Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Νάνος Βαλαωρίτης: «Η λογική μαζεύει τα φουστάνια της για να πηδήξει», μια κριτική αποτίμηση (του Πέτρου Γκολίτση)

Αναδημοσίευση απ' το Poiein, 2011.

Ο ποιητικός τρόπος του Νάνου Βαλαωρίτη, η γλώσσα του, ενώ αποπειράται διαρκώς να εισέλθει στο πραγματικό και να γνωρίσει την όποια «πραγματικότητα», διατηρεί -κλείνοντας μας το μάτι- μια δυναμικά σταθερή απόσταση που αυξομειώνεται ανάλογα με την ένταση και τη φάση του έργου του και τη «διάθεση» του κινούμενου στόχου του εκάστοτε «πραγματικού» που τον απασχολεί. Ενώ προεξοφλεί το μάταιο και τραγικό του κόσμου, επιλέγει τον δρόμο της διαρκούς απορίας, όπου τα πράγματα αδιάκοπα επανατίθενται και ταξινομούνται εκ νέου, συναρμολογούμενα και αποσυναρμολογούμενα μέσω της πρόθεσης του για διαρκή και ενεργή από-οικειοποίηση. «Εντασσόμενος» στην παράδοση και τη διάθεση των Ρώσων φορμαλιστών, προτάσσει την από-οικειοποίηση παρουσιάζοντας και θέτοντας τα γνωστά και οικεία αντικείμενα ως άγνωστα και διαφορετικά (ως πρωτο-ιδωμένα και πρωτο-γνωριζόμενα). Το πρωτο-ιδωμένο ως κατόρθωμα τον συνδέει και με μια ανθρωπολογική προοπτική. Κινείται έτσι από την προ-ιστορία και τους προλογικούς σχηματισμούς και τρόπους έως την μετα-λογική «διάθεση», που είναι παρούσα στο έργο του, μέσω της διαρκούς παρακολούθησης του των λογοτεχνικών αλλά και μεθοδολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Η αν-οικείωση (από-οικειοποίηση) συνεπώς στο έργο του δεν εμφανίζεται ως κάτι αναγκαίο, ως ένα «φιλί ζωής» στην τέχνη, αλλά ως κάτι φυσικό, ως ένα περπάτημα ή μια αναπνοή που προκύπτει αβίαστα λόγω της μακράς και επίμονης προ-παίδευσης του.

Γυμνασμένα και μεγάλα πνευμόνια σαν τα δικά του «προδίδουν» πως αντιλαμβάνεται το έργο τέχνης ως κατασκευή (artefact) και όχι ως δημιουργία. Εμφανίζεται ως έμφυτη η δυνατότητα του για κατάκτηση ύφους, ωστόσο ο μυημένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται, πως είναι κατόρθωμα διαρκούς και μόνιμης συνειδησιακής εγρήγορσης και έγνοιας. Η εποχή μας απαρτίζεται (όπως κι άλλες εποχές υποθέτω) από θιασώτες, δηλαδή φιλόμουσους, βιβλιόφιλους και φιλότεχνους που αναζητούν το «ωραίο», το «υψηλό» και το «μοναδικό» έργο, αρκούμενοι στο να απομνημονεύουν μόνο ονόματα συγγραφέων και καλλιτεχνών, χωρίς καν να γνωρίζουν τους τίτλους των έργων, πόσο μάλλον τα μέρη, τα ποιήματα και τους στίχους. Ο Ν. Βαλαωρίτης οικοδομεί σε περιοχή αχαρτογράφητη και υπερυψωμένη, απευθύνεται στους λίγους επίμονους και δουλευταράδες ομότεχνους του που με χειρονομίες και σχετικά από μακριά και με παρεμβολές κουνάνε τα χέρια τους απελπισμένοι και με παράπονα, καθώς μόνο κάπως συνεννοούνται (το ζήτημα ίσως είναι να συμπεριληφθεί κανείς σʼ αυτούς και να αναγνωρίσει και τον εαυτό του στον στίχο του Ν.Β. «λυπάμαι αυτούς που διαισθάνονται τι συμβαίνει», κι απʼ την άλλη να καταλήξει να θεωρεί την τρέχουσα θέαση του –έστω και λανθασμένα- κοπιώδη κατάκτηση). Όσοι είναι «έξω απʼ τον χορό» υποθέτουν τα ανόητα και απερίσκεπτα δικά τους (βλ. και το ABC of reading του Pound), «κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα και περιμένεις να σου πέσουν οι λέξεις απʼ τον ουρανό», ενώ ο Ν.Β. αναζήτησε τη μούσα όσο λίγοι και την κατέκτησε, κουράζοντας, στην ουσία εξαντλώντας, τόσο το συνειδητό όσο και το ασυνείδητο του, «η διάλυση είναι μεγάλη, φθείρονται οι κουρτίνες…τα λόγια θρυμματισμένα…μάταια ο κόσμος χτυπιέται…το πρόσωπο λείπει».

Το ποιητικό του έργο ως γεγονός που συμβαίνει, δεν είναι ενδολεκτική πράξη (illocutionary act), ούτε φέτα ή φέτες ζωής (slices of life), αλλά ανοιχτή και διαρκής ενιαία κατασκευή που κεφαλαιοποιεί τα μοτίβα του επαναλαμβανόμενου μακρόκοσμου και μικρόκοσμου του (χωρίς αυστηρό προσχέδιο ωστόσο) και συνενώνει δημιουργικά και μυθοπλαστικά το πραγματικό με το δυνητικό, εκφράζοντας το πραγματικό ως δυνητικό και το δυνητικό ως πραγματικό. Ο πραγματικός αναγνώστης-ομότεχνος οδηγείται δια της εκπλήξεως στο να εισέλθει στο έργο του και εγκαθίσταται εν βρασμώ στο εσωτερικό του, μετέχοντας στη λειτουργικότητα του ενιαίου συνόλου. Ενώ δεν θεωρεί την λογοτεχνική γλώσσα ανώτερη από την κοινή, απεναντίας από τα πάλλοντα σημεία της ζωντανής γλώσσας κατασκευάζει το λειτουργικό μοντέρνο-«μυθικό» του όραμα, σκάβει τον κόσμο και τον συναρμολογεί πρόσκαιρα επαναθέτοντας τον. Η τέχνη του εμφανίζεται λοιπόν κι ως άσκηση και εφεύρεση, καθώς αναζητά διαρκώς τρόπους να υπερβεί τα αδιέξοδα, γεγονός που το κατορθώνει ικανοποιητικά καθώς τα αδιέξοδα μετατίθενται και τίθενται εκ νέου και αυτός τα παραμερίζει διαρκώς και αυτά ξανατίθενται και αυτή η διαδικασία δεν τελειώνει, ωσότου τελειώσει. Παίρνουν σειρά οι ομότεχνοι ωσότου κι αυτοί… Στην τελική σύγκρουση κυριαρχεί η έκπληξη και η απορία.

Συνειδητά αποκαλύπτει την αρματωσιά του, τον εξωσκελετό (ως εξωτερική ορατή δομή που υποστηρίζει και προστατεύει) του ποιητικού του σώματος και της σκέψεως του, ο οποίος είναι εμφανής στο λογοτεχνικό του έργο, μοιράζοντας κλειδιά στα χέρια αυτών που ξέρουν να τα αρπάξουν. Απλώνει το χέρι λοιπόν στο παιδί, στον προϊστορικό άνθρωπο, στη μάνα, στην ερωμένη, στον ομότεχνο του, στο συγκαιριανό του. Τα κλειδιά αυτά σαν μπαλόνια πολύχρωμα με ήλιον (το χημικό στοιχείο) ανεβάζουν στον ουρανό τους μετέχοντες οι οποίοι βλέπουν το χαοτικό σκοτάδι της σκηνής, τόσο από κάτω τους όσο και από πάνω τους, εκεί που πρόσκαιρα οδεύουν, καθώς ο ουρανός τελειώνει μαζί με τα σύννεφα «σύννεφα έ ρ μ α από βοσκό», «σύννεφα όντα απροσδιόριστα», «σύννεφα ταβάνια στον ουράνιο θόλο», «σύννεφα που προφητεύουν σύννεφα που προφητεύουν σύννεφα», ενώ κάτω στη μαύρη γη «λείπει απʼ τις θάλασσες ο καπετάν Κανένας» (ο κανένας με την έννοια του θεού, σημασία που συναντάται ενδεικτικά και στον Paul Celan (Του Κανενός το Ρόδο –Die Niemandsrose-) αλλά και παλιότερα στον William Blake και στον Nobody του). Ξεδιπλώνει έτσι το «εσωτερικό του περιβάλλον» και μας παρασύρει στον εφιαλτικό-ονειρικό και πυρετικό του χώρο, όπου παλινδρομούμε αδιάκοπα (μας θέτει στην παλινδρόμηση) ανάμεσα στα δύο σκοτάδια, το πάνω και το κάτω, το ουράνιο και το χθόνιο, σε μια περίκλειστη σφαίρα, ιδρωμένοι. Εκεί αντί να ξεχαστούμε ή να βολευτούμε κάπως, μας λέει χαμογελώντας και ευγενικά πως πρέπει να μάθουμε να πετάμε με το κεφάλι πλέον έξω απʼ τις αισθήσεις και μέσα από τις μνήμες και τους τρόπους (καλλιτεχνικούς και μεθοδολογικούς), να συνηθίσουμε –τάχα- τον ίλιγγο, τον ίλιγγο που δεν συνηθίζεται (αυτό μας φωνάζει και μας δείχνει διαρκώς). Κλίμα που είναι πολύ ξεκάθαρο στο σύνολο το έργου του, μα και κυρίαρχο στην εξαιρετική συλλογή Στο κάτω-κάτω της γραφής. Επιστρέφουμε λοιπόν από το υποτιθέμενο «εξωτερικό γεγονός», το οποίο παλεύει να σχηματιστεί, άλλοτε στην ημι-συνειδητή ανυπαρξία και άλλοτε στη μοναξιά του διαρκώς κυοφορούμενου θανάτου μας ( «Το ποίημα του κανενός» και «Ανώνυμο ποίημα του φωτεινού Αϊ-Γιάννη», από τη συλλογή Ποιήματα ΙΙ). Κατορθώνει να ξεφεύγει από το «εξωτερικό γεγονός» το οποίο έρχεται να τον συναντήσει και του διαφεύγει αδιάκοπα, τη μια γελώντας, την άλλη θλιμμένος, αλλά πάντοτε απορημένος. Του ξεφεύγει, ωσότου δεν θα του ξεφύγει, καθώς θα έλεγε κι ο ίδιος.

Κυρίαρχη αίσθηση, λοιπόν, στο έργο του η αίσθηση της διαρκούς απορίας. Η γλώσσα του δεν εκτοπίζει απʼ το κείμενο-ποίημα μεγάλο μέρος του εμπειρικού του περιεχομένου, ασχέτως αν καταλήγει το εμπειρικό και το φανταστικό να γίνονται ένα στην περίπτωση του. Η εμπειρία-αίσθηση που έχει του κόσμου, περνάει αυτούσια στο χαρτί μέσω του συνόλου του έργου του που αδιάκοπτα το ένα μέρος ενισχύει το επόμενο κι όλα μαζί δομούν το μοναδικό του τρόπο. Η ποίηση του καταλήγει να συλλαμβάνει τον κόσμο με μια ματιά, η οποία ταυτίζεται και με τη ματιά του, τη ματιά και του ανθρώπου Νάνου Βαλαωρίτη.

Η ποίηση του, επομένως, τίθεται εκ νέου αδιάκοπα ως μια διαρκής έκπληξη («μόνο η περιέργεια προοδεύει, με άλματα επί κοντώ επιτόπου, όλα όσα αγάπησα απομακρύνονται…η ζωή μετακινείται επικίνδυνα, κι όπου να ʽναι θα σπάσουν τα σχοινιά και πέφτουν μπρούμυτα κι ανάσκελα»). Επαναθέτει τον κόσμο εξ ολοκλήρου και μετά από λίγο παρατηρεί κάθε φορά, μετά την πρώτη απορία -που επιμένει ωστόσο, το κυρίαρχο αίσθημα του εγκλωβισμού του ανθρώπου, που προκύπτει πρωτίστως από αίτια οντολογικά και δευτερευόντως από κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά («μια νέα ζωή απάνθρωπη ρευστή σαν τον υδράργυρο»). Ποιητής του «Είναι», μετέχει εκτός από την εκδήλωση του ποιητικού φαινομένου και τη συνέχεια του στον εικοστό αιώνα, στη φιλοσοφική και μεθοδολογική εξέλιξη την οποία δοκιμάζει στην ποίηση του ανανεώνοντας την ποιητική εκφραστική του ανθρώπου. «Οντολογικός» ποιητής σηκώνει στη λογική τα φουστάνια και εμφανίζονται προϊστορικοί άνθρωποι με λοξά κεφάλια και παιδικά μπαλόνια καθώς «η αυγή ξεμυτίζει φορώντας τα ροζ της γυαλιά». Αυτό το μπαλόνι σʼ αυτό τον ουρανό είναι που δεσπόζει αλλιώς τώρα σαν ήλιος «στο λόφο της καρδιάς» ως «ιδέα ό,τι θα είμαστε για πάντα κλεισμένοι εδώ» και έτσι παραγγέλνει τον κλειδαρά και τη ράφτρα για «να ράψει εμένα στο κρεβάτι μου, τη μύγα στο ταβάνι, τη λάμπα στο χαρτί, τα λόγια μες στο στόμα» (απʼ τη συλλογή Ήλιος, Ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης).

Η ποίηση του ανοιχτή και διόλου αυτάρεσκη, θέτει τον Άλλον ως κέντρο, τον άλλον ως άνθρωπο αλλά κι ως αντικείμενο και ως κυρίαρχη ατομική και συλλογική διάθεση. Συγχωνεύεται λοιπόν με τον Άλλον με τρόπο καινούργιο και ολότελα δικό του («δεν υπάρχει το εκείνο, του εκείνου που ονομάζω το άλλο, να εδώ παραπέρα, θα σμίξουν τα χνώτα μας, με δόντια που τρίζουν»). Οι ρίζες του «ανάποδες» στον ουρανό, στον υπερρεαλισμό, απλώνεται κάθετα και δικτυωτά προς τη γη, γνήσια και ουσιαστικά φορμαλιστικός, συνδυάζοντας και ταξινομώντας τον κόσμο αδιάκοπτα σε νέους οπτικούς και ηχητικούς συνδυασμούς (μεταξύ άλλων συνδυασμών και ταξινομήσεων: του δραματικού που συνυπάρχει με το κωμικό, το τοπικό με το παγκόσμιο, το τρέχον με το ιστορικό και το προ-ιστορικό, το λογικό με το προ και μετά-λογικό, το τυπικό κοινωνικό με το άναρχο, εξομοιώνοντας το πνευματικό με το καθημερινό). Καταλήγει στη γη και τότε γράφει με «μια γραφή σαν κηδεία που αργά προχωράει με σκυμμένο κεφάλι και διάθεση μαύρη» και μετά αμέσως ξαναπογειώνεται και ως εκκρεμές μεταξύ ουρανού και γης παλινδρομεί εκφράζοντας κυρίως την απορία του ανθρώπου, καθώς με τα χρόνια «τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται όλο και πιο δυνατά».

Σʼ αυτό το πλαίσιο κατανοώ και την αγάπη του για τον φορμαλισμό, στον οποίο πατάει βαθιά και ουσιαστικά, ένα φορμαλισμό ανοιχτό και μη αυτάρεσκο ως σύστημα, διόλου παγιδευμένο στη ναρκισσιστική καλλιτεχνική έκφραση, αλλά ικανό να συνδυάζει και να ταξινομεί αποφέροντας ανεπανάληπτη μαγεία, ικανό να απλώνεται αδιάκοπα μεταθέτοντας τα όρια του κόσμου και του ανθρώπου. Εδώ τοποθετείται και το ουσιαστικό και βαθύ ενδιαφέρον του για το μαγικό παραμύθι, ως αποτέλεσμα της συλλογικής φαντασίας χωρίς τη κυρίαρχη βούλα του συνειδητού σχεδιασμού, αλλά και ως ανοιχτή διαδικασία μετασχηματισμού της μορφής και του περιεχομένου του σε διαρκή συνάφεια με το μεταβαλλόμενο περιβάλλον («το ταβάνι σιγά σιγά μετατοπίζεται», «το τρένο απομακρύνεται σφυρίζοντας») και την ρέουσα ύπαρξη και αντίληψη. Στην άλλη άκρη εκδηλώνεται η αγάπη του για τον Όμηρο και τον Joyce. Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι «τελικά» ο ουσιαστικός εκφραστής του νεοελληνικού «αστικού» μύθου (με την έννοια του άστεως), καθώς γνήσια πατάει στο άμεσα και έμμεσα (ως ζώσα αύρα) βιωμένο παρελθόν, μεταθέτει («έκανα πίσω ολοταχώς για να πάω πιο γρήγορα μπρος») στο δυναμικό και συν-διαμορφωνόμενο μέλλον ως εκφραστής της συλλογικής φαντασίας, με ισχυρό σύγχρονο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό οπλοστάσιο, τον ανοιχτό τρόπο της «μαγικής» και «μυθικής» φόρμας. «Σβήνει» μέσα στον Άλλον, στη μοντέρνα και μετα-μοντέρνα παράδοση, στο μικτό είδος, διατηρώντας την ακεραιότητα του και το στίγμα του και συγχωνεύεται μαζί του και βλέπει θέτοντας τον κόσμο και την πόλη εκ νέου, μεταφέροντας μέχρι και την πλαστικότητα των ειδωλίων στην ποιητική του τέχνη. Από τόσο βαθιά ξεκινάει και εκτοξεύεται στο παρόν πυροδοτώντας την εποχή και τους υπόλοιπους. «Να πλαγιάσουμε κι εμείς να κοιμηθούμε λίγο, έτσι μιλούσαν τα άλογα, που δεν γνωρίζουν θάνατο, και λέγαν ό,τι τους περνούσε απʼ το μυαλό, λόγια άσκοπα…και προχωρούσε η μέρα, το μεγάλο πράμα, δεμένη χειροπόδαρα στο άρμα του καιρού…και του νερού η δύναμη, μέσα στα αυλάκια έτρεχε, σαν τρελή για να προλάβει κάτι».

Ενώ σύμφωνα με τον Αντρέι Μπέλι «η πραγματική δημιουργική δύναμη δεν μετριέται με τη συνείδηση -η συνείδηση έρχεται πάντα μετά τη δημιουργία», ο Ν. Βαλαωρίτης αφήνει λίγο περισσότερη απόσταση μεταξύ δημιουργίας και συνείδησης απʼ τους υπόλοιπους συγκαιριανούς του, γεγονός όμως που σε βάθος χρόνου «λογικά» θα επιστρέφει υπέρ του.

Κλείνοντας ξανασημειώνω πως τo έργο του, ποιητικό (αλλά και το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό), συνολικά τίθεται και προσλαμβάνεται ως «αληθινή» πραγματικότητα, κατοικείται από το Είναι (με την Χάιντεγκεριανή έννοια), και παραμένει έτσι γνήσιο σε όλες του τις εκφάνσεις ως διαρκές Είναι προς θάνατο, που ενώ αυτοαναφέρεται ανοίγεται προς τον κόσμο και τον άνθρωπο και παραμένει ανοιχτό ως την προτελευταία δημοσιευμένη ποιητική του συλλογή (Άνθη θερμοκηπίου). Συλλογή που εμφανίζεται ως μεγάλος και πάλι τεχνίτης, με πιο ανατρεπτική διάθεση και κρατώντας ακόμη μεγαλύτερη απόσταση απʼ τα γραφόμενα του. Μια γλυκιά και ευφυής ειρωνεία διαποτίζει το έργο και μια απλότητα που συνδυάζει μια σπιρτάδα με την πλήρη σχεδόν αποδοχή του τραγικού και του παράλογου. Φαίνεται να επινοεί πλέον τον κόσμο με την κίνηση των δακτύλων του, με εξαιρετική ευκολία μα και με κάποια αμηχανία μπροστά στο επερχόμενο τέλος. Οι νέες διατάξεις και οι συνδυασμοί ταξινομούν με Βαλαωρίτεια άνεση τα φαινομενικά ετερόκλητα και ετεροχρονισμένα. Η σημασία έτσι που δίνει ο ίδιος στη δομή, του κόσμου, του πραγματικού, συστήνει ένα πρότυπο, το δικό του στην προκειμένη περίπτωση. Η τελευταία του συλλογή «Γραμματοκιβώτιο ανεπίδοτων επιστολών» συμπληρώνει και ενισχύει αυτή την εικόνα.

Παραθέτω λίγους στίχους του που συνοψίζουν τον άνθρωπο, τον ποιητή και τα παραπάνω νομίζω, μοναδικά:

Ανάμεσα στο πλοίο και την αποβάθρα το χάσμα μεγαλώνει
Η σκοπιά μου έστω και λανθασμένη
Η λογική μαζεύει τα φουστάνια της για να πηδήξει
Το βράδυ έρχεται για να διαπιστωθεί
Παράλογες σημαιούλες κουνάνε στη γέφυρα

(από τη συλλογή στο Κάτω-κάτω της γραφής).

-----

βλ. Ποιείν: http://www.poiein.gr/archives/14447/index.html