλεξη, διανθισμένη με σχόλια κοινωνιολογικής και ψυχολογικής χροιάς που κοιτιόμασταν μεταξύ μας. Για να αντιληφθεί κανείς το άσχετο του πράγματος, εκεί που ας θεωρήσουμε ότι εστιάζαμε με το google earth τουλάχιστον στη γειτονιά της δημιουργικότητας και της ποιητικής δημιουργίας της κ. Κουτσουμπέλη, ο κ Γιαννόπουλος έκανε zoom out και μας έδειξε ολόκληρο τον πλανήτη! Είχε δε το θράσος να μας πει πως όσα λέει σχετίζονται με την ποιήτρια. Στην καλύτερη περίπτωση η συσχέτιση μαζί της εξαντλούνταν στον τρόπο βιοπορισμού της παρουσιαζόμενης (τραπεζικός). Πάλι καλά που κρατήθηκε και δεν τη χαρακτήρισε σημαντική ποιήτρια λόγω της κοινής «τραπεζικότητας» της με την Κική Δημουλά!

Η ευγενέστατη κ. Χλόη Κουτσουμπέλη ευχαρίστησε πάραυτα και τους δύο παρουσιαστές της (προφανώς τους επέλεξε και αυτοδαγκώθηκε) και εκεί που θα έπρεπε να γίνει μια κάποια «ζωντανή» συζήτηση με το κοινό, να σωθούν κάπως τα πράγματα, επέλεξε γρήγορα να διαβάσει κι άλλα ποιήματα της, δίχως να κρύψει καθόλου την λανθασμένη αγωνία της να διαβαστούν όσα πιο πολλά ποιήματα γίνεται, λες και ήταν αυτό το ζητούμενο.

Θα επιθυμούσα πραγματικά τα παραπάνω να ήταν δικές μου μόνο εντυπώσεις, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ενδεικτικά από τους 70-80 παρευρισκομένους, ζήτημα να χειροκρότησαν οι 10 στο τέλος, κι αυτοί χλιαρά, αν όχι ψόφια.Και εκεί που λες τελειώσαμε επιτέλους, πετάγεται ο ανεκδιήγητος Περικλής Σφυρίδης και αντί να εστιάσει την προσοχή μας κάπως στη συγκεκριμένη βραδιά, «διαφήμισε» διάφορα δικά του που ακολουθούν στην πόλη, προκαλώντας περαιτέρω αμηχανία.

Το μόνο θετικό της βραδιάς, πέρα απ’ το ότι ακούσαμε την ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη να διαβάζει η ίδια τα ποιήματα της, είναι το γεγονός της παρουσίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος παραδόξως κρατήθηκε (λόγω ηλικίας και της αυξημένης έγνοιας που έχει πλέον για την υστεροφημία του) και δεν είπε τα δικά του, δηλαδή δεν έθαψε την παρουσιαζόμενη.

Συνεπώς όσοι δεν παραβρεθήκατε στη βιβλιοπαρουσίαση, προστάτευσατε τον εαυτό σας από μια αρνητική γεύση πάνω στο ιδιαίτερο και σημαντικό έργο της κ. Χλόης Κουτσουμπέλη. Ενδεικτικά υπενθυμίζω τις «Άδειες Μέρες» και το «Όταν μπαίνεις μέσα μου».


http://www.poiein.gr/archives/8860/index.html
http://www.poiein.gr/archives/6233/index.html

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Γιάννης Λειβαδάς, Το εισαγωγικό ποίημα από την "Άτη", υπό έκδοση, φθινόπωρο 2010


«Ωραίο ν’ ακούς τα βάσανα μιας σκέψης/που έχει τις ρίζες της χωμένες στο σκοτάδι/όπου ξυπνήσαμε όλοι/κι ανάθεμα τη σκοταδιά το μάρμαρο το ξόδι/γιατί είμαστε όλοι ανήλιαγα σε πέτρα λαξεμένοι.» H «Άτη» του Γιάννη Λειβαδά κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως επιτάφιο σήμα, για να υπενθυμίζει ως μικρή θεά, με την ιδιότυπη παραφροσύνη της και την τύφλωση της, την επιβεβλημένη «άνωθεν» στον άνθρωπο θνητότητα και περατότητα του. Τον τιμωρεί τον άνθρωπο για την αλαζονεία του, οδηγώντας τον στη συμφορά, στον όλεθρο, στον τάφο, τον δικό του και των οικείων του.

Τώρα που «Η εποχή που μιλούσαμε δυσνόητα πέρασε» ως άλλος σύγχρονος αττικός αμφορέας, μελανόμορφος, τοποθετείται η «Ατη» ως κτέρισμα στην ταφή του ανθρώπου στην οποία καλούμαστε από τον ποιητή Λειβαδά να παραβρεθούμε. O ενταφιασμένος ο κάθε ένας από εμάς. Γινόμαστε εμείς σταδιακά ο νεκρός καθώς ξετυλίγεται ο ποιητικός του κόσμος.

Κουβάρι που λύνεται προς όλες τις διαστάσεις «είμαι στην είσοδο ενός μυαλού ξενοδοχείου/και έρχομαι από παντού», η ποίηση του Λειβαδά εξοικειώνει τον άνθρωπο με τον θάνατο, τον μετεωρισμό του θανάτου, που τον γειώνει περίτεχνα, φέρνοντας τον στο ύψος των ματιών του κάθε ανοιχτού στο επερχόμενο ανθρώπου.

«Γεννάμε ένα ακόμα σκουλήκι/Που θα χορτάσει μ’ ό,τι έχουμε νιώσει». «Η τέχνη είναι εξίσου ηλίθια με τη μνήμη,/ ο τρόμος προηγείται της λέξης». Σαν πρησμένη συνείδηση προσπαθεί να ηρεμήσει η σκέψη, ο τρόπος του ο ποιητικός, ο ταυτισμένος με την ζωή, καταγράφοντας τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα. Έτσι, ως ερημίτες-ήρωες μαζί με τον ποιητή Λειβαδά πλέουμε άλλοτε ονειρικά και άλλοτε βασανιστικά πάνω σε έναν τόπο-νησί που γαληνεύει μα μετά αναστατώνεται, πάνω σε μια λίμνη που εναλλάσσει γύρω μας το μαύρο με το γαλάζιο, το κόκκινο με τον άνθρωπο «και γυρίζω για ένα λεπτό να μιλήσω/για της ζωής το παράξενο όνειρο/ενάντια στον άνθρωπο.»

Η ζωή τάχα ακολουθεί τους ατάραχους ρυθμούς των εποχών, μα οι άνθρωποι δεν αποκόπτονται ποτέ από τα εγκόσμια, δεν μπορούν να αποφύγουν την έλξη της ζωής, τα πάθη και τα βάσανά της, καθώς «τα νύχια που σκάβουν τον λάκκο τους ανήκουν/σε δάχτυλα που σχηματίζουν το σήμα της νίκης».

Κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του ποιητή, παίρνουμε μαζί με τον ίδιο ένα σκληρό μάθημα συνειδητοποιώντας αδιάκοπα το δύσβατο του κόσμου. «Δυσοίωνη φιλική σκιά με αναζητάς κάπως άτσαλα» και «δεν ξέρω αν έχω αναποδογυρίσει ίσια». Το πάθος δεν σώζει, καθώς κι ο ποιητικός του λόγος «Σου λέω δεν έχω τη γνώση που σώζει,/μα την άλλη».

Εισβάλλει στον κλειστό μας κόσμο και τον ανοίγει. Ο πόθος για ζωή και πραγμάτωση δεν οδηγεί στην εμμονή και στο έγκλημα, αλλά στην περισυλλογή και στην ματαίωση, μεταθέτοντας τη συντριβή του ανθρώπου, συντρίβοντας τον. Δεν αφυπνίζει η ποίηση του Λειβαδά, φωνάζει τον θάνατο να συντροφεύσει τον άνθρωπο.

Τονίζει συχνά σημαντικές λεπτομέρειες, κρατώντας «όλες τις φωτιές του ρυθμού» στο σύνολο των ποιημάτων του, επαναθέτοντας την ποιητική προβληματική του.

«Ο ουρανός δεν είναι πάντα παρισινός/είναι το κάτω μέρος μιας/αναίσθητης γάζας στον πόνο». Δεν εγκαταλείπει το περίγραμμα στις μορφές που δημιούργει, «έκανες την ερημιά κρεμάλα». Χρησιμοποιεί λίγο χρώμα, κυρίως κόκκινο σε μεγάλες επιφάνειες ή σε εναλλαγή με το μαύρο, «Καμιά φορά παρατηρείς απρόσμενα τα πάντα/κάπως να μοιάζουν σαν αλλιώτικα/απελπισμένος από απαίσιο πράγμα:/μήπως και κουραστείς απ’ τη ρευστότητα.»

Οι συνθέσεις του διακρίνονται για τη σφριγηλή σωματικότητα των μορφών, την έκδηλη δραματικότητα και τη ζωντάνια τους καθώς «η αδιάσπαστη συνοχή/του Εγώ/για εκατό χρόνια/ίδια και απαράλλαχτη/πρήζεται σαν ζώο πεθαίνει». Στον ώμο της ζωής –σαν σε αγγείο- η ποίηση του Λειβαδά ως πλοχμός από ανθέμια και άνθη λωτού φωτίζει στολίζοντας την ύπαρξη.

Τέλος συνομιλεί κυρίως στο ΙΙΙ με το “Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας…και πάλι άνοιξη” του Κιμ Κι Ντουκ, βαθαίνοντας περαιτέρω και φωτίζοντας πιο δύσκολες και ενδιάμεσες αποχρώσεις. Μεστός θανάτου δεν ανήκει στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά στο πνευματικό, τείνοντας χείρα φιλίας χωρίς τη θέληση να καθοδηγήσει.

Την Άτη την φοβούνταν σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία ακόμα και οι δώδεκα θεοί. Η κόρη αυτή του Δία θόλωσε ακόμα και το μυαλό του πατέρα της που εκτός ελέγχου την άρπαξε και την τίναξε στη Γη, απαγορεύοντας της για πάντα την είσοδο στον Όλυμπο. Την διέταξε να ταλαιπωρεί μόνο τους ανθρώπους. Μόνο ο άνθρωπος που αγαπάει την έκθεση, τη γύμνια και το μετέωρο του ανθρώπου, μπορεί να αναμετρηθεί με την ποίηση του Γιάννη Λειβαδά. Ωστόσο, δεν βγαίνεις ταλαιπωρημένος από την ποίηση του, αλλά γονατίζεις τον θάνατο, τον κατεβάζεις μια σπιθαμή, καθώς πεθαίνεις.

http://www.poiein.gr/archives/10005/index.html

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Θανάσης Αθανάσιος, Υαλοκαμβάς, εκδ. Ενδυμίων, 2009


Το πιο καίριο χτύπημα εναντίον του υπερρεαλισμού ανήκει στον Mark Rothko (Μαρκ Ρόθκο) -ο πιο σημαντικός Αμερικανός ζωγράφος του 20ου αιώνα με διαφορά- ο οποίος σημειώνει σε συνέντευξη του στον William Seitz τo 1953 πως “ενώ οι σουρεαλιστές ενδιαφέρονταν να μεταφράσουν τον πραγματικό κόσμο σε όνειρο, εμείς τονίζαμε ότι τα σύμβολα ήταν πραγματικά”, θυμίζοντας με αυτό το καταπληκτικό «τα ΣΥΜΒΟΛΑ ήταν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ» τον Μίλτο Σαχτούρη και τη διαφορά του ποιητικού αναστήματος του από τους σημαντικούς –αλλά όχι τόσο- Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο.

Ενώ οι υπερρεαλιστές –τόσο ποιητικά όσο και εικαστικά- έρχονται και μεταφράζουν το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ σε ONEIΡIKO, εξαϋλώνοντας (απο-υλώνοντας) την βαριά πραγματικότητα, έρχονται οι «εξπρεσιονιστές» τύπου Σαχτούρη και Rothko και σε αφήνουν ενεό και εκστασιασμένο –χωρίζοντας τη ζωή σου στα δύο- με την τόση πραγματικότητα τους, παραπέμποντας και στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του T.S. Eliot και στον στίχο του «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει και πολύ πραγματικότητα», δείχνοντας –προς που άλλου;- προς την φθορά και τον θάνατο (που προκαλούνται τόσο από φυσικά αίτια όσο και από «ανθρώπινα»).

Τα παραπάνω καταδεικνύουν και τα ενοχλητικά σημεία του κατεξοχήν σουρεαλιστή ζωγράφου, του Dali, που σε συνδυασμό με την εσκεμμένη παραδοξότητα του και την εγωκεντρικότητα του, «αποτελειώνουν», παραπλανούν και επισύρουν και εύκολες «αναγνώσεις», τόσο στο έργο του ίδιου, όσο και στο σύνολο του σουρεαλισμού.

Το ζητούμενο συνεπώς είναι το σουρεαλιστικό να παραμένει σε επίπεδο στοιχείου (και όχι ολότητας) και να υπηρετεί ένα όραμα Πραγματικό που στέκεται πραγματικά στην πραγματικότητα (δια της υπερβολής καθίσταται το αυτονόητο σαφές). Ο υπερρεαλισμός από μόνος του είναι μια υπερβολή-πυροτέχνημα που δεν μπορεί να σταθεί και είναι ένα στάδιο από το οποίο σίγουρα καλώς και υγειώς πέρασε η «ανθρωπότητα» και κάθε άνθρωπος ενδεχομένως σε κάποιο στάδιο της ζωής του.


Υπάρχουν ποιήματα και του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου που στέκονται όχι απλά αρτιότατα και άνετα, αλλά και συγκινούν μοναδικά. Ενδεικτικά πάντως οι Rothko (τις δεκαετίες του 1920 και 1930) και Σαχτούρης (υποθέτω πριν δημοσιεύσει) περνούν απ’ αυτόν και επιλέγουν να κρατήσουν μόνο σημεία του και χρησιμοποιώντας τον δημιουργικά και συνδυαστικά -εντός πάντοτε του πραγματικού-, κατάφεραν να εκτοξεύσουν τελικά τις ανυπέρβλητες και μοναδικές -στις κατηγορίες τους- δημιουργίες του.


Το ίδιο εύχομαι πραγματικά και στον πραγματικά πολλά υποσχόμενο Θανάση Αθανάσιο. Θα αναφερθώ στους καταπληκτικούς στίχους του ποιητή του «Υαλοκαμβά» που ξεχωρίζουν «Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται προβατίνες/ και οι αξιώσεις μας σημεία», στους ιδιαίτερους «κυρίαρχος ρυθμός ήταν ο β/ και παρόλη την ανάγκη μου να αισθανθώ άνθρωπος/ καταβρόχθισα τα ρολόγια μαζί με τις αλυσίδες» (εδώ θυμίζει και Dali) και στους δημιουργικά αποστασιοποιημένους «από του χρόνου ανοίγει η πολυπόθητη διώρυγα του αυτιού/ και οι συνεχείς πλίνθινες κυρίες/ θα μιλάνε αλλιώς/ενώ θα προστάζουν τους παπάδες να κοιμούνται εναλλάξ/ πάνω στις λόγχες του ασβέστη». Επίσης θα ήταν καλό να κρατήσουμε πως ο Θανάσης Αθανάσιος ειρωνεύεται και τον εαυτό του γράφοντας στην αυτοπροσωπογραφία του πως «βρίθει από λέξεις και βυζιά/ να μάθει να μην βουίζει άλλη φορά». Κλείνοντας σημειώνω και το εύηχο του όλου πράγματος και ενδεικτικά παραθέτω:και δεν θυμάμαι που έχω αφήσει το ροδόνερο των αστικών μας/λίκνων/αχ πεφταστέρι/δίχρωμο/ευνουχισμένο/σκατοκέφαλο/πεφταστέρι αχ!!


Χριστόφορος Φωτιάδης, Οκτώ ποιήματα από το Ποιείν


Το ζητούμενο στα «8 ποιήματα» του κ. Χριστόφορου Φωτιάδη δεν είναι η κουκούλα (η φωτογραφία με την βοήθεια και του μότο του ποιήματος «Δεκεμβριανό» (Άλλη μια προσπάθεια έλληνες/Για να γίνετε μηδενιστές. [Το μόνο που έχεις/Να χάσεις/Αλυσίδες]) όντως παρασέρνει σε μια πρώτη ενδεχομένως λανθασμένη ανάγνωση, οδηγώντας στην αποκλειστική εστίαση της αναρχίας και του μηδενισμού).

Σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής -μοιράζοντας κλειδιά- στο “Στάβλο” πως “Ένα τρένο είναι πιο ζεστό από ένα σπίτι πιο οριστικό από θάνατο ακαριαίο” βοηθώντας με να εστιάσω στον δρόμο, στο ταξίδι και στην ηδονή ως τα κυρίαρχα «ζητούμενα».

Η ποίηση του Φωτιάδη έρχεται κυρίως από τα ορμέφυτα του ανθρώπου δίχως να επιζητεί την κυριαρχία και την αυτοσυντήρηση, αλλά την ηδονή, κι αυτή στα πλαίσια μιας σοπενχαουρικής λογικής, τονίζοντας «Η επιθυμία για ζωή πονάει./ Η ανάγκη για κατανάλωση εργάζεται./ Ο Πολιτισμός/ Ως Βούληση-/ Ως Παράσταση.» και φιλτράροντας ή και περνώντας βίαια –καθώς ταιριάζει- τον Σοπενχάουερ από τη «Σχολή της Φρανκφούρτης» για να μας τον φέρει στις μέρες μας, όντως στα πλαίσια μιας «αλλαγμένης» Ελλάδας μετά τον Δεκέμβρη του 2008 (μόνο έτσι μπορώ να κατανοήσω και το μότο στο Δεκεμβριανό «Άλλη μια προσπάθεια έλληνες/ Για να γίνετε μηδενιστές.»)

Δίχως να διψά για τον Άλλον, αφού τον θεωρεί -στην καλύτερη των περιπτώσεων- προέκταση του εαυτού του και αυτόν και τον κόσμο, χαίρεται για την γενικότερη αντίδραση και την καταστροφή «οι φλόγες κυμάτισαν με μία πρωτόγνωρη αίγλη» και θρηνεί για τη φαινομενική παθητικότητα των «συμπολιτών» του οι οποίοι δεν επικροτούν το όραμα του και γι’ αυτό τους προτρέπει στην δράση «[Το μόνο που έχεις/ Να χάσεις/ Αλυσίδες].

Αξίζει να σημειωθεί εδώ στο έξυπνο αυτό τρίστιχο πως βλέπει τον Άλλον ως μια αλυσίδα, καθώς το μόνο που πραγματικά έχει είναι αυτό, στερώντας του την αυθυπαρξία του και την μοναδικότητα του.

Εδώ εντάσσεται και το κλίμα γιορτής, θριάμβου και προτροπής που φαίνεται πεντακάθαρα στο ποίημα «Δεκεμβριανό» και σε στίχους του όπως «Με τον δεύτερο ήλιο επεισοδίων έγινε εκτεταμένη χρήση χασίς» και «Καμένο γκρίζο πλαστικό χιονόνερο έπεσε».

Η προτροπή και η γιορτή ωστόσο έχουν και την έννοια του σκοτεινού και του θρήνου, καθώς διέπονται από την επίγνωση της μη δυνατής ουσιαστικής αλλαγής «Δώματα και θύρες νέες θάλλουν/ Σκατά.» και έτσι ο ίδιος ο ποιητής αλυσοδεμένος και αυτός οδηγείται με τους «ομοίους» του πλέον, σαν Άλλος κι αυτός στο ταξίδι κυρίως το εσωτερικό «Δώσε μας μαύρο μόχθο καλλιέργειας ολλανδικής,/ […]/Δώσε μας άοσμες, άχρωμες, καλειδοσκοπικές, θεϊκής βροχής σταγόνες/ Ρέκβιεμ για τους νευρώνες που έπεσαν θωρώντας το βασίλειο.»

Επιθυμεί ωστόσο να κινηθεί και εξωτερικά γι’ αυτό μας μιλάει και για τρένα, για τα στενά του Άμστερνταμ που πρέπει να εισαχθούν σε μεγαλύτερες και πιο «ελεύθερες» ποσότητες και στην Αθήνα, «Τσακωμοί στα σοκάκια σε άγνωστες γλώσσες,/ Στην είσοδο κάποιος τραβάει μαλακία./ Η τσατσά καθαρίζει το σπέρμα./ Είναι μία παρέλαση αρωμάτων./ Είναι μία υπέροχη γύμνια./Είναι μια κίνηση προς το φως!» Κινείται ο ποιητής και δείχνει προς τα κάπου, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζει πως «Άλογα με πονεμένη μέση, με πληγωμένα λαγόνια.» δεν έχουμε να πάμε πουθενά, καθώς «Βαρέθηκα […] τους ήπια εξεγερμένους […] τους επαίτες του αυτονόητου[…], τους αγωνιστές που ωστόσο κουτσοί και στραβοί βγάζουν τη μέρα.» αφήνοντας στον καθένα το βάρος του δρόμου του και της επιλογής του που πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο συνειδητή και συστηματική.


Κλείνοντας θέλω να σημειώσω πως ενώ ενδεχομένως η ποίηση του να φαντάζει σκόπιμα προκλητική σε κάποια σημεία, κάτι τέτοια τελικά δεν συμβαίνει, διότι υπηρετεί τελικά μια ευρύτερη και ξεκάθαρη σύλληψη στην οποία εντάσσει το έργο του και τον κάθε στίχο του। Τεχνίτης πραγματικά καλός, συνδυάζει αριστοτεχνικά την αίσθηση του και τα συναισθήματα του με τον στοχασμό. Διαβασμένος ποιητής που έχει συναίσθηση του τι συμβαίνει όχι απλά γύρω του, αλλά και στο παρελθόν, κρατώντας αυτά που του «ταιριάζουν» και μεταπλάθοντας τα δημιουργικά τα αφομοιωμένα, τα ενσωματώνει στον δικό του πάντα πρωτότυπο λόγο υπηρετώντας το «όραμα» του.