Το πιο καίριο χτύπημα εναντίον του υπερρεαλισμού ανήκει στον Mark Rothko (Μαρκ Ρόθκο) -ο πιο σημαντικός Αμερικανός ζωγράφος του 20ου αιώνα με διαφορά- ο οποίος σημειώνει σε συνέντευξη του στον William Seitz τo 1953 πως “ενώ οι σουρεαλιστές ενδιαφέρονταν να μεταφράσουν τον πραγματικό κόσμο σε όνειρο, εμείς τονίζαμε ότι τα σύμβολα ήταν πραγματικά”, θυμίζοντας με αυτό το καταπληκτικό «τα ΣΥΜΒΟΛΑ ήταν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ» τον Μίλτο Σαχτούρη και τη διαφορά του ποιητικού αναστήματος του από τους σημαντικούς –αλλά όχι τόσο- Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο.
Ενώ οι υπερρεαλιστές –τόσο ποιητικά όσο και εικαστικά- έρχονται και μεταφράζουν το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ σε ONEIΡIKO, εξαϋλώνοντας (απο-υλώνοντας) την βαριά πραγματικότητα, έρχονται οι «εξπρεσιονιστές» τύπου Σαχτούρη και Rothko και σε αφήνουν ενεό και εκστασιασμένο –χωρίζοντας τη ζωή σου στα δύο- με την τόση πραγματικότητα τους, παραπέμποντας και στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του T.S. Eliot και στον στίχο του «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει και πολύ πραγματικότητα», δείχνοντας –προς που άλλου;- προς την φθορά και τον θάνατο (που προκαλούνται τόσο από φυσικά αίτια όσο και από «ανθρώπινα»).
Τα παραπάνω καταδεικνύουν και τα ενοχλητικά σημεία του κατεξοχήν σουρεαλιστή ζωγράφου, του Dali, που σε συνδυασμό με την εσκεμμένη παραδοξότητα του και την εγωκεντρικότητα του, «αποτελειώνουν», παραπλανούν και επισύρουν και εύκολες «αναγνώσεις», τόσο στο έργο του ίδιου, όσο και στο σύνολο του σουρεαλισμού.
Το ζητούμενο συνεπώς είναι το σουρεαλιστικό να παραμένει σε επίπεδο στοιχείου (και όχι ολότητας) και να υπηρετεί ένα όραμα Πραγματικό που στέκεται πραγματικά στην πραγματικότητα (δια της υπερβολής καθίσταται το αυτονόητο σαφές). Ο υπερρεαλισμός από μόνος του είναι μια υπερβολή-πυροτέχνημα που δεν μπορεί να σταθεί και είναι ένα στάδιο από το οποίο σίγουρα καλώς και υγειώς πέρασε η «ανθρωπότητα» και κάθε άνθρωπος ενδεχομένως σε κάποιο στάδιο της ζωής του.
Ενώ οι υπερρεαλιστές –τόσο ποιητικά όσο και εικαστικά- έρχονται και μεταφράζουν το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ σε ONEIΡIKO, εξαϋλώνοντας (απο-υλώνοντας) την βαριά πραγματικότητα, έρχονται οι «εξπρεσιονιστές» τύπου Σαχτούρη και Rothko και σε αφήνουν ενεό και εκστασιασμένο –χωρίζοντας τη ζωή σου στα δύο- με την τόση πραγματικότητα τους, παραπέμποντας και στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του T.S. Eliot και στον στίχο του «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει και πολύ πραγματικότητα», δείχνοντας –προς που άλλου;- προς την φθορά και τον θάνατο (που προκαλούνται τόσο από φυσικά αίτια όσο και από «ανθρώπινα»).
Τα παραπάνω καταδεικνύουν και τα ενοχλητικά σημεία του κατεξοχήν σουρεαλιστή ζωγράφου, του Dali, που σε συνδυασμό με την εσκεμμένη παραδοξότητα του και την εγωκεντρικότητα του, «αποτελειώνουν», παραπλανούν και επισύρουν και εύκολες «αναγνώσεις», τόσο στο έργο του ίδιου, όσο και στο σύνολο του σουρεαλισμού.
Το ζητούμενο συνεπώς είναι το σουρεαλιστικό να παραμένει σε επίπεδο στοιχείου (και όχι ολότητας) και να υπηρετεί ένα όραμα Πραγματικό που στέκεται πραγματικά στην πραγματικότητα (δια της υπερβολής καθίσταται το αυτονόητο σαφές). Ο υπερρεαλισμός από μόνος του είναι μια υπερβολή-πυροτέχνημα που δεν μπορεί να σταθεί και είναι ένα στάδιο από το οποίο σίγουρα καλώς και υγειώς πέρασε η «ανθρωπότητα» και κάθε άνθρωπος ενδεχομένως σε κάποιο στάδιο της ζωής του.
Υπάρχουν ποιήματα και του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου που στέκονται όχι απλά αρτιότατα και άνετα, αλλά και συγκινούν μοναδικά. Ενδεικτικά πάντως οι Rothko (τις δεκαετίες του 1920 και 1930) και Σαχτούρης (υποθέτω πριν δημοσιεύσει) περνούν απ’ αυτόν και επιλέγουν να κρατήσουν μόνο σημεία του και χρησιμοποιώντας τον δημιουργικά και συνδυαστικά -εντός πάντοτε του πραγματικού-, κατάφεραν να εκτοξεύσουν τελικά τις ανυπέρβλητες και μοναδικές -στις κατηγορίες τους- δημιουργίες του.
Το ίδιο εύχομαι πραγματικά και στον πραγματικά πολλά υποσχόμενο Θανάση Αθανάσιο. Θα αναφερθώ στους καταπληκτικούς στίχους του ποιητή του «Υαλοκαμβά» που ξεχωρίζουν «Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται προβατίνες/ και οι αξιώσεις μας σημεία», στους ιδιαίτερους «κυρίαρχος ρυθμός ήταν ο β/ και παρόλη την ανάγκη μου να αισθανθώ άνθρωπος/ καταβρόχθισα τα ρολόγια μαζί με τις αλυσίδες» (εδώ θυμίζει και Dali) και στους δημιουργικά αποστασιοποιημένους «από του χρόνου ανοίγει η πολυπόθητη διώρυγα του αυτιού/ και οι συνεχείς πλίνθινες κυρίες/ θα μιλάνε αλλιώς/ενώ θα προστάζουν τους παπάδες να κοιμούνται εναλλάξ/ πάνω στις λόγχες του ασβέστη». Επίσης θα ήταν καλό να κρατήσουμε πως ο Θανάσης Αθανάσιος ειρωνεύεται και τον εαυτό του γράφοντας στην αυτοπροσωπογραφία του πως «βρίθει από λέξεις και βυζιά/ να μάθει να μην βουίζει άλλη φορά». Κλείνοντας σημειώνω και το εύηχο του όλου πράγματος και ενδεικτικά παραθέτω:και δεν θυμάμαι που έχω αφήσει το ροδόνερο των αστικών μας/λίκνων/αχ πεφταστέρι/δίχρωμο/ευνουχισμένο/σκατοκέφαλο/πεφταστέρι αχ!!
Το θέμα με τον σουρεαλισμό είναι πως στην εποχή μας (απ' τη δεκαετία του 60 θα έλεγα) δεν μπορεί να προκαλέσει, δεν μπορεί να δημιουργήσει σκάνδαλο.Απεκδύεται έτσι ένα απ' τα βασικά χαρακτηριστικά του-αυτό που κληρονόμησε απ' το Νταντά. Μένει μόνο μια έκλυτη, αχανής απελευθέρωση που κινδυνεύει όμως να αφήσει την εμπειρία στην επιφάνεια,σε αντίθεση π.χ. με το μινιμαλισμό που συρρικνώνεται στο βάθεμα της εμπειρίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούμε να περιμένουμε να μας περιφέρει στον μεταβαλλόμενο κόσμο μας, ρίχνοντας προβολείς στο πολύεδρο και χαοτικό.Άλλα αυτό το περιμένουμε από κάθε ποίηση. Ας είναι λοιπόν ένα ακόμη συντακτικό, με περισσότερα σημεία και λιγότερους περιορισμούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Θανάσης Αθανάσιος μας εκπλήσσει ευχάριστα. Ξέρει τι του γίνεται, έχει χιούμορ και το κυριότερο, ταλέντο. (Θα ήθελα να βρω τη συλλογή του, αλλά που;)
Κώστας Παπαθανασίου
Φοβάμαι πως αυτό το στοιχείο της πρόκλησης δεν ισχύει μόνο για το νταντά και τον σουρεαλισμό, αλλά και για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και την ρωσική πρωτοπορία (και τον ιταλικό φουτουρισμό επίσης). Νομίζω όμως, πως στην εκδοχή του γερμανικού εξπρεσιονισμού η "υπερβολη" προκύπτει ως ψυχική κραυγή και είναι σπαρακτική στην "μέση-κυρίαρχη" εκδοχή της και έχει να κάνει με την αμηχανία απέναντι στην αρνητική διαλεκτική που πρωτοκορυφώνονταν τότε, στο αδιέξοδο που συντρίβει δείχνοτας το ρηγματώδες της ανθώπινης ψυχής και το αδιέξοδο της τεχνοεπιστήμης. Το πέρασμα από την ύπαρξη στην συνύπαρξη περνάει απ' την τρέλλα ή μερικώς πατάει πάνω της. Από εκεί πηγάζει καιη "συμπάθεια" μου προς την γερμανική εκδοχή. Τους ρώσους τους σέβομαι για άλλους λόγους. Οι "υπόλοιποι" μου εμφανίζονται ως κάποιοι που στα δύσκολα πηδάνε ή αλλάζουν θέση. Ο "γερμανός" σκαλίζει το πρόβλημα, ο ρώσος μένει εκεί και το κοιτάει. Δεν του περνάει καν απ' το μυαλό να φύγει.
ΑπάντησηΔιαγραφή