tag:blogger.com,1999:blog-15492956916982698362024-03-05T11:54:20.961+02:00Literature and Art ReviewPetros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.comBlogger37125tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-13676303112118070752022-06-25T13:29:00.010+03:002022-06-25T19:12:03.317+03:00Η κριτικογραφία του Πέτρου Γκολίτση στην "Εφημερίδα των Συντακτών" και σε άλλα έντυπα (2012-2021)Πηγή biblionet. Βλ. και: https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=91731 <div><br /><div>Τα περισσότερα κείμενα είναι προσβάσιμα μέσω της Biblionet (βλ. τον παραπάνω σύνδεσμο). Την περίοδο 2012-2014 έγραφα στο περιοδικό Ένεκεν της Θεσσαλονίκης και την περιόδο 2015-2021 στο "Ανοιχτό Βιβλίο" της ΕφΣυν. </div><div>Κατά περιόδους δημοσίευσα, κείμενα και κριτικές στα περιοδικά Intellectum, Θράκα, Καρυοθραύστις, Εμβόλιμον, Εντευκτήριο, Fractal, diastixo, Σίσυφος, και Πόρφυρας. </div><div><br /></div><div>Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Ένας εξπρεσιονιστής ποιητής [Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)] Περιοδικό "Εμβόλιμον", 2021 </div><div><br /></div><div> Ένα “ρυθμικά σκεπτόμενο αίσθημα” [Αντώνης Φωστιέρης, Θάνατος ο Δεύτερος] "Fractal", Ιανουάριος 2021 </div><div><br /></div><div> Μνήμη, περιπλάνηση, πένθος [Θάνος Γώγος, Ντακάρ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 9/1/2021
Η ποιητική εκδοχή ενός σημαντικού πεζογράφου [Βασίλης Βασιλικός, Ποιήματα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 7/11/2020 </div><div><br /></div><div>Η εκστατική διάσταση της ποίησης [Dylan Marlais Thomas, Ποιήματα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 10/10/2020 </div><div><br /></div><div>Από το εγώ στο εμείς [Βασίλης Λαδάς, Λεύκωμα ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 12/9/2020 </div><div><br /></div><div>«Δεν έχω άλλη ιστορία»… [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018)] "Εφημερίδα των Συντακτών", 29/8/2020 </div><div><br /></div><div>Διανοητικά ξέφωτα [Γιώργος Βέλτσος, MCMXLIV: Κανένας εαυτός] "Εφημερίδα των Συντακτών", 11/7/2020 </div><div><br /></div><div> Εκδοχές στοχαστικής ποίησης [Γιάννα Μπούκοβα, Drapetomania] "Εφημερίδα των Συντακτών" 23/5/2020 </div><div><br /></div><div> Από την ώριμη τρέλα σε μια ανανεωμένη αναγεννησιακή λεπτότητα [Άννα Γρίβα, Σκοτεινή κλωστή δεμένη ] Περιοδικό "Καρυοθραύστις", τχ.4, Απρίλιος 2020 </div><div><br /></div><div> Φιλιωμένος με τους νεκρούς [Τάσος Πορφύρης, Ισόβια θλίψη] "Εφημερίδα των Συντακτών", 21/3/2020 </div><div><br /></div><div> Ποιήματα-polaroid [Ντίνος Σιώτης, Στη σκιά του ανέμου] "Εφημερίδα των Συντακτών", 22/2/2020</div><div><br /></div><div> Υπό διαρκή ξενότητα [Κώστας Π. Καναβούρης, Αποθήκη καταλοίπων ηδονής] "Εφημερίδα των Συντακτών", 9/11/2019 </div><div><br /></div><div> Η «άλλη γραφή» ώς «βελούδινη γυμνότητα» [ Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Αφόρετα θαύματα ] Περιοδικό "Θράκα", 29/9/2019</div><div><br /></div><div> Το φάντασμα της απώλειας [Γιώργος Βέλτσος, Ο κύκλος της Αχμάτοβα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 14/9/2019 </div><div><br /></div><div> Η ποιητική του Γιώργου Χρονά κατεβαίνοντας στο εργαστήρι του δημιουργού [Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα 1973-2008] Περιοδικό "Καρυοθραύστις", τχ.2, Σεπτέμβριος 2019 </div><div><br /></div><div> Το μεγαλείο της συντριβής [Ezra Loomis Pound, Τα cantos της εξιλέωσης. Το canto της τοκογλυφίας. Στίχοι γραμμένοι για την Όλγα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 31/8/2019 </div><div><br /></div><div> Ποίηση στις ρωγμές τού κόσμου [Παναγιώτης Μηλιώτης, Το σκίτσο στην ντουλάπα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 6/7/2019 </div><div><br /></div><div> Η επίμονη θνητότητα και ονειρικότητα της ύπαρξης [Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Πλησμονή οστών] "Εφημερίδα των Συντακτών", 11/5/2019 </div><div><br /></div><div> Πυρετός μνήμης εαυτού [Θανάσης Τριαρίδης, Θα σας περιμένω] "Εφημερίδα των Συντακτών", 13/4/2019 </div><div><br /></div><div> Δυναμικές πρωτοεμφανιζόμενες φωνές [ Ακριβή Κακλαμάνη, Μιλημένο νερό ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 8/3/2019 </div><div><br /></div><div> Όψεις της μνήμης [Βασίλης Χ. Παπάς, Chiaroscuro] "Εφημερίδα των Συντακτών", 23/2/2019 </div><div><br /></div><div> Η μνήμη ως εαυτός [Γιώργος Βέλτσος, Λευκή Ελλάδα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 26/1/2019 </div><div><br /></div><div> Ένας μετα-Σαχτουρικός αυτόνομος ποιητικός κόσμος [Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Ποιήματα] Περιοδικό "Θράκα", 25/10/2018 </div><div><br /></div><div> Ποιητικές φωνές με βάρος και προοπτική [Τασούλα Επτακοίλη, Η γυναίκα στο ασανσέρ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 29/9/2018 </div><div><br /></div><div> Ερεθιστικές ποιητικές διαδρομές [ Κατερίνα Χανδρινού, Γιατί δεν οδηγούν οι ποιητές] "Εφημερίδα των Συντακτών", 18/8/2018 </div><div><br /></div><div> Ένα αλλόκοτο ταξίδι [Γιώργος Λίλλης, Ο άνθρωπος τανκ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 11/8/2018</div><div><br /></div><div> Τελικός (ποιητικός) ισολογισμός [Γιάννης Καρατζόγλου, Εγγραφές κλεισίματος] "Εφημερίδα των Συντακτών", 30/6/2018 </div><div><br /></div><div> Το ποίημα ως κατοικήσιμος τόπος [Ντίνος Σιώτης, Ποιήματα 1969-1999] "Εφημερίδα των Συντακτών", 19/5/2018 </div><div><br /></div><div> Χαρτογραφώντας το άγνωστο [Ζ.Δ. Αϊναλής, Τα παραμύθια της έρημος] "Εφημερίδα των Συντακτών", 23/3/2018 </div><div><br /></div><div> «Ποίηση στη σχάρα» [ Τζένη Μαστοράκη, Διόδια ] Περιοδικό "Θράκα", 4/3/2018 </div><div><br /></div><div> Δυο ώριμες φωνές από τον Βορρά [Τάσος Φάλκος, Πρότυπα και ομοιώματα], "Εφημερίδα των Συντακτών", 3/3/2018 </div><div><br /></div><div> Τρεις διακριτές πρωτοεμφανιζόμενες φωνές [ Βάλια Τσάιτα - Τσιλιμένη, Άγρια χόρτα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 3/2/2018 </div><div><br /></div><div> Τρεις δυναμικές ποιητικές φωνές [Άννα Γρίβα, Σκοτεινή κλωστή δεμένη ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 20/1/2018</div><div><br /></div><div> Κορυφώσεις μιας μακράς ποιητικής παράδοσης [Συλλογικό έργο, Ρωσική ποίηση 20ού αιώνα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 19/1/2018 </div><div><br /></div><div> "Αντιστέκομαι, άρα υπάρχω". Το πολιτικό μανιφέστο μιας ποιήτριας [Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Με τη ματιά του Κούρου]. Περιοδικό "Πόρφυρας" τχ.166 Ιανουάριος-Μάρτιος 2018 </div><div><br /></div><div> Πανοραμική θέα του παρόντος [Βασίλης Αμανατίδης, Εσύ: τα στοιχεία] "Εφημερίδα των Συντακτών", 9/12/2017 </div><div><br /></div><div> «Υπερφίαλος διασκελισμός των ίσκιων» [Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Έκτακτο δελτίο καιρού] "Εφημερίδα των Συντακτών", 11/11/2017 </div><div><br /></div><div> Τα μετατοπιζόμενα όρια μιας γυμνώσεως [Χρήστος Κολτσίδας, Τα ορεινά ] Περιοδικό "Θράκα", 9/10/2017 </div><div><br /></div><div> Τελετουργίες σε λευκό [Athena Farrokhzad, Λευκοσελευκό] "Εφημερίδα των Συντακτών", 16/9/2017</div><div><br /></div><div> Ποιήματα-παθήματα [Γιώργος Βέλτσος, Β΄(2006-2016)] "Εφημερίδα των Συντακτών", 6/8/2017</div><div><br /></div><div> Μια παραμυθο-ζωγράφος της ποίησης Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ [Έλσα Κορνέτη, Αγγελόπτερα] Περιοδικό "Θράκα", 23/6/2017
Η «Ραψωδία Μηδέν» ενός σύγχρονου «Αγίου» ποιητή [ Κώστας Παπαθανασίου, Χωρίς λεξικό] Περιοδικό "Θράκα", 12/6/2017 </div><div><br /></div><div> Μεταξύ δαιμονισμού και απόκρυψης [Ζέφη Λ. Δαράκη, Ο ύπνος είναι ρόδο ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 2/6/2017 </div><div><br /></div><div> Η ενόραση της πτώσης [Μορφία Μάλλη, Στον δρόμο των beat] "Εφημερίδα των Συντακτών", 8/4/2017</div><div><br /></div><div> Κοινωνικές, υπαρξιακές, γλωσσικές περιπλανήσεις [Χαρίλαος Μιχαλόπουλος, Δεν έρχονται] "Εφημερίδα των Συντακτών", 1/4/2017 </div><div><br /></div><div> Διαθέσεις και κλιμακώσεις μεταμορφώσεων [Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης] "Εφημερίδα των Συντακτών", 24/3/2017 </div><div><br /></div><div> Τροχιές εκστατικότητας [Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Ποιήματα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 11/3/2017 </div><div><br /></div><div> Λυρισμός της απουσίας [Θανάσης Χατζόπουλος, Φιλί της ζωής] "Εφημερίδα των Συντακτών", 21/1/2017 </div><div><br /></div><div> Σπορά [ Χριστίνα Γεωργιάδου, Σπορά] diastixo.gr, 20/1/2017 </div><div><br /></div><div> «Σταθερά βουλιάζουμε στο μέλλον» [Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Έσχατη υπόσχεση ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 14/1/2017</div><div><br /></div><div> Διχασμοί και αναδιπλασιασμοί [Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 6/1/2017 </div><div><br /></div><div> Ποιητικές φωνές στον βρασμό του καιρού… [Γιάννης Στίγκας, Ισόπαλο τραύμα ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 26/11/2016 </div><div><br /></div><div> Ευρωπαϊκή και γυναικεία ταυτότητα [Λένια Ζαφειροπούλου, Σκληρό να σκοντάφτεις σε πέτρες ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 28/10/2016 </div><div><br /></div><div> Πρωτοεμφανιζόμενες ποιητικές φωνές με προοπτική [Άντζελα Γεωργοτά, Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη ] "Εφημερίδα των Συντακτών", 10/9/2016 </div><div><br /></div><div> Στροβιλισμός στην ετερότητα [Δημήτρης Αθηνάκης, Λίγος χώρος για τον ξένο] "Εφημερίδα των Συντακτών", 16/7/2016 </div><div><br /></div><div> «Εξιστορώ του φύλου σου το άλγος» [Γιώργος Βέλτσος, Γυναίκες] "Εφημερίδα των Συντακτών", 17/6/2016 </div><div><br /></div><div> Μια νέκυια. Ιριδισμοί στο μαύρο του ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη [Κώστας Θ. Ριζάκης, Επιτάφιος δρόμος ] Περιοδικό "Εμβόλιμον" τχ.79, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016 </div><div><br /></div><div> Δυο νέες διακριτές φωνές [Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου, Μοναχοπαίδι] "Εφημερίδα των Συντακτών", 21/5/2016 </div><div><br /></div><div> Κλιμακώσεις του άλεκτου [Γιώργος Αλισάνογλου, Παιχνιδότοπος] "Εφημερίδα των Συντακτών", 24/4/2016 </div><div><br /></div><div> Ψυχικά και γλωσσικά πλέγματα ποιητών [Δημήτρης Αγγελής, Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου] "Εφημερίδα των Συντακτών", 2/4/2016 </div><div><br /></div><div> Ιριδισμοί αυτοαναίρεσης [Ντίνος Σιώτης, Μάρθα, Μάρθα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 4/3/2016</div><div><br /></div><div> Από τη γλωσσοκεντρική στη «σχηματική» ποίηση [Χαρίλαος Νικολαΐδης, Αλεπού στον αυτοκινητόδρομο] "Εφημερίδα των Συντακτών", 27/2/2016 </div><div><br /></div><div> Αναμοχλεύοντας τη μνήμη, το σώμα, τη γραφή [Μαίρη Κλιγκάτση, Πλευρικά] "Εφημερίδα των Συντακτών", 30/1/2016</div><div><br /></div><div> Στις «σκοτεινές μασέλες» του Σύμπαντος [Νάνος Βαλαωρίτης, Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα] "Εφημερίδα των Συντακτών", 2/1/2016 </div><div><br /></div><div> Η εξαΰλωση του απτού [Γιώργος Λίλλης, Αρλεκίνος] "Εφημερίδα των Συντακτών", 28/11/2015</div><div><br /></div><div> Ιριδισμοί στον χρόνο [Χάρης Βλαβιανός, Γιατί γράφω ποίηση] "Εφημερίδα των Συντακτών", 21/11/2015 </div><div><br /></div><div> Από το Άουσβιτς στη Λαμπεντούζα [Σταύρος Ζαφειρίου, Δύσκολο] www.oanagnostis.gr, 5/11/2015</div><div><br /></div><div> Απόηχος έκτακτης ανάγκης [Νάσος Βαγενάς, Βιογραφία] "Εφημερίδα των Συντακτών", 31/10/2015</div><div><br /></div><div> Μια μετα-σαχτουρική ακουστική λάμψη. Η ποιήτρια Χριστίνα Καραντώνη [Χριστίνα Καραντώνη, Κοινοτυπίες] Περιοδικό "Ο Σίσυφος" τχ.10 Ιούλιος-Δεκέμβριος 2015</div><div><br /></div><div> "Διάσπαρτοι νεκροί στις προτομές τους". Σονέτα και αγάλματα του Γιάννη Δούκα [Γιάννης Δούκας, Το σύνδρομο Σταντάλ ] Περιοδικό "Intellectum" 11/3/2015 </div><div><br /></div><div> Γράμμα στα "Υποκείμενα" της Άννας Αφεντουλίδου. Ασκήσεις και ιστορίες εικονικής ισορροπίας [Άννα Αφεντουλίδου, Ιστορίες εικονικής ισορροπίας] Περ. "Intellectum", 5/3/2015 </div><div><br /></div><div> Ο ποιητής Γιάννης Στίγκας: Ένας homo maestro που ενορχηστρώνει τα εσώτερα τέρατα της ποίησης, του μύθου και της ιστορίας [Γιάννης Στίγκας, Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ
φαγωμένο], 12/10/2014</div><div><br /></div><div> "Φωσφορίζει η ανάσα σου κοκκινίζει το ποίημα" [Βασίλης Αμανατίδης, Υπνωτήριο. Εννιά νυχτικές παραβολές] Περιοδικό "Εντευκτήριο" τχ.105, Απρίλιος-Ιούνιος 2014 </div><div><br /></div><div> Απ' τα κόκκαλα που τρίζουν στο νέο παραμύθι. Με αφορμή τα Εκμαγεία του Κώστα Παπαθανασίου [Συλλογικό έργο, Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα ] Περιοδικό "Ένεκεν" τχ.30, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 </div><div><br /></div><div> Μια Νέκυια σε κόκκινο και άσπρο [Ελένη Μαρινάκη, Εδώ στο λίγο] Περιοδικό "Ένεκεν" τχ.29, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013 </div><div><br /></div><div> Μια (ε)αυτό-παγιδευμένη ποίηση που μικροφωνίζει. Ο Αλέξιος Μάινας [Αλέξιος Μάινας, Το περιεχόμενο του υπόλοιπου] Περιοδικό "Ένεκεν" τχ.29, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013 </div><div><br /></div><div> Οι παράξενες εξισώσεις του Χάρη Βλαβιανού [Χάρης Βλαβιανός, Ο άγγελος της ιστορίας] Περιοδικό "Ένεκεν" τχ.28, Απρίλιος-Ιούνιος 2013 </div><div><br /></div><div> "Ο πανταχού παρών ποιητής" και το "Εκεί έξω" του Ντίνου Σιώτη [Ντίνος Σιώτης, Εκεί έξω ] Περιοδικό "Ένεκεν" τχ.27, Ιανουάριος-Μάρτιος 2013 </div><div><br /></div><div> Η δεύτερη φωνή της Άννας Γρίβα [Άννα Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι] Περιοδικό "Ένεκεν" τχ.27, Ιανουάριος-Μάρτιος 2013 </div><div><br /></div><div> Το μισοφαγωμένο πρόσωπο της θεότητας [Γιάννης Δάλλας, Ποιήματα 1948-1988] Περιοδικό "Εμβόλιμον" τχ.64, Χειμώνας-Άνοιξη 2012</div><div><div><div class="separator" style="clear: both;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjhM_RnUIhGf_pUzGvrGg7h1zNvHz13ju8LbL8VqqpZ2ShAlZnl5ViR-hXd0Vc90qL5l3o2RSynFpbiZkNKWDz2tmXzPbk0R9Ot3u4fKih9D7BAk7mitro3kHChHrrRUnUOI1k8v_2pnIa4F4ZUDBMsFhmnRZnGvObuBvdOiCb4spRrAafwXz-xZiOw1Q/s447/Golitsis%205_2018%201st%20choice%20Photo%20by%20Adam%20Puslojic.jpg" style="clear: left; display: block; float: left; padding: 1em 0px; text-align: center;"><img alt="" border="0" data-original-height="447" data-original-width="346" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjhM_RnUIhGf_pUzGvrGg7h1zNvHz13ju8LbL8VqqpZ2ShAlZnl5ViR-hXd0Vc90qL5l3o2RSynFpbiZkNKWDz2tmXzPbk0R9Ot3u4fKih9D7BAk7mitro3kHChHrrRUnUOI1k8v_2pnIa4F4ZUDBMsFhmnRZnGvObuBvdOiCb4spRrAafwXz-xZiOw1Q/s320/Golitsis%205_2018%201st%20choice%20Photo%20by%20Adam%20Puslojic.jpg" /></a></div></div></div></div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-47052168052721308962013-09-30T15:37:00.002+03:002013-09-30T15:37:44.977+03:00Αντώνης Ψάλτης, "ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ του Πέτρου Γκολίτση"<div style="border: 0px; margin: 0px; outline: 0px; padding: 0px; text-align: center; vertical-align: baseline;">
<br />
<div style="font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px; text-align: justify;">
<b style="background-color: black; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;"><span style="color: white;">Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ</span></b></div>
<b style="background-color: black;"><div style="text-align: justify;">
<span style="color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 13.333333969116211px; line-height: 21.59722328186035px;"><br /></span></div>
<span style="color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;"><div style="text-align: justify;">
<b><span style="color: white; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">(πεζοπορία στην ποιητική συλλογή</span></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<b><span style="color: white; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">«ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», του Πέτρου Γκολίτση, εκδόσεις ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ <a href="http://thraka-magazine.blogspot.gr/2013/05/5-2013.html#" id="_GPLITA_0" in_rurl="http://i.txtsrving.info/click?v=R1I6MTgyODE6MzQxOjIwMTM6OWY2ODNlNWE2MWVjZjk3NWQ2ZjUyMTc5MjlkYTc0NTE6ei0xMDMyLTYyODYyOnRocmFrYS1tYWdhemluZS5ibG9nc3BvdC5ncjo0MzE3OmNjODc0ZjMyNTcyNGExMmE0Yzg4ZmE4MjZkYTk0OWIxOjQxOGQxYjkxZDZkZjQ0N2NiOTNlYzFkMTM0Nzc4MjY3" style="border: 0px; margin: 0px; outline: 0px; padding: 0px; vertical-align: baseline;" title="Click to Continue > by Text-Enhance">2013</a>)</span></b></div>
</span></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black;"><span style="color: white;"><br style="font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;" /></span></span></div>
<div style="border: 0px; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px; margin: 0px; outline: 0px; padding: 0px; vertical-align: baseline;">
<div style="text-align: justify;">
<i><b style="background-color: black;"><span style="color: white;">γράφει ο Αντώνης Ψάλτης</span></b></i></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black;"><span style="color: white;"><br style="font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;" /></span></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">Είμαι ζωντανός, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, αφού κι εγώ, όπως κι ο Πέτρος Γκολίτσης : «Χαίρομαι τα σπλάχνα μου απόψε». Μα κι απ’ την άλλη νομίζω πως θυμάμαι θάνατο. Νομίζω πως πέθανα πριν από καιρό, πόσο δεν ξέρω, αγνοώ… και πως μπορώ να αγνοώ, σαν δεν είμαι ζωντανός; Ή μήπως ακριβώς γι αυτό πεθαίνω (ή πέθανα ήδη), επειδή, δηλαδή, τώρα είμαι ζωντανός; Που βρίσκεται ο θάνατος; Που η ζωή; Ανάμεσα από μίκρο και μάκρο (μία απ’ τις τρεις ενότητες της συλλογής) τι συμβαίνει; «… Το μόνο που ακούγεται η φθορά / αλλάζει σώματα», απαντά ο Γκολίτσης.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">Όταν ήμουνα μικρό παιδί θυμάμαι πως έπαιζα συνέχεια γύρω γύρω όλοι, μέχρι να ζαλιστώ και να πέσω, σαν τη γη που γυρίζει κι όλοι μαζί της. Μια μέρα μας πήγαν εκδρομή σ’ ένα ελαιοτριβείο, εδώ παιδάκια γίνεται το λάδι, το τρώμε και παραμένουμε ζωντανοί και άλλα τέτοια. Τώρα πάλι παιδί, μεγάλο, ο Πέτρος με παίρνει απ’ το χέρι και με πάει μια άλλη εκδρομή, ας το πω έτσι, υπαρξιακής ανησυχίας… επίσκεψη στο τριβείο του χρόνου.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">- Και τι παράγει ο χρόνος κύριε δάσκαλε; (ο Γκολίτσης ασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτικού),</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">- Θάνατο παιδί μου. Θάνατο.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">Το παραγόμενο προϊόν του χρόνου είναι ο θάνατος και το καταναλώνουν οι άνθρωποι. Δεν μας καταναλώνει ο θάνατος, αλλά εμείς αυτόν, κάθε μέρα κι από λίγο ή κάθε μέρα κατά εικοσιτέσσερις ώρες, (για να θυμηθούμε τον οικονομολόγο Κάρολο Μάρξ -ο δε Γκολίτσης είναι οικονομολόγος-). Σαν πεθάνουμε [ποτέ δεν ξέρουμε το πότε (γράφει ο Πέτρος : «… απλά / όπως ο θάνατος συμβαίνει / … χωρίς ποτέ μου να το μάθω»)], ο θάνατος απλώς επισφραγίζει, μας επικυρώνει. Ναι κυρίες και κύριοι, υπήρξατε, αφού πεθάνατε.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">Όμως για μια στιγμή. Νομίζω κάποιος έρχεται.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">- Γεια σας κύριε Worringer</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">- Γεια σας κύριε Γκολίτση, γεια σας αγαπητά μου παιδιά</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">- Ο κύριος Worringer, παιδιά μου, είναι ένας απ’ τους συντηρητές στο τριβείο του χρόνου και θα μας πει μερικά πράγματα , σας ακούμε κύριε Wilhelm Worringer</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black; color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">- Μάλιστα. Ξέρετε, διάβασα κι εγώ την συλλογή του Πέτρου και θα μπορούσα κάπως να συμβάλλω στην κουβέντα. Μου θύμισε τα νιάτα μου, όταν εκπονούσα την μελέτη μου με τίτλο «Formprobleme der Gotik», στα Ελληνικά ως «Ζητήματα φόρμας στο Γοτθικό στυλ». Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε το 1911 και θεωρείται μία απ’ τις πλέον καθοριστικές για τον εξπρεσιονισμό. Και τούτο διότι ο Πέτρος Γκολίτσης, και στην ποιητική του τέχνη, και στην εικαστική του, είναι εξπρεσιονιστής, ακέραιος και καθαρός (όχι δηλαδή αφηρημένος εξπρεσιονιστής). Ο Πέτρος δεν αρνείται τις καταβολές του (το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ» που είναι και τίτλος ποιητικής συλλογής του Μίλτου Σαχτούρη, μόνιμου συνοδοιπόρου του Γκολίτση, αλλά και ένα ποίημα για τον Σαχτούρη και ένα για τον Τρακλ συναντάμε στο βιβλίο) μα ούτε και απλώς τις αντιγράφει, εξάλλου πως είναι δυνατόν ένας εξπρεσιονιστής, αν όντως είναι – και ο Πέτρος είναι – να μιμηθεί, αδιαφορώντας για τα χτυπήματα που δέχεται εκ των έσω η δική του υπαρξιακή υπόσταση; Ο εξπρεσιονισμός ναι μεν είναι φόρμα, αλλά όχι και συνταγή. Και νομίζω, ότι οι γενικότερες αιτίες γέννησης (όχι μόνο σε μία χρονική περίοδο) του εξπρεσιονισμού όπως τις αναλύω στην μελέτη μου δεν φαίνεται να εκλείπουν πια, μάλλον τ’ αντίθετο… έγραφα, λοιπόν, τότε : « το «άτομο» συνειδητοποιεί την απομόνωσή του, την απόστασή του απ’ τους άλλους…, … το αποτέλεσμα αυτής της ατομικότητας είναι η εκούσια απομόνωση του καλλιτέχνη και η προσκόλληση του στην δική του υποκειμενικότητα…». Οι συνθήκες απ’ τις οποίες ξεπήδησε ο εξπρεσιονισμός είναι παρούσες, ίσως αυτές τις εποχές περισσότερο από κάθε άλλη φορά, και – τι σύμπτωση ! – ακριβώς έναν αιώνα μετά την αφετηρία του στην Γερμανία. Ας ακούσουμε όμως την φωνή του Γκολίτση : « … Εγώ ‘μαι το μυστήριο εμείς / όπως σταθήκαμε στον χρόνο οι αποστάσεις / κάθετοι εμείς σαν κυπαρίσσια οι σκιές / φως που πυκνώθηκε προσωρινά κι απόψε…» Απόσταση, προσωρινότητα και πανταχού παρών κανένας θεός, καμία μεταφυσική υπόσχεση, παρά μόνο ο χρόνος, ο χρόνος πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα όρια και ο λίγος ο δικός μας : «… ο κόσμος γυρίζει / φυτρώνουμε για λίγο…». Στο ίδιο ποίημα συναντάμε και τον Ηράκλειτο. Ο σκοτεινός έγραφε για τον χρόνο, το αενάως γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι «παρομοιάζοντάς» τον (ή δίνοντας του την ιδιότητα) με παιδί. Γράφει ο Γκολίτσης : «… στάχυα –ξερά- / μας κρατούν τα παιδιά / για λίγο στο χέρι…» Τα παιδιά, η παιδική φιγούρα, η παιδική ηλικία (αυτός ο θρίαμβος του χρόνου, όπως έγραψε ο Καρούζος) βρίσκεται πολύ συχνά στην δεύτερη ποιητική συλλογή του Γκολίτση (σε αντίθεση με την πρώτη) και είναι φυσιολογικό, αφού απ’ ότι γνωρίζω ο Γκολίτσης είναι πατέρας μικρών παιδιών, ας διαβάσουμε όμως μερικά αποσπάσματα : « … παιδί πέφτω στο παιδί / που ήμουν … », «Σαν το παιδί –παιδί- σχεδιάζω…», μα πιο έντονα και πλέον φιλοσοφικά εμφανίζονται τα παιδιά στα ποιήματα «Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ» και «IL PADRE E MORTO», εδώ σ’ αυτά τα δύο ποιήματα έχουμε μια εικόνα που πιθανώς να συμπυκνώνει όλη την αίσθηση που έχει ο κύριος Γκολίτσης, παιδιά μου, για τον χρόνο. Μοιάζει τα παιδιά στο προαύλιο της εκκλησίας να παίζουνε παιδικά παιχνίδια και να τραγουδάνε παιδικά τραγούδια, έτσι αθώα και ανέγνοιαστα καθώς την ίδια στιγμή μέσα στην εκκλησία γίνεται η κηδεία της γιαγιάς. Τα παιδιά δεν έχουνε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει θάνατος, τι σημαίνει χρόνος (ο χρόνος παράγει το νέο την ίδια στιγμή που συγχρόνως παράγει την φθορά, δεν είναι γραμμική η ροή του αλλά συνταρακτικά κυκλική) και όμως είναι τα ίδια η βασιλεία του χρόνου! Ιδού πως το γράφει ο Ηράκλειτος : «αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων, παιδός η βασιλίη» κι ας ακούσουμε την ερμηνεία του Κώστα Αξελού : « … Ο χρόνος αποτελεί το γίγνεσθαι της ολότητας, κι όταν η σκέψη τον συλλαμβάνει, μοιάζει με το παιχνίδι που παίζει ένα παιδί. Ο χρόνος όμως είναι το παιχνίδι ενός παιδιού που συνεχώς χτίζει και ξεχτίζει, κι αυτό το παιχνίδι παίζεται χωρίς κινδύνους, κινδύνους που ο στοχαστής δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αποκλείσει αλλά να τους δεχτεί. Έτσι, οι στιγμές του χρόνου έχουν δύο «αντιτιθέμενα» πρόσωπα: είναι βασιλικές (επιτακτικές) και παιδικές (οιστρηλατημένες). Αν ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, τότε η διαλεκτική του σοφού είναι η διαλεκτική ενός παιδιού που έχει καταλάβει το Παιχνίδι. Ο ενήλικος τοποθετείται μέσα στον χρόνο και με την ατάραχη σοφία του αντιμετωπίζει τις στιγμές του χρόνου με ειρωνεία και θλίψη …» (απ’ την διατριβή του Κώστα Αξελού με τίτλο : «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία). Και να που έρχεται με ένα του ποίημα ο Γκολίτσης (ίσως το κορυφαίο της συλλογής, υπό την έννοια ότι συμπυκνώνει όλα τα ζητήματα που τίθενται στο βιβλίο) να φανερώσει την δική του ειρωνεία και θλίψη, έτσι όπως το γράφει ο Αξελός, και μάλιστα με μια δόση σφαγιαστικού χιούμορ του ιδίου του Πέτρου, που αποτελεί μια απ’ τις ξεχωριστές δικές του πινελιές στον καμβά του εξπρεσιονισμού : « «Το πράγμα καθ’ αυτό είναι απροσπέλαστο» / έλεγε ο Καντ / καθώς ο Φίχτε νεαρός / παραμιλούσε –εντός του- / «κούνια που σε κούναγε / γέρο ξερέ σαν παξιμάδι» / Τώρα γυρίζουν και των δύο τα οστά / γυρίζουν γύρω-γύρω με τη γη / όλοι / για λίγο στον κόσμο». Είναι δεν είναι λοιπόν έτσι ή αλλιώς τα πράγματα στον κόσμο, ο χρόνος εν τέλει θα βασιλεύσει κι εμείς θα γυρίζουμε με τα κόκαλά μας και μέχρι τότε θα «Γυρίζουν οι νεκροί σαν δορυφόροι». Όμως ας επιστρέψουμε στην δική μου μελέτη, αυτή του 1911, για να δούμε τι έγραφα τότε για τον ίδιο τον εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη : « η γαλήνη και η σαφήνεια του είναι ξένα, η μόνη του διέξοδος είναι ν’ αυξήσει την ταραχή και τη σύγχυσή του σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγηθεί σε μια κατάσταση λήθαργου και ανακούφισης» και ιδού ο Γκολίτσης : «Φλέγεται η τρέλα μου σαν δάσος / … κι όμως ακόμη φλέγομαι / … άδεια καρέκλα κάθομαι / και με κοιτώ κοιτώντας την / αυτή και ο κόσμος / κι ανάμεσα εμείς» Η συνεχής κατάσταση ανησυχίας, η συνεχής αίσθηση υπαρξιακού αδιεξόδου μόνιμα κατακεραυνώνει τον ποιητή ο οποίος ολομόναχος με το κενό του το έχει πια καταλάβει πως δεν υπάρχουν απαντήσεις, ότι δεν πρόκειται ποτέ να δει : «… νεκρά πουλιά τα μάτια μου / ραμφίζουν το κενό». Και πάλι απ’ την μελέτη μου : «… κατέχονται όλοι τους απ’ αυτή την ασίγαστη επιθυμία να απεικονίσουν μια εξωπραγματική και παραμορφωμένη πραγματικότητα…». Τα εξπρεσιονιστικά πλάνα του Γκολίτση είναι ακραιφνή, φοβικά (ας μην ξεχνάμε ότι ο φοβισμός είναι πρόγονος του εξπρεσιονισμού) και απεικονιστικά αξεπέραστα ! Ιδού μερικά παραδείγματα : « ... Βρέχει χαρτόνια γύρω μου παντού / μόνο χαρτόνια», «… τα παράλια της πόλης ξεκοιλιασμένα …», «… βουνά που σέρνονταν και ούρλιαζαν σαν φάλαινες …», « Σκάνε πουλιά πυροτεχνήματα …». Όμως πέρα απ’ τα παραδείγματα που βρίσκουν χώρο ανύψωσης στην μελέτη μου, ας δούμε, φύρδην μίγδην (σαν να ζωγραφίζαμε κι εμείς αυτό το κείμενο με εξπρεσιονιστικό πάθος), μερικές απ’ τις προσωπικές πινελιές του Γκολίτση : «Το μυαλό μου είναι ένας τόπος / όπου υπάρχω και εγώ», βρίσκουμε σ’ αυτό το στίχο όχι μόνο τον κατακερματισμό του ατόμου μα και την υπαρξιακή αμφιβολία του ιδίου του ποιητή για την ενότητα της οντότητάς του, για την ύπαρξη μόνο ενός και του ιδίου του εαυτού του. Μήπως δεν είμαι εγώ; Μήπως είναι και άλλοι; Κάπως έτσι αναρωτιέται και ο Μπέκετ (τσιτάρω από μνήμης) : ποιος τα λέει αυτά νομίζοντας ότι είμαι εγώ; Αλλού ο ποιητής ψάχνει τον εαυτό του σ’ έναν τόπο μελλούμενο και όχι παροντικό : «… έκτοτε με αγνοώ και περιφέρομαι / σε τόπους που θα υπάρξουν», η σχέση του Πέτρου με τον χρόνο είναι αμφίδρομη, σαν να μην έχει ακόμη υπάρξει στη ζωή ή σαν να είναι το παρόν μια υπό αίρεση στιγμή, ας τον ακούσουμε : «… και είμαι / μια αίσθηση εαυτού / που περιέχει / τα μελλούμενα / ως ήδη τετελεσμένα…», εν τέλει τι είναι ο χρόνος στον Πέτρο; μήπως ένα διαφυγόν κέρδος; μήπως μια προϋπολογισμένη χασούρα; «… (διψά το καθετί –έτσι κι ο στίχος- / για τη διάρκεια)…» καθώς «… ξεστολισμένοι άνθρωποι / βαδίζουν πλάι στο χρόνο», και μια ζωγραφισμένη νύξη πολιτικής στον εξής στίχο : «… Τον χρόνο-πίσσα στα βαγόνια μοιραζόμαστε…», ο χρόνος πίσσα, ο χρόνος κάρβουνο, ο χρόνος μαύρη δύσκολη ζωή, ημέρες που σαπίσανε μέσα στα λογής λογής Νταχάου, «Έχω σφαγή / την πλάθω σαν ψωμί…», γράφει ο Γκολίτσης. Μέσα σ’ αυτό το παρανάλωμα του χρόνου, μέσα σ΄ αυτό το κοινωνικό αδιέξοδο : «… Δεν το περίμενα / τα δέντρα γίναν πέτρινα / και πέτρινοι οι καρποί βαραίνουνε και πέφτουνε / και η ξύλινη γη δεν θα το αντέξει …», ο ποιητής μόνος του, ενεός και απροστάτευτος κι απ’ τη ζωή κι απ’ τον θάνατο δεν μπορεί να επιλέξει ούτε τον θρίαμβο της ζωής (ποιόν θρίαμβο; «γεμάτος χώμα θα ‘ναι ο ουρανός / κι απόψε» και «Ποια τρυφερότητα;», κλαίει ο Πέτρος, ούτε το μονόπλευρο τέλος της αυτοκτονίας, «Είναι νωρίς για να συμφιλιωθώ…» γράφει ο Γκολίτσης στον πρώτο στίχο του ποιήματος «ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ», και προφανώς δεν θέλει να συμφιλιωθεί με τον θάνατο αλλιώς… (ας –μην;- θυμηθούμε τον συντοπίτη του Τραϊανό), μόνος του ο ποιητής μέσα στο κατάλευκο κενό «… μας κατακλύζει το λευκό», μόνος του ο ποιητής παρέα με τους τρελούς του «Πρέπει και πάλι να κατέβω / να τους καθησυχάσω τους τρελούς μου… / το παίζουνε νεκροί …», μόνος του ο ποιητής απέναντι στον θάνατο « … προετοιμάζομαι, διακριτικά να πεθάνω …», μόνος του ο ποιητής μέσα στο σύμπαν απέναντι στους άλλους ανθρώπους απορεί : «…Παράξενο που σας μιλώ / Παράξενο».-</span></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
<span style="color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 13.333333969116211px; line-height: 21.59722328186035px;"><br /></span></div>
<span style="background-color: black;"><div style="text-align: justify;">
<span style="color: white; font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">____--</span></div>
</span><br />
<div style="text-align: justify;">
<span style="background-color: black;"><span style="color: white;"><span style="font-family: Lato, sans-serif; font-size: 12.800000190734863px; line-height: 21.600000381469727px;">βλ. </span><a href="http://thraka-magazine.blogspot.gr/2013/05/5-2013.html">http://thraka-magazine.blogspot.gr/2013/05/5-2013.html</a></span></span></div>
Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-67043070978293756412013-08-22T20:24:00.000+03:002013-08-22T20:38:44.997+03:00Ο Σινόπουλος για τον Πατρίκιο<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgxsD32nMd42kwXsfV9tqlE3uNfzDkC1PhD0yUKGuWjkFImN0KBzlVToWOus6V7BYaaTChemqlSLSJ23alusuoQKzl8zqB2jnzovdPLKkJbtxZDcA4CCq298gm12D03-NOrg9IzdmqV-fa6/s1600/sinoptakis.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="192" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgxsD32nMd42kwXsfV9tqlE3uNfzDkC1PhD0yUKGuWjkFImN0KBzlVToWOus6V7BYaaTChemqlSLSJ23alusuoQKzl8zqB2jnzovdPLKkJbtxZDcA4CCq298gm12D03-NOrg9IzdmqV-fa6/s320/sinoptakis.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
<br />
<div style="text-align: justify;">
[...] Ο λόγος γεμίζει ασφυκτικά το ποίημα, ο ρυθμός παραπαίει ανάμεσα σε ωμές και συχνά αντιαισθητικές φραστικές διατυπώσεις, οι εικόνες σκληραίνουν μέσα στο παράταιρο και κάποτε επιτηδευμένο λεκτικό τους περίγραμμα. Η πληθώρα των πραγμάτων που παρατάσσει ο Πατρίκιος, η αδιαφορία του για τη "λειτουργία" των λέξεων και των στίχων, καταπνίγει τελικά την ποίηση. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται κυρίως με την εννοιολογική τους αξία. Οι μουσικές κι οι πλαστικές δυνατότητες της γλώσσας αγνοούνται κι έτσι νοθεύεται η γνησιότητα των καταστάσεων που προηγήθηκαν της γραφής. Είναι μια "ποιητική" που ακολουθεί τη γραμμή της σκέψης και όχι την ώθηση του ποιητικού αισθήματος. Γίνεται περισσότερο "αναφορά" και λιγότερο ή καθόλου "έκφραση". Δεν έχει η ποίηση του Πατρίκιου εκείνη τη δραματική αυστηρότητα έκφρασης π.χ. του Αναγνωστάκη, ούτε την οξύτητα του που μας φέρνει κατ΄ ευθείαν στο ιδεολογικό και ηθικό άγχος αυτού του γνήσιου ποιητή.</div>
<div style="text-align: justify;">
[...] Εν τούτοις τα λίγα αυτά [καλά] ποιήματα μήτε σαν ποσότητα μήτε σαν ποιότητα αρκούν να συνθέσουν ένα σύνολο ποιητικό. Χάνονται μέσα στην αισθητική ανεπάρκεια των άλλων, των πολλών ποιημάτων, όπως κινδυνεύει να χαθεί μέσα σ΄ αυτή την ανεπάρκεια το προσωπικό δράμα του Πατρίκιου. Παρακολουθούμε την ατομική του περιπέτεια, που φιλοδοξεί να γίνει προσωπικός μύθος και μύθος του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά μένουμε αμέτοχοι. Το δράμα μας επιβάλλεται έξω απ΄ το χώρο της ποίησης, κι η καταβολή του ποιητή με τη <i>Μαθητεία</i> παραμένει απλώς μια κατάθεση, μια "μαρτυρία".</div>
<div style="text-align: justify;">
___________</div>
<div style="text-align: justify;">
περ. "Εποχές", Δεκ. 1963, τχ. 8, σ. 69.</div>
Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-53866942730430156202012-04-27T19:37:00.003+03:002012-04-27T19:42:16.064+03:00Θεοχάρης Παπαδόπουλος, "H μνήμη του χαρτιού του Πέτρου Γκολίτση"<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgUQ1QCnCqVl1eTPeg0AQgsfD07LdAk2wQW8tAHyoFGw-psCWUBFZQQDuTpN62cCqimb5zQl5PGL81DMLI9nNSZKhieUvzdxYZfN2rAgwJaKkAHsGgjpoVh9WCqElYMcndQ9T3EczkakLLd/s1600/eksofilo_i_mnimi_tou_xartiou_petros-golitsis.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" oda="true" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgUQ1QCnCqVl1eTPeg0AQgsfD07LdAk2wQW8tAHyoFGw-psCWUBFZQQDuTpN62cCqimb5zQl5PGL81DMLI9nNSZKhieUvzdxYZfN2rAgwJaKkAHsGgjpoVh9WCqElYMcndQ9T3EczkakLLd/s320/eksofilo_i_mnimi_tou_xartiou_petros-golitsis.jpg" width="206" /></a></div>
<br />
<br />
Αναδημοσίευση απ' το <a href="http://www.dimoi-news.gr/article_read.php?id=24320">http://www.dimoi-news.gr/article_read.php?id=24320</a><br />
<br />
Πέτρος Γκολίτσης: «Η Μνήμη του Χαρτιού» <br />
<br />
<br />
Εδώ και πολλά χρόνια έχουν γραφτεί και γράφονται πολλά για το πως πρέπει να γράφεται η ποίηση, ποιο είδος και ποια τεχνοτροπία να ακολουθούν οι νεότεροι ποιητές, ποιο είδος είναι ξεπερασμένο και ποιο είναι σύγχρονο σα να πρόκειται για μόδες περαστικές, που μετά από μια μικρή καταξίωση εξαφανίζονται για πάντα. <br />
<br />
<br />
<br />
<br />
Η ποίηση, όμως, δεν γνωρίζει σύνορα μεταξύ παλιών και νέων ειδών. Ποίηση υπήρχε και πριν τον Αραγκόν και τον Ελυάρ. Ποίηση υπήρχε και πριν από τον Εμπειρίκο. Από τον Όμηρο μέχρι σήμερα το χαρακτηριστικό στοιχείο, που διέπει την ποίηση είναι η ελευθερία της έκφρασης. Ο κάθε ποιητής είναι ελεύθερος να χρησιμοποιεί το είδος, που τον εμπνέει περισσότερο. Κάθε απαξίωση οποιουδήποτε είδους ποίησης βάζει την έμπνευση σε καλούπια.<br />
<br />
<br />
<br />
Τέτοιες σκέψεις μας απασχόλησαν διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Πέτρου Γκολίτση «Η Μνήμη του Χαρτιού». Πρόκειται για ψήγματα υπερρεαλιστικής μορφολογίας με πινελιές κοινωνικού συμβολισμού. Ποίηση λιτή, που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη χωρίς να τον κουράζει, καθώς όλα τα ποιήματά της συγκεκριμένης συλλογής είναι ολιγόστιχα. Ο ποιητής Πέτρος Γκολίτσης με την οικονομία των λέξεων και την αφαιρετικότητα, που τον διακρίνει καταφέρνει να μας δώσει ένα συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα, που μας ξαφνιάζει ευχάριστα: «Το πιο σημαντικό πλέον στους πίνακες / είναι το καρφί / που τους κρατάει στους τοίχους».<br />
<br />
<br />
<br />
Η ποίηση του Πέτρου Γκολίτση δεν είναι στατική. Με τη δύναμη της σκέψης του ο ποιητής μας ταξιδεύει αναζητώντας το δροσερό αεράκι, που θα μας οδηγήσει σε νέους τόπους, άγνωστους και ανεξερεύνητους και θα μας καλέσει να τους γνωρίσουμε μαζί: «Τα καράβια μου δροσίζονται απόψε / και αν συνεχίσει έτσι ο καιρός / θα ανεβούν στο σαλόνι μου / πλάι στο νεροχύτη / θα ταξιδέψουν σε νέο προορισμό».<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
Σε άλλο σημείο ο ποιητής Πέτρος Γκολίτσης δεν διστάζει να τα βάλει με τον εαυτό του, να τον θέσει ως αντίπαλο, να παίξει μαζί του μια δύσκολη «παρτίδα σκάκι», γνωρίζοντας από πριν την τραγική και μοιραία κατάληξη: «Τον θάνατό μου μελετώ, τον ίδιο τον εαυτό μου / μα μέχρι απʼ το πιόνι να πιαστώ, θα αφανιστώ / ο μόνος μου αντίπαλος εγώ, ο θάνατός μου».<br />
<br />
<br />
<br />
Θα πρέπει, επίσης, να σταθούμε στο πως περιγράφει ο ποιητής τη φθορά του χρόνου, και τη ματαιότητα χωρίς να απαξιώνει τη δημιουργία: «Το μόνο που ακούγεται η φθορά / που συνεχώς ανανεώνεται.» <br />
<br />
<br />
<br />
Κλείνοντας, θα θέλαμε να συγχαρούμε τον ποιητή Πέτρο Γκολίτση για τη κομψή ποιητική του συλλογή «Η Μνήμη του χαρτιού» προσδοκώντας να συνεχίσει: «το αδιάκοπο πλέξιμο» να «γεννάει στίχους».<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
Θεοχάρης Παπαδόπουλος<br />
<br />
27-04-2012<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-52714882581950904702012-03-24T17:49:00.003+02:002012-03-24T17:52:54.110+02:00Κώστας Παπαθανασίου, "Μια λεπτή ισορροπία για συναισθηματικές εντάσεις"<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhbCsI5-CiqszkGI-sBnLLBbrxtycYARgJ457xnWJcvtVgmusMqmovj7KakIWd_awhyaAyaIjrD4tOFnDfBqg5NnUg9Tf0Of7E6T4ngzm_HUeDoGJBWYdlRs8jgqyHHcbwrqSynaupB6Mex/s1600/eksofilo_i_mnimi_tou_xartiou_petros-golitsis.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 206px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhbCsI5-CiqszkGI-sBnLLBbrxtycYARgJ457xnWJcvtVgmusMqmovj7KakIWd_awhyaAyaIjrD4tOFnDfBqg5NnUg9Tf0Of7E6T4ngzm_HUeDoGJBWYdlRs8jgqyHHcbwrqSynaupB6Mex/s320/eksofilo_i_mnimi_tou_xartiou_petros-golitsis.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5723492035359482290" border="0" /></a><br /><p style="text-align: justify;">Αναδημοσίευση απ' τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας,</p><p style="text-align: justify;">βλ. και http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=229089<br /> </p><p style="text-align: justify;">Πέτρος Γκολίτσης, Η μνήμη του χαρτιού, εκδόσεις Σαιξπηρικόν </p> <p style="text-align: justify;"> Υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία στην ποίηση του Πέτρου Γκολίτση. Μια μελαγχολία που διαφοροποιείται από την παθολογική έννοια με την οποία τη συναντάμε στην Ψυχολογία και πάει πίσω ώς τον Αριστοτέλη, που τη θεωρούσε σύμφυτη με τη δημιουργικότητα στο πνεύμα των εξαιρετικών ανθρώπων. Στην εποχή της Αναγέννησης, όπου θεωρούνταν βασικό χαρακτηριστικό της πνευματικής ζωής και ο Ντίρερ τη ζωγράφιζε αλληγορικά με φτερά στην πλάτη και το αριστερό της χέρι να στηρίζει το πιγούνι. </p> <p style="text-align: justify;"> Τα θέματα που απασχολούν τη Μνήμη του χαρτιού, η αγωνία του θανάτου, η αίσθηση της θνητότητας, της φθοράς, η εσωτερική πάλη, μοιάζουν να πηγάζουν απ' το πλατωνικό ερώτημα από το οποίο εφόρμησαν οι φιλόσοφοι: «Τι εννοούμε όταν λέμε ον;». Ο άνθρωπος, μόνος, ανίκανος να φέρει το βάρος της μοίρας του, πασχίζει για την ύπαρξη, «γυρεύει έναν θανατοθραύστη στα παράλια των παιδικών του χρόνων (Θανατοθραύστης)». Τα άψυχα αντικείμενα, η φύση, συμπάσχουν, μιλούν, συμμετέχουν στην ανθρώπινη κατάσταση. «Η ξύλινη καρέκλα βρέχεται/ η ξύλινη καρέκλα περιμένει/ έξω στη βροχή/ τον κύριό της. Η ξύλινη καρέκλα αιμορραγεί (Η ξύλινη καρέκλα, το καρφί και το σχοινί)». «Τα πουλιά είναι νεκρά/ γυρίζουν σαν δορυφόροι/ γύρω από δέντρα ξερά... (Απόσταση)». Το ανθρώπινο σώμα έκπτωτο δεν είναι παρά το έρεισμα της αρρώστιας - «Η σάρκα σαπίζει», «το δέρμα σου αποπνέει πια/ πέρα από θάνατο/ και ναφθαλίνη», «τα σώματα πέφτουν». </p> <p style="text-align: justify;"> Ο Γκολίτσης όμως δεν είναι μηδενιστής. Ακολουθώντας τα χνάρια του Χάιντεγκερ, θεωρεί πως η ανθρωπινή ύπαρξη, παρ' ό,τι είναι περιορισμένη εντός των ορίων του κόσμου και ασφυκτιά, πάντα προσπαθεί να γίνει κάτι που ακόμη δεν είναι, ένα ον καθ' υπέρβαση. Κάτω από τη «δαμόκλειο σπάθη» του θανάτου, μέσα στα «παράλογα τείχη», η δημιουργία, η Τέχνη, είναι η απεγνωσμένη πάλη του ανθρώπου ν' αποκτήσει νόημα. Αλλοτε με μικρές, ταπεινές τελετουργίες, «Φροντίζω τα λουλούδια/ δεν θέλω να πεθάνω..../ Τα μελετώ ευλαβικά·/ καθετί που τελειώνει/ οφείλει να αποπνέει ιερότητα (Ζητιανεύοντας)». Αλλοτε με τη δυνατότητα μιας νέας ερμηνείας, «Να πεις σε άλλη γλώσσα/ των πραγμάτων το νόημα/ σε ουρανούς που διψούν/ να ειπωθούν αλλιώς (Κόσμοι)». Και πάντα με τον ανεξιχνίαστο, απροσδόκητο τρόπο της Τέχνης, «Να ξεδιπλώσεις με την τέχνη, με την ποίηση/ την ύπαρξή σου ωσότου/ ωσάν σεντόνι λευκό φωτόπλεκτο/ τον κόσμο να σκεπάσεις... (Σεντόνι)». </p> <p style="text-align: justify;"> Αυτό που εντυπωσιάζει στα ποιήματα της Μνήμης του χαρτιού είναι ότι πέραν της συναισθηματικής έντασης, υπάρχει μια λεπτή ισορροπία στους στίχους. Ενα «αισθητικό συνεχές» μιας συμπυκνωμένης παρουσίασης, που μας δίνει όμως την αίσθηση μιας αιφνίδιας ελευθερίας πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Ελευθερία να συνειδητοποιήσουμε την ουσία μιας κατάστασης μέσα στη ρευστότητα του Γίγνεσθαι, «Το μόνο που ακούγεται η φθορά/ που συνεχώς ανανεώνεται. (Χειμερινό)». Ο Γκολίτσης ακολουθεί τη συμβουλή του Μαλαρμέ, να μη διαφαίνονται τα ίχνη της φιλοσοφίας, της ηθικής ή της μεταφυσικής στην ποίηση, παρά μόνο να υποβόσκουν, εσωτερικά και απόκρυφα. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε και τη στενή σχέση της γραφής του με τη ζωγραφική. Οντας ο ίδιος ζωγράφος (το εξώφυλλο της συλλογής είναι δικό του έργο), δεν διστάζει να αφιερώσει δύο ποιήματα στον σύγχρονο γερμανό εικαστικό Ανσελμ Κίφερ. Απ' τον νεο-συμβολισμό του Γερμανού υιοθετεί την αμφίσημη σημασία των συμβόλων του καθώς και τη στάση του: δεν είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, είναι απελπισμένος, που βρίσκεται εδώ για ν' ανακαλύψει το νόημα της ύπαρξης. Η αποδόμηση των συμβόλων μάς συνδέει με μια παλαιότερη γνώση, με πληγές που δεν μπορούν να γιατρευτούν, «Χορτάριασαν/ τα απομεινάρια των ανθρώπων/ οι ίδιοι οι άνθρωποι/ χόρτα ξερά/ παραμερίζονται», «Χόρτα-ξερά-/ ήδη φυτρώνουν στα έργα μας» (τα χόρτα, το άχυρο, τα φύλλα παίζουν σημαντικό ρόλο στο έργο του Κίφερ). Τα κλειστοφοβικά φυσικά τοπία του Κίφερ μάς έρχονται στο μυαλό και στο συγκλονιστικό ποίημα «Balkan Express», όπου μια νεκρή βρίσκεται κάτω από τις ράγες του τρένου και τακτοποιεί τα χαλίκια για να μην τη δουν. Τα χρώματα επίσης, κυρίως το λευκό που το συναντάμε συνεχώς, είναι διάσπαρτα σε όλο το έργο, παραπέμποντας σε δημιουργικές συνομιλίες με το έργο του Σαχτούρη, «άσπρα χωράφια, σεντόνι λευκό φωτόπλεκτο, ένα τεράστιο λευκό». Στον Σαχτούρη παραπέμπει και η διπλοτυπία της μεταφοράς στις οπτικές κατασκευές που συναντάμε: από τη μία, βλέπουμε το απτό και το αναγνωρίσιμο· από την άλλη, κοιτάζουμε σ' έναν κόσμο αναδιπλασιασμένο, εσώτερο (βλ. Β. Χατζηβασιλείου - Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, εκδ. Εστία). </p> <p style="text-align: justify;"> Στη Μνήμη του χαρτιού ο 32χρόνος δημιουργός από τη Θεσσαλονίκη, με σπάνια φροντίδα και όλη την ψυχή συνοψισμένη, γράφει μια ποίηση βαθιά ανθρώπινη, με τραγική ευαισθησία και σπαραχτική επίγνωση. </p> <p style="text-align: justify;"> «Σκουριασμένα καρφιά </p> <p style="text-align: justify;"> Αφαιρούνται από την κάθε μας πράξη». </p> <p style="text-align: justify;"> (Απόσταση) * </p>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-2012582036585422652012-03-09T11:31:00.006+02:002012-03-12T15:59:02.864+02:00"Η Ανατομία (1971) του Γιάννη Δάλλα" (του Πέτρου Γκολίτση)<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj7G7AiRPqQC4scaiwzLlRDCP3PEKuVVjD-sLtLJWm9KBXy1LPeFjik96Giar9mJu_tCp0P3OhFqo5CtNHo7hXsDcpEmgUF75klmHojzpEVZNoX-ju7jMffWE_kGPpm84S5NXxqyL6SawfW/s1600/%25CE%2594%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25BB%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%25B5%25CE%25BE%25CF%258E%25CF%2586%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BB%25CE%25BF_%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25BC%25CE%25AF%25CE%25B1.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 202px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj7G7AiRPqQC4scaiwzLlRDCP3PEKuVVjD-sLtLJWm9KBXy1LPeFjik96Giar9mJu_tCp0P3OhFqo5CtNHo7hXsDcpEmgUF75klmHojzpEVZNoX-ju7jMffWE_kGPpm84S5NXxqyL6SawfW/s320/%25CE%2594%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25BB%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%25B5%25CE%25BE%25CF%258E%25CF%2586%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BB%25CE%25BF_%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25BC%25CE%25AF%25CE%25B1.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5717832209130771362" border="0" /></a><br /><div style="text-align: justify;">«Η θέση σου ‘ναι εκεί με το θύτη. Διάτρητος ο ουρανός σαν μια υπόγεια σήραγγα. Η Ανατομία (1971) του Γιάννη Δάλλα», (του Πέτρου Γκολίτση)<br /><br /><div style="text-align: left;"><span style="font-size: 100%; ">Αναδημοσίευση απ' το Ποιείν</span></div></div><div style="text-align: justify;">βλ. http://www.poiein.gr/archives/16734/index.html<br /><br />Πρέπει και πάλι να πιάσω τη σμίλη. Να σμιλεύσω τη μορφή του. Προτού να πάψει οριστικά, η εγκόσμια του εκδοχή. Σε λίγο παύει. «Γιατί ήρθε «ο μήνας ο σκληρός» -ο Απρίλης δίχως λάμψη- ξαφνικά κι η νύχτα η ατέρμονη που αντί για όνειρα γεννοβολούσε τέρατα»(1). Το κεφάλι γέρνει προς τα πάνω, ελαφρά. Το πιγούνι με τέχνη, αιχμηρό, προτεταμένο, να στρέφεται αριστερά. Το βλέμμα αυστηρό, αριστερά και κάτω, το κέντρο του είναι μέσα, σε βάθος απροσμέτρητο, εκεί επικεντρωμένο, μα και σε διαρκή εγρήγορση σαρώνει αδιάκοπα και εμπρός του τις όποιες προβολές ορθώνονται στον έξω κόσμο, σ’ αυτό που έτσι ονομάσαμε και που επιτρέπει στις συνθέσεις να συμβαίνουν και να αλλάζουν. «Και ξαφνικά μια βίαιη ριπή, που σάρωσε αποπάνω του σαν φύλλα φθινοπωρινά τόσες στοιβάδες γεωλογική ζωής, μου το αποκάλυψε. Μάτι της γης που κοίταζε και πέρα απ’ τη ζωή προς το διάστημα»(2).<br />Είναι καιρός να τον συναντήσω, να περάσω στη σμιλευμένη του μορφή όσα συμβαίνουν στον εγκέφαλο μου. Το έργο του ανάκλαση του πραγματικού που το αναπλάθει με τις περιπλοκές του, σαν τα φίδια του Λαοκόωντα στην ελληνιστική εκδοχή του αγάλματος, μας ζώνει. Απ’ την άλλη η ζωγραφική εκδοχή του ίδιου έργου στον El Greco, όρθιοι στην άκρη του πίνακα περιμένουμε τη σειρά μας. Στο βάθος τα σύννεφα πάνω απ’ την πόλη, πάνω απ’ τον χρόνο τον ιστορικό, προμηνύουν το αυτονόητο που τελικά συμβαίνει.<br />Πρέπει να περάσουν όλα αυτά στο γλυπτό μου. Μέσω των νευροδιαβιβαστών, μέσα απ’ το χέρι σμιλεύω τη μορφή του, στέκεται ζωντανή και πάλλουσα, τον συναντώ. Δεν ξεχωρίζουν πια ο ίδιος απ’ το έργο του, έγινε ο τρόπος του, η «ψυχή» του, το σώμα του το ίδιο έργο τέχνης. Οι ιδέες του, χωνεμένες δένουν μαζί σε σύνολα πρωτόγνωρα: «Οι ιδέες μου φωσφορισμοί του σώματος / κι άλλες που μοιάζουν τεθλασμένες αστραπής / βλέπει το σώμα μου και νυχτοπερπατεί / Μην τις χωρίζετε απ’ το σώμα μου, αδερφοί» («Οι ιδέες μου»)(3).<br />Φυσικά τα πράγματα χωρίζονται, διαλύονται, γυρίζουνε στις πρότερες μορφές τους, κι η συνείδηση κρέμεται, εκτεθειμένη, με το κεφάλι ανοιχτό, στο κενό, οργανική ύλη που γίνεται ανόργανη. Όπως ανοίγουνε τα άστρα, παλιότερα το παραπέτασμα των εκκλησιών, έτσι ανοίγει η ζωή που εκτίθεται στην τόση φόρτιση, ο τεχνουργός, χωρίζεται στα δυό και συνεχίζει, προτού να πάψει οριστικά με τη σειρά του. Τα σύννεφα του El Greco σκοτεινά φορτίζουνε τις αστραπές, έτοιμα να καταπιούν τον χώρο.<br />Στο μεσοδιάστημα, ο λίγο χρόνος, ο ιστορικός, η κοινωνία των ανθρώπων. «Κι ακούστηκε ο θόρυβος συρτός κι υπόκωφος να δυναμώνει και να τρίζει ο τάπητας των λεωφόρων κάτω απ’ τις ερπύστριες. Σαν κροταλίες κυλιόμενοι απ’ τα βόρεια προάστια προς το Σύνταγμα. Κι όλη η ζωή μου σ’ ανακύκληση –με τις παλιές επισταθμίες πίσω σε κατάρρευση. Οι σπείρες τους σαν βρόχοι γύρω απ’ τη μορφή του σιαμαίου μου αδερφού, σαν συρματόπλεγμα του προγραμμένου μου εαυτού και σαν προσγείωση ανώμαλη του απελεύθερου που υπήρξα και του τεχνουργού που θέλησα να γίνω»(4). Και έγινε.<br />Προγραμμένος παραμένει, όπως όλοι μας. Αυτός διπλά. Του ορίστηκε τόπος εξορίας η Λήμνος, σαν άλλος Φιλοκτήτης. Τον γύρεψα εκεί το καλοκαίρι του 1999, μετά τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου, σαν σε ταινία του Θ. Αγγελόπουλου. Χωρίστηκε η ζωή μου τότε στα δυό. Τον σιαμαίο αδερφό τον συναντούμε παρακάτω, πορεύομαι μαζί του. Ο τεχνουργός είναι η κατάληξη, μετά τον απελεύθερο, τον κοσμολόγο, η λύση που κατέληξε. Διαβάζουμε στην Ανατομία: «Εδώ τα περιγράμματα των σπιτιών και των κέντρων είν’ από χρόνια απολιθωμένα […] το πάθος μου για κατόψεις συνεχίζεται σ’ άλλη διάσταση Απέναντι στα γειτονικά τα πολύ μακρινά βράχια ένας άγνωστος ψαρεύει με καθετή», υποθέτω ο σιαμαίος αδερφός σε τόπο μεταφυσικό, υπερκόσμιο, τοπίο και πάλι του El Greco ή φόντο πέτρινο γεωλογικό του Λεονάρντο. «Χωρίς να ξέρω την τέχνη του η εσωτερική μου ζωή είναι σωματικά εκεί Σκιρτά σε κάθε πρόκληση του βυθού χωρίς η λεία να φτάνει και σήμερα στην επιφάνεια», στην κοσμική, στην ιστορική μας επιφάνεια. Με αυτή την καταβύθιση στο μεταφυσικό και στο οντολογικό ίσως να «σώζεται» και να απαλλάσσεται από τον χρόνο τον ιστορικό, τη συγκυρία των καιρών. «Είμαι το χέρι του κι οι κραδασμοί του κι αρχίζω να διαισθάνομαι τι έρχεται και τι φεύγει Το μήνυμα κι αυτή τη φορά κόβεται και σκαλώνει στα σκοτεινά τα σχεδόν διαφανή βράχια Ο κάθετος ήλιος η επιφάνεια ανένδοτη και κάτω ο βυθός η μόνη πραγματικότητα», και αρχίζει η λύση η υποτιθέμενη και καταρρέει: «Μέρες τώρα σ’ αυτά τα μεταίχμια προσπαθώ να γίνω εξερευνητής βυθών Κι απέναντι ο άγνωστος προεκτείνει το χέρι του μες στη διάλυση κι εγώ να μην φτάνω στην επιφάνεια», την ιστορική ενδεχομένως επιφάνεια για να σωθεί αυτή τη φορά απ’ το μεταφυσικό εφιαλτικό αδιέξοδο. «Ένα απ’ τα λαγωνικά του εξοστρακίζεται στον ορίζοντα και με ψάχνει μες στις κατόψεις// Προς το παρόν παραμένω εκτός πεδίου βολής» («20»),(5). Στο ενδιάμεσο, αγωγός ενδιάμεσος δύο μαύρων, «αιώνιων», ισχυρότερων αδιεξόδων.<br /><br />Τα χέρια μου λοιπόν προσωρινά κι αυτά είναι έτοιμα να αφήσουν την εκδοχή τους. Σκέφτομαι την εξαίρεση της βυζαντινής τέχνης, τον Μακεδόνα Πανσέληνο, όπου τα σώματα των αγίων είναι «ωραία», πατούν γερά στη γη, συνδυάζοντας τη θρησκευτικότητα με την κλασική αντίληψη, ένα δρόμο που πήραν λίγοι. Οι βυζαντινοί σκεπάζανε το σώμα, το εξαφανίζανε (κατά το δυνατόν), πνίγαν το πρόσωπο στο σύνολο. Θέλω όμως ψήγματα, κυρίως χρώματα αυτής της εποχής, ώχρες και πορφυρά βαθιά, χρώματα γήινα, στο τέλος να επιχρωματίσω το γλυπτό μου. Ο λάθος διχασμός που κουβαλώ ως βίωμα, πρέπει να αποκλιστεί, την ύπαρξη του ανθρώπου και άρα το γλυπτό μου να τα βιώσω ως κάτι αδιάσπαστο, ως κάτι ενιαίο, η «σάρκα» που θα στήσω μπρος μου να εκπέμπει πνεύμα, συγκρατημένη οργή, πόνο αξιοπρεπή, στο χρόνο τον νυχτερινό του ανθρώπου, τώρα που είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος είναι σκοτεινός και ρηγματώδης: «Κάποιος χαμήλωσε τα φώτα κι έδωσε το σύνθημα ν’ αρχίσει η μουσική// Ποια μουσική;// Αυτός ορκίστηκε πως άκουσε σαξόφωνα ο άλλος ουρλιαχτά σφαγείου / Σαν κατεβήκαμε τη σκάλα αναγνωρίσαμε τη μοίρα μας σ’ αντήχηση παλίνδρομη / Άλλαξε μόνον ο ρυθμός πιο νευρικά τα πρόσωπα στις σκάλες και τους διαδρόμους / Ντοπαρισμένα ως τα κατώγια του άλλου κόσμου» («15»). Απρόθυμα οι αστοί τραβιούνται να ακούσουν Σαίνμπεργκ. Ακούω μέσα μου την προτροπή του Γκαίτε: «Κάθε άλλο παρά επιθυμώ να διασπάσω την ενότητα της ανθρώπινης φύσης» (6) και αναδύονται από τη Νέκυια του Ομήρου οι νεκροί, φτάνουνε ως τις μέρες μας απαράλλαχτα και διαλαλούν την ζωή, αυτή που συμβαίνει, και μοιραζόμαστε εδώ για λίγο. Προσωρινοί μες στο προσωρινό. «Εφήμεροι! Τι υπάρχεις; Τι δεν υπάρχεις; Όνειρο μιας σκιάς ο άνθρωπος! Όταν όμως οι θεοί του στείλουν μιαν αχτίδα, μια δυνατή λάμψη τον φωτίζει και η ζωή του γίνεται γλυκιά»(7), υποφερτή καθώς ξυπνά η μέσα όραση και συναντιόμαστε στις υπόγειες τις στοές του κόσμου: «τρίζει ο φλοιός της γης και απ’ τις ρωγμές αποκαλύπτεται η άλλη, η κρυφή κι αθέατη απ’ τους πολλούς μορφή του κόσμου» και «πέρα απ’ την οφθαλμαπάτη τάχα ενός ουράνιου επάνω πολύφωτου (8)» συντονιζόμαστε «στη μυστική κοσμογονία της αόρατης μορφής του σύμπαντος, και πίσω απ’ το σύμπαν, του αστρικού μας πεπρωμένου. Ταυτόσημοι με την ποιητική μας δημιουργία». «Να επιβάλουμε εμείς την αυθεντική κοσμική αντεικόνα μας» (9).<br />Λέει ο Σωκράτης (του Ξενοφώντα) πως οι γλύπτες κατόρθωναν να δίνουν ζωή στα έργα τους, επειδή μιμούνταν τις πραγματικές και φυσικές κινήσεις των σωμάτων, χωρίς να παραμελούν φυσικά τις ψυχικές διαθέσεις των απεικονιζόμενων, κυρίως των αγωνιζομένων. Συνομιλώντας με έναν γλύπτη τον ρώτησε μάλιστα πως κατορθώνει να ζωντανεύσει τα γλυπτά. «Ο καλλιτέχνης βρέθηκε σε αμηχανία και έτσι υπέθεσε –κι ο γλύπτης συμφώνησε- ότι η ζωντάνια τους οφείλεται στο ότι κάνει τα έργα του όμοια με τις μορφές των ζωντανών. Και πρόσθεσε: «Λοιπόν με το ν’ απεικονίζεις τα μέρη του σώματος που εξαιτίας των διαφόρων στάσεων έλκονται προς τα κάτω (κατασπώμενα) και προς τα πάνω (ανασπώμενα) και συμπιέζονται (συμπιεζόμενα) και επιμηκύνονται (διελκόμενα) και εντείνονται (εντεινόμενα) και χαλαρώνονται (ανιέμενα), κάνεις τα σώματα να φαίνονται και ομοιότερα προς τα αληθινά και πιο πειστικά;». Αλλά ο καλλιτέχνης μιμείται και τις ψυχικές διαθέσεις των σωμάτων (πάθη). Τα μάτια αυτών που αγωνίζονται τα κάνει απειλητικά, ενώ στα πρόσωπα των νικητών απεικονίζεται η χαρά (Απομν. Γ 10, 6-8)» (10). Θα επιμηκύνω τη μορφή του, σαν τον El Greco, θα τείνει προς τον ουρανό, που είναι άδειος, δίχως τέλος, κι αυτά ενώ ο «ο ήλιος θα εκπέμπει / μες απ’ τον πυρήνα της γης» («24»). Συσπείρωση και διάχυση παντού, στο σώμα, στο σύνολο του έργου, όπως στην ποίηση του, παντού διάχυτη, παντού συσπειρωμένη.<br />Με το ένα μάτι καρφωμένο στην πραγματικότητα και το άλλο στο «ιδεατό», καθώς και ο Εουτζένιο Μοντάλε («να απαλλάσσομαι έτσι από κάθε βρωμιά / όπως κάνεις θάλασσα εσύ, που χτυπάς στις παραλίες/ ανάμεσα σε φελλούς, φύκια και αστερίες / τα ανώφελα συντρίμμια της αβύσσου σου» (11)), ο Γιάννης Δάλλας κλείνει την Ανατομία του σημειώνοντας σε κάποια αντιστοιχία: «Είμαι παντού διάχυτος παντού συσπειρωμένος» («31»), ως ποιητής, μέσα στην ιστορική βρωμιά των καιρών, μες στους πνευματικούς φελλούς, συμφιλιωμένος με τους δαίμονες του κοιτά την άβυσσο κατάματα, την μεταφυσική, την οντολογική, την ιστορικοκοινωνική άβυσσο, και πιάνει τα συντρίμμια της και αδιάκοπα ξαναρχίζει. «Με όλη τη γήινη διάχυσή μου προς τα πράγματα και την ουράνια συσπείρωση μου προς το σύμπαν. Ασκώντας και δαμάζοντας τη γλώσσα, ώστε πίσω απ’ τους θορύβους και από την αντίμαχη βουή των γεγονότων να παράγω ήχους και ρυθμούς. Και εκεί ψηλά να συλλαμβάνω με τις μυστικές κεραίες μου τη μουσική την κοσμική από σφαίρες αιωρούμενες ουράνιων σωμάτων, πριν από τη σύγκρουση» (12).<br />Δεν σταματά, πηγαίνει παραπέρα, στο «Σπίτι στην θάλασσα (13)» (πέρα από λυρισμούς και φως), άνθρωπος της πρώτης μετακατοχικής γενιάς, τα φοιτητικά του χρόνια πέσαν πάνω στην κατοχή και τον εμφύλιο, και απαντά στο ερώτημα του Μοντάλε: «Το ταξίδι τελειώνει εδώ»[…] «ρωτάς αν όλα έτσι σβήνουνε»[…] «αν την ώρα που σπάζει το κύμα κλείνει ο κύκλος κάθε μοίρας/ Θα ‘θελα να σου πω πως όχι, πως κοντεύει η ώρα που θα περάσεις πέρα απ’ τον καιρό/ ίσως μονάχα όποιος το θέλει γίνεται μόριο του απείρου / κι αυτό εσύ θα το πετύχεις, ποιος ξέρει, όχι εγώ./ Σκέπτομαι πως για τους πολλούς δεν έχει σωτηρία, / μα κάποιος ας χαλάσει κάθε σχέδιο, / το πέρασμα ας διαβεί / όπως τον θέλει ας ξαναβρεί τον εαυτό του (14)». Κι αυτός ο κάποιος που χαλάει κάθε σχέδιο, ο προγραμμένος βιολογικά, ιστορικά, γιατί όχι και μεταφυσικά, είναι ο Δάλλας, που έτοιμος από καιρό, καθώς θέλει, συναντά στην οριστική του παύση τον σιαμαίο του αδελφό, στο μαύρο άπειρο, στο αστρικό το σύμπαν, τα χημικά στοιχεία της απόκοσμης του εκδοχής. «Και τότε σκύβοντας απάνω από τα φιλιατρά αντίκρυσα στην τρικυμία του βυθού τα πρώτα μου χαρακτηριστικά αλλοιωμένα. Και όταν ηρέμησε ο βυθός, είδα να σχηματίζεται η μορφή και σκύβοντας ακόμα πιο βαθιά την αναγνώρισα. Ο σιαμαίος αδερφός σου, είπα στην ύπαρξη, που με τη γέννηση αποκόπηκε απ’ τη μήτρα κι από τότε συνεχίζει εκεί κάτω την υπόγεια διαδρομή του» (15). Μα αφού δεν ασπάζεται την άποψη των ορφικοπυθαγορείων και του Πλάτωνα ότι το σώμα είναι ο τάφος της ψυχής (είναι εμφανές στο σύνολο του έργου του), πως λύνει το μυστήριο που δεν λύνεται, καθώς δεν διέπεται από έναν τόσο ριζικό και γιατί όχι αφελέστατο δυισμό; Δεν την αντέχει άλλη μεταμόρφωση και με τη μετάθεση του προβλήματος το πρόβλημα δεν λύνεται. Ως τεχνουργός, έχοντας περάσει απ’ το εγώ στην ύπαρξη και μετά στην συνύπαρξη, με την ποίηση επανεκφράζει τη ζωή και το σύμπαν, θριαμβεύει επί του ά-λογου. Η ποίηση εμφανίζεται ως επανέκφραση της πραγματικότητας. «Η πρώτη και η τελευταία της έκφραση: η προέκφραση και η μετάεκφραση της. Προέκφραση γιατί γεννήθηκε και είναι έτοιμη να ξαναγεννηθεί και να αναπηδήσει, όπως η πρώτη φλέβα του νερού απ’ τα βράχια και η πρώτη κίνηση της ζωής από τα αμινοξέα. Να αναπηδήσει από την κοινή ρίζα και τους νευρώνες του σύμπαντος. Από τότε που ο κόσμος δεν είχε ακόμη ψυγεί και στερεοποιηθεί και γίνει επίπεδος και εύκολα αναγνωρίσιμος. Κόσμος του πανάρχαιου γόνου, με την ύλη του σε αιώνια αναζωογόνηση και εκπύρωση και τη γη σε γεωλογική αναστάτωση και ανάταξη» (16).<br />Διέπεται αδιάκοπα από την ιδέα του θανάτου. Όπως ο Πίνδαρος στους θρήνους του, συγκλονίζεται δια βίου από το γεγονός ότι ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις (17), βιολογικά και ιστορικά: «Τώρα είσαι γυμνός σαν πρωτόπλαστος και το δρεπάνι τ’ ουρανού σου λιγνεύει», («9») και τον βιώνει επίσης άμεσα το 1944: «Σαν σήμερα, τότε… Στις ίδιες αφύλακτες διαβάσεις, Ισαύρων, Τσιμισκή και Βουλγαροκτόνου. Από την κορυφή του Λυκαβηττού αραιωμένες ριπές πολυβόλου. Έλυσε τα δάχτυλα και τρέχοντας πρώτη θερίστηκε στη μέση της λεωφόρου. Κι αυτός όρθιος να ουρλιάζει. Γύρω του οι σφαίρες βροχή, αλλά καμιά δεν γάζωνε τη φωνή του. Με το μπουφάν της στα χέρια του» (18). Αγαπά τη ζωή και τη θεωρεί αγαθή, χωρίς να λησμονεί ποτέ τον θάνατο («Μακρυά απ’ τις όχθες του Ιλισού που πας;», «Το μακροβούτι σου στον Αχέροντα», «Στο βάθος η σκιά μιας γυναίκας καμινάδα (19) [η προαναφερθείσα νεκρή] που ακόμη καπνίζει»). Μυημένος, όπως οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια, εμφανίζεται «ευτυχισμένος», ως «εξερευνητής βυθών», λατρεύοντας τις «κατόψεις», «γιατί κατέχει μια βαθύτατη γνώση γύρω απ’ την αφετηρία της ανθρώπινης ζωής και το τέλος της» (20). Μια μακαριότητα που συνδέεται με τη μύηση και όχι απαραίτητα με την καλοσύνη. Ποια καλοσύνη άλλωστε; «Αλλοιωμένοι πηγαίνομε κάθε πρωί / Βασανιστές και βασανιζόμενοι», «Η άλωση μας έγινε Αενάως θα γίνεται / Σ’ αυτά τα τετράγωνα» («12»), «Ζω σε μια αλλοιωμένη γη» («13»). «Στα νησιά των μακάρων το φως αγκυλώνει σαν συρματόπλεγμα» («8»), «Κι ύστερα ο ορίζοντας συρματόπλεγμα / σαν τους ιστούς μιας αράχνης ακίνητης μες στο φώς» («7»), δεν έχει άλογα και μουσικές όπως στον Πίνδαρο (fr. 114b) και «έξω απ’ το ρεύμα του καιρού» έλκεται προς τα κάτω, «αποκηρυγμένος απ’ όλους σαν έκλειψη στα σαγόνια δύο βράχων / περιμένει ένα θαύμα να ξαναχυθεί μες στους δρόμους ακάθεκτος / σαν ένας βράχος στην αγκαλιά του σεισμού // Μα πίσω του ο εμετός της θάλασσας», ως η ιστορία που δεν σταματά, το πραγματικό που επιθυμώντας το ή μη σε περιέχει: «Δεν έλπιζε να βρει το σπίτι του σε τέτοια παραμόρφωση Δεν αναγνώριζε τα πρόσωπα που αγάπησε καθώς η φωτεινή λωρίδα του ‘δειχνε κάθετα δάχτυλα στα χείλη Ίσως και να ξεχώρισε το βλέμμα τους που καταβρόχθιζε την ύλη του αστυνομικού δελτίου […] Προχώρησε κι αντίκρυσε τα κάδρα του ως την οροφή αλλοιωμένα Είδε το φως ν’ ανάβει πυρκαγιές τη θάλασσα να χύνεται στο πάτωμα δρόμους να γίνονται αδιέξοδα […] Είναι κι αυτή μια παρωδία σκέφτηκε και γύρισε το διακόπτη του ραδιοφώνου Μα η φωτεινή εκπομπή δεν έσβησε σα να ‘παθε εμπλοκή ο καθημερινός του χρόνος Κι έμεινε μόνος μες στις ειδήσεις του Μεσονυκτίου» («5»). Κι αλλού αντίστοιχα: «το σώμα της [ιστορίας] και το σώμα μας ασύμπτωτα μεταξύ τους, σαν δύο ξένα εν ψυχρώ ενεργούμενα» (21).<br />Το ιστορικό συνεπώς διαπλέκεται αδιάκοπα με το οντολογικό, όπως αλλού ή αντίστοιχα το προσωπικό με το συλλογικό. Απ’ την άλλη «Το σώμα των πάντων υποτάσσεται στον παντοδύναμο θάνατο, ζωντανό απομένει το αιώνιο είδωλο. Γιατί μόνο αυτό προέρχεται απ’ τους θεούς. Και κοιμάται ενώ το σώμα ενεργεί» (22) και το οντολογικό έτσι αποπειράται αδιάκοπα να κυριαρχήσει. To είδωλον, η ψυχή «κοιμάται»: «ο σιαμαίος αδερφός σου, είπα στην ύπαρξη, που με τη γέννηση αποκόπηκε απ’ τη μήτρα», ενώ το σώμα λειτουργεί και τεχνουργεί δια βίου στον Δάλλα, κι ενώ «συνεχίζει εκεί κάτω την υπόγεια διαδρομή του», σώζεται και η ανθρώπινη δραστηριότητα, μέσω της τεχνουργικής και της σημασίας της, και υποθέτει υιοθετώντας το ενδεχόμενο της μελλοντικής συνάντησης, την οριστική επανένωση, τη μεταφυσική λύση του δράματος και του αδιεξόδου της εγκόσμιας μας περιπέτειας. Το σώμα δρα, ενώ η ψυχή κοιμάται (23). Έξω βέβαια απ’ την ατμόσφαιρα της γης, πρώτα σκάζουν τα πνευμόνια κι έπειτα η καρδιά και όλα αυτά ενώ βράζουν τα υγρά του σώματος μας. «Σήμερα έρχομαι να αναγγείλω / Πως ο ήλιος εκπέμπει / -Παρακαλώ μην εκπλήττεσθε- / Μες απ’ τον πυρήνα της γης / Ε κ ε ί ανατέλλει και μεσουρανεί / Ο ήλιος ο πραγματικός»/ […] Όταν τον ανεβάζει ο μεταλλωρύχος / Το σώμα του ορμά ορχεοειδές/ Λάμπει μ’ εκτυφλωτική γονιμότητα / Μα πώς να πείσω την τυφλή εποχή/ Την ηλεκτρική εταιρεία τον αναμορφωτή / Πώς να πείσω αυτόν τον μακρόχειρα / Που έχει το θράσος να παρασταίνει / τον κομμωτή των επαναστάσεων;» («41»). Ευτυχισμένος δεν υπήρξε φυσικά εν τέλει ο Σίσυφος (24) και απ’ τη μεταφυσική «αλήθεια» επιστρέφουμε και πάλι στον χρόνο τον ιστορικό, όπου και εκεί «η αλήθεια διάτρητη από νικητές κι από νικημένους μύριζε πτωμαΐνη» (25). Σισύφεια τελικά και η μετάβαση απ’ το οντολογικό στο ιστορικό, δεν έχει τελειωμό. Ποιος ο Σίσυφος και ποια η πέτρα;<br />Έτσι, αδιάκοπα τα παραπάνω συνδυάζονται, προσγειώνονται και στην ιστορική μας συγκυρία. Εν μέρει μάς πλακώνει: «Μέσα σ’ αυτές τις κακουχίες τ’ ανεμόβροχα και τις ριπές φτύνοντας μια-μια τις λέξεις έμεινε λάμποντας ψηλά σαν φέτα φεγγαριού ο πνεύμονας του ποιητή Κι ο κριτικός τον γύρευε με μάτια τηλεσκόπια» («30»). Αξιώνω μια κάποια πρόσληψή. Σας τον φέρνω στην δική μου εκδοχή.<br /><br />Η σμίλη μου δεν βγάζει χρώμα, επιστρέφω στο γλυπτό μου, κάθε φορά πιο δυνατός, πιο σίγουρος. Τα χέρια μου δυναμώνουν. Το βλέμμα μου δεν σταματά στις επιφάνειες. Η προτομή είναι έτοιμη. Στο μυαλό μου έχω τελειώσει και με τα υπόλοιπα. Ωστόσο δεν είναι αρκετή μια ζωή ώστε να κάνω τουλάχιστον ένα μέρος απ’ αυτά που μου συμβαίνουν, που βλέπω ορθωμένα μπρος μου και βουρκώνω. Φυσικά δεν μπορώ να μείνω εδώ. Συνεχίζω. Θα τον συναντήσω. Δεν μπορώ να του πάω μια προτομή. Πρέπει να φύγω προς τα πίσω, ο ίδιος ρέπει εξάλλου προς τη σύνθεση, προς τα εκεί θα κινηθώ και εγώ. Ας δω λοιπόν το σώμα. Κατεβαίνοντας την πέτρα πηγαίνω στα χέρια. Πρέπει να τα τραβήξω, μακριά και μυώδη, να πετάγονται οι φλέβες, να προσθέσω νύχια αιχμηρά αρπαχτικού, έτοιμα από ψηλά στις κατόψεις να ορμήξουν, μα και απ’ το σκάψιμο, μες στις στοές, στα μεταλλεύματα, αλλιώτικα δάχτυλα χαλκέντερου ανθρώπου, γυμνασμένα. Χέρια που έχουν δουλέψει σε στήλες επιτύμβιες, ανθρώπων και καιρών, συγχρόνων και περασμένων, χέρια που καλλιέργησαν εκτάσεις που ενώνουν εποχές, τους φέρνουνε μπροστά μας στις στέρεες εκδοχές τους, συστρέφονται σαν άνθη μες στο φως, είναι τα ίδια φως, χέρια ταγμένου τεχνουργού, αντίστοιχα ενός Χαλεπά, ενός Μπουζιάνη. Χέρια που μεταπλάθουν έναν κόσμο που συμβαίνει, χέρια που τον αλλάζουν και γίνονται μέρος του.<br />Πρέπει να περάσω στη στάση του σώματος. Συνθετική επιμένει να μου φέρνει στο νου το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα. Τα φίδια των καιρών ιστορικά μα και μεταφυσικά, περνούν στους μύες την αγωνία μιας συνείδησης που λάμπει, που καλύπτεται στην διαύγεια της απ’ το εγκόσμιο μυστήριο και γίνεται η ίδια το μέγιστο μυστήριο όλων. Το σώμα γέρνει και η κίνηση προκύπτει από το βάρος, από τον «νόμο που αλυσοδένει τα πλάσματα σε μια ύπαρξη και τα κάνει να υποφέρουν». Σώματα εγκλωβισμένα που αναρωτιούνται, που είναι τα ίδια το αβάσταχτο ερώτημα: «Προς τι αυτή η αιώνια παγίδα που τα κάνει να αγαπούν τη ζωή, η οποία όμως είναι τόσο επώδυνη; (26)». «Σταθείτε μπροστά στον Λαοκόωντα και δείτε τη φύση σε πλήρη εξέγερση και απόγνωση. Ο τελευταίος οξύς πόνος του στραγγαλισμού, η απελπισμένη πάλη, ο σπασμός που ξετρελαίνει, η επενέργεια του διαχεόμενου δηλητηρίου, η βίαιη αναταραχή, η παρεμποδισμένη κυκλοφορία του αίματος, η ασφυκτική πίεση και ο θάνατος από παράλυση» (27). Προχωρώ παρακάτω. Το σώμα δεν πρέπει να θυμίζει τους Αστούς του Καλαί μα τη στάση αυτού που τους υποδέχεται, όχι όμως σ’ έναν τόπο ιστορικό ή πολιτικό, αλλά μεταφυσικό, σμιλευμένο απ’ την κοινή μας φαντασία. Έναν τόπο βαθύ, απροσμέτρητο και άκεντρο, με «γαλάζιες στοές / προτομές από σπάνιους λίθους και κρύσταλλα»(28) κι άλλοτε σιδερίτη και με «γέλια φλωρεντινά κωνσταντινάτα» (29). Ωστόσο, από εκεί επιλέγει τελικά και κατεβαίνει πάλι στον ιστορικό χρόνο. Να γίνει μέρος της γενιάς του, να καταγράψει μια εποχή, την εποχή του: «Μετά ταξίδευε σ’ ένα τούνελ κι εκεί στην άκρη του ένα κομμάτι φεγγάρι / Ήταν ο κλειδούχος με το φανάρι κι η πολιτεία οληνύχτα του ανήκε σαν θέαμα / […] Γύρισε κι είδε τη διχασμένη γενιά του μια ατελείωτη αλυσιδωτή έκρηξη / Και σάλταρε μες στη μέρα σαν το μαμούθ ενός τσίρκου που πήρε φωτιά» («18»). Σαν το μαμούθ, προ-ιστορικός, μέσα στη μέρα, στον καιρό του, σάλταρε, δηλαδή κατέβηκε απ’ το υπερπέραν, ο κλειδούχος που βλέπει τη λύση στο βάθος του τούνελ, με το άνω βλέμμα του, φέρνει τα αστρικά στο ύψος του βλέμματος του και επιλέγει τη γενιά του που ανατινάσσεται αλυσιδωτά εκρηκτική μες στις εκρήξεις της εποχής. Κι έτσι προσθέτει το επόμενο ποίημα: «Τέρμα τα άλλοθι η θέση σου είν’ εκεί με το θύτη / Δεν είσαι το χταπόδι που το ‘δειρε η θάλασσα / Παρά σε ξεραίνει ο ήλιος σ’ αυτά τα πλακόστρωτα / Ένας με τους πολύποδες της Συντροφιάς» («19»). Έτσι νομίζω πως πρέπει να κατανοήσει κανείς και την εναρκτήρια πρόταση της συλλογής: «Καιρός να παραδώσω την κατάθεση μου» («1»). Ένας άνθρωπος που κ α τ ε β α ί ν ε ι (30) στην ιστορία.<br /><br />«Καιρός να παραδώσω την κατάθεση μου: / Όπως όταν ακούγεται από μακρυά βροντή ή πυροβολισμός εφόδου / Και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν ουρά στο ρίγος του μεσημεριού / Άδειασε τότε η πολιτεία κι έμεινε η κεντρική πλατεία με τα δέντρα της δεκατισμένα / Με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα ασπρόρουχα του πανικού / Κι έγινε η νύχτα ποταμός απ’ όπου στης αυγής τα ξέφτια αναδυόμενα / Τα τανκς με βήματα βαρεία τεντώνοντας την προβοσκίδα τους // Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου.»<br /><br />Ακούω ακόμη τον ήχο του σμιλεύματος. Το ποίημα τόσο χωνεμένο. Σφιχτό. Κρυπτικό μα αποκαλύπτεται. Όλες οι λέξεις τόσο φορτισμένες. Η καθεμιά, μόνη της μα και στους συνδυασμούς της αποκτά νέες δυνατότητες: «Κι έγινε η νύχτα ποταμός», «απ’ όπου στης αυγής τα ξέφτια αναδυόμενα», διάβαζε αργά και ορθώνεται το ποίημα, τρισδιάστατο έργο, γλυπτό, κινηματογραφικό, με μουσικές, έργο ζωγραφικής με τόσο βάθος, και το ποτάμι, νύχτα ποταμός, και ο Ηράκλειτος με το αδύνατο της επανάληψης, και η μάνα του Κίτσου που λιθοβολεί τον ποταμό και ο γιος που προτάσσει τη ζωή, μάνα λωλή μάνα τρελή, ποια άρματα…, και ο χρόνος γραμμικός, ανέκκλητος της ύλης ο κατακλυσμός, οριστικός, της φύσης ο χρόνος κυκλικός μα η συνείδηση του προσώπου διαλύεται, στον θάνατο (από βιολογικά, φυσικά ή ιστορικά αίτια), τι σκάνδαλο το τέλος του προσώπου, «τα τανκς με βήματα βαρειά» ορθώνονται, ακούγονται «τεντώνοντας την προβοσκίδα τους / Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου» γιατί όχι και υπο-πόταμος, άλλοι εδώ οι συνειρμοί, άλλου τύπου μαγεία, σταμάτημα αντι-διαλεκτικό και να συντρίβεσαι, να αδειάζει η πολιτεία: «Άδειασε τότε η πολιτεία κι έμεινε η κεντρική πλατεία με τα δέντρα της δεκατισμένα», «ασπρόρουχα του πανικού», με τα εσώρουχα μας δηλαδή να μας πιάνει ανέτοιμους (μέσα στον έρωτα, την υπέρτατη μέση αγωνία, και στη ραστώνη), πως αλλιώς, το ιστορικό το γεγονός, με άσπρο φανελάκι, σε αναλογία κάπως και με το κωμικοτραγικό του πράγματος της επταετούς δηλαδή δικτατορίας με τους δικτατορίσκους της, τέτοιοι δικτάτορες άραγε μας πρέπαν; τι κατάντια, κραυγές, η σημαία πατημένη «με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα», εδώ κάποιος πόνος μα και απόσταση. Το πρόσωπο δεν πλάθεται σε μια τέτοια πολιτεία μα στων «Ιδεών την Πόλη», ενδοκειμενικά, δια-συγγραφικά, εντός της τέχνης, πλάι σε συμβάντα σφιχτά, συγκεκριμένα, πλάι σε πρόσωπα-τεχνουργούς, ανθρώπους ταγμένους, συνεπείς, και όχι πλάι σε ρευστά και ανέτοιμα ετοιμόρροπα προσωπίδια που αποτελούν ομοιόμορφα σύνολα συντονισμένα σε ήχους εξωτερικούς, μη βιωμένους, ασχημάτιστους ουσιαστικά, χυμένες μάζες, μορφές φιδίσιες: «Και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν ουρά στο ρίγος του μεσημεριού», «Όπως όταν ακούγεται από μακριά βροντή ή πυροβολισμός εφόδου».<br />Ακούγεται πάλι ο ήχος του σμιλεύματος. Προσωπικός κι όχι σαν τον πυροβολισμό μιας εφόδου ή μιας μακρινής βροντής. Το χέρι σταθερό. Τα σωθικά όμως του ποιητή τρίζουν. Τα δόντια του αγάλματος επίσης. Τον φαντάζομαι να τρίζει τα δόντια του στον ύπνο, να τον ακούει η οικογένεια και να ξυπνά. Η οικογένεια του εμφανίζεται στην Ανατομία¸ ο γιος του ο Κωνσταντίνος, ο κληρονόμος κλουβιών, κλουβιών όμως με ανοιχτές τις πόρτες: «Πετάγομαι μες απ’ την πάχνη του ύπνου και φωνάζω στο παιδί Φυλάξου Κωσταντίνε μου Εσύ ‘σαι κληρονόμος των κλουβιών μη μας κοιτάς με φρίκη τώρα που ένας ένας ημερέψαμε Να πάρε το ραβδί και φύτεψε το μες στην άνυδρη αγορά μπορεί και να πετάξει ένα κλαδί Μπορεί πριν να σφυρίξει η σφαίρα ν’ ακουστεί μια τελευταία φωνή που δεν εξαγοράζεται/ Μπορεί» («26»). Αυτοί που τάχα ημερέψαν ένας-ένας, που ο καθένας με τον τρόπο του κατόρθωσε σχεδόν το ακατόρθωτο, δηλαδή έδωσαν ραβδιά που γίνονται κλαδιά με φύλλα και δέντρα τελικά, που ριζώσαν καλά στην γενιά του μεσοπολέμου, και αναπτύχθηκαν έτσι περισσότερο (βοηθά και η αρνητική ιστορική συγκυρία), και ήδη σκιάζουν θετικά τις επερχόμενες γενιές, μπολιάζοντας και γονιμοποιώντας τες. Αυτή είναι η πρώτη μετακατοχική γενιά που ονομάζεται στο ποίημα: «Επειδή είμαι ο Γιάννης ο τυφλός οιωνοσκόπος και μου δείχνει ένα παιδί πως στρίβει το κλειδί» (σε αντίθεση με τον γέρο τυφλό Τειρεσία που έχει το κλειδί στην Έρημη χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ (31)), ένα κλειδί από ένα κλουβί που είναι όπως σημειώθηκε ανοιχτό. «Βγαίνει ο Μιχάλης που τζακίστη πρώτος νεύοντας αντισταθείτε με φτερά αλμπατρός». Πρόκειται φυσικά για τον Μιχάλη Κατσαρό (Κατά Σαδδουκαίων). Μετά «Η Ελένη η Νίκη πόσες νίκες σαν αυγά αντιλόπης κι αποκάτω ο Μαξ ονείρων φαροφύλακας», η Ελένη Βακαλό και ο Τάκης Σινόπουλος (Η γνωριμία με τον Μαξ) αντίστοιχα. «Επειδή ‘σαι εσύ ο Μανόλης σ’ εποχή λιμού κι έμεινε ο Μίλτος ματωμένος και κυνηγός», ο Αναγνωστάκης (Η Συνέχεια 3) και ο Σαχτούρης (Παραλογαίς) εδώ, και τέλος: «Επειδή ‘ναι ο Άρης σε διπλά πριονιστήρια επειδή το δάσος δεν απανθρακώθηκε επειδή…», ο Άρης Αλεξάνδρου (Ευθύτης οδών) (32). Περνάνε οι εκλεκτοί ένας ένας από μπροστά μας.<br />Και από δω φτάνω στα υποπετρίδια όνειρα και στον «Δήμο Ονείρων» που επανηχεί ως χώρος διασποράς των συντρόφων, σύμφωνα με σημείωση του ποιητή, (33) στη μεσοπολεμική ποίηση του Σεφέρη. Οι «υποπετρίδιοι όνειροι» εμφανίζονται και ως μεταφορά της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που καταπλακώθηκε απ’ τη γενιά του μεσοπολέμου και από εκεί μπορούμε να πλευρίσουμε το ποίημα «23» με μότο: «Θέ μου πόσα σκιρτήματα / κι η αγκαλιά αδειανή». «Ποια στραταρχική ράβδος / Ποιος αλχημιστής / Μας άγγιξε και μας έκανε μέταλλα / Και να ‘ναι τα αγέννητα στους τροχούς / Με ροδάνθη και πεσμένα φτερά / Τόσες οπλές μες στα έγκατα / Των υποπετριδίων ονείρων;». Μια γενιά που γυρίζει σελίδα και αλλάζει την πορεία της λογοτεχνίας μας, τα κύρια πρόσωπα της οποίας, τα προαναφερθέντα, ο Δάλλας φυσικά, αλλά κι ο Καρούζος, ο Κακναβάτος κι ο Παπαδίτσας συνδυάζουν με νέο τρόπο ιστορικά την αγωνία του προσώπου με την αγωνία της συλλογικής πραγματικότητας, χωρίς να θυσιάζει κανείς φυσικά την ιδιαιτερότητα της οπτικής γωνίας του και της γλώσσας του, μια άνοιξη που πραγματικά ξανασχεδιάστηκε και ανασκευάστηκε: «Να μας έχυνε κάποιος σε νέα καλούπια / Τον μαστιγωτή τον εκμαυλιστή / Τους πολίτες γύψινα αγάλματα / Κι αυτόν εκεί βαλσαμωμένον αδρά / -ο σιδηρούς κομισσάριος!- / Τι φωνασκεί ο ορθόδοξος / Για ποια μοιχαλίδα ζωή / Ποια ποίηση της ήττας ορύεται / Δεν βλέπει που ανασκευάζεται η άνοιξη / Κι απ’ τις παρόδους και τα λαϊκά σινεμά / Με τεράστιους λωτούς ιθυφαλλικοί / Χύνονται στα χυτήρια της ασφάλτου / Ακόμη ορυκτοί με τις μορφές τους ρευστές / καινούργιοι διαμαρτυρόμενοι;».<br />Τελειώνω πλέον το σώμα του γλυπτού μου, το σύμπλεγμα και κάποιες νύξεις συσχετισμών με άλλα πρόσωπα, που απαιτούν ξεχωριστές συγκριτικές μελέτες. Επανέρχομαι στις τελικές αναλογίες του σώματος. Τις κοιτώ. Οι ισορροπίες των γραμμών, που συναντώνονται και απομακρύνονται, ο ρυθμός, οι ψυχικές διαθέσεις, η κίνηση, όλα στη θέση τους παλλόμενα. Τολμώ μέσα στην τρέλα μου και φεύγω απ’ το σύμπλεγμα και αρχίζω να δουλεύω τον γύρω χώρο, κινούμαι προς μια εγκατάσταση τρισδιάστατη στο σύνολο της, θα κάνω το προσχέδιο, σαν άλλη Πύλη της Κολάσεως, στα 6 μέτρα, 6Χ6, νομίζω για την ώρα θα αρκέσουν. Εκεί θα σταματήσω. Από τη μια μεριά στην άλλη, πλέκω ιστούς αράχνης λεπτούς, σε μια τρομακτική ακινησία, σε συνδυασμούς περιπλεγμένους να σφυρίζουν αδιάκοπα μουσικά καθώς περνά ο αγέρας, σε αυξομείωση: «Γύρευα πόρτες / Ποια πόρτα; / Όλες δικές μου κι άξαφνα ανάρπαστες / Κι απ’ τις παρόδους ν’ ακούγεται η διαδήλωση / Κι εγώ παραπαίοντας με τους συντρόφους τυφλούς / Στενεύοντας τα βήματα μας σε λίγα τετραγωνικά» («7»), και από την άλλη ενώ «έξω γυναίκες μελαγχολικές σαν άλογα της κούρσας / Κλείσε τις γρίλιες γιατί πέφτει ομίχλη σιγανή σα δίχτυ» («11»), εμφανίζω συμπυκνώνοντας μια κοσμική διαδρομή τεθλασμένη, τοπία ιστορικά, κυρίως ορεινά και μεταφυσικά που επιμηκύνονται, καταλήγοντας σε παράλληλες γραμμές, στο ενδιάμεσο που και που «πόρτες μισοφαγωμένες», που τεντώνουν και ετοιμάζονται να σπάσουν, καθώς περνά η ζωή μας μπροστά σαν από παράθυρο κινούμενου οχήματος, πριν από τη συνάντηση ο μορφασμός, η τελική αναπνοή καθώς πλησιάζει ο σιαμαίος αδερφός και επανενώνονται. Ασφυκτική ακινησία, χωρίς αέρα. Μόνο πέτρα. Λευκη.<br /><br />Με ιστορικο-μεταφυσική διάθεση τώρα διαβάζω: «Όταν ξυπνήσαμε ούρλιαζε από παντού η φωνή: Μιλήστε πιο σιγά Προχωρείτε στα νύχια σας Ξυστά κάτω απ’ τους τοίχους και τις μακρινές αφίσες Εκεί που δείχνει ο δείχτης σε σταθμούς και γήπεδα μεταγωγής Αρχίζει η προγραφή Να μην αναληφθεί κανείς Στα πόδια τ’ όνομα σας Αποθέσατε Τα ρούχα θα τα βρείτε απέναντι στην άλλη ακτή». («4»). Απέναντι κείτονται «οι καταποντισμένοι αρχηγοί», θρησκευτικοί, πολιτικοί, άνθρωποι που ξεχώρισαν με τον ένα ή άλλο τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο και έβρισκαν παρηγοριά στην εγκόσμια δόξα, ποδοπατημένοι από τυφλά συντάγματα, μες στις οπλές, γύψινα εκμαγεία, γύψινοι άνθρωποι, σαν το έργο του Δάλλα και το έργο μου, του το πήγα, δεν είναι από γύψο φωνάζω, σαν κάθε ανθρώπινο έργο που ως παιδί του χρόνου, είναι καταδικασμένο στην φθορά και στον αμετάκλητο οριστικό χαμό, σαν ποτέ τελικά να μην υπήρξε. Γύψινε κόσμε. Ραντεβού στα άστρα. Κι αυτά διαλύονται. Έ και τι? Αυτά έχουμε. Αυτά τραγουδάμε.<br /><br />Κι όλα αυτά με μια τεχνική δεινότητα και αρτιότητα αντίστοιχη της μουσικής, ω! τι «μετρήματα», επικο-σπαρακτικά, του αντιχορικού του, του 2ου ποιήματος της Ανατομίας.<br /><br />Τώρα τα τόξα<br />Διάτρητα<br />Απ’ άλλα τόξα<br />Κι όμως παλίνδρομα<br />Και Κανιβαλικά<br /><br />Τώρα παλλόμενα<br />Μες στη φαρέτρα<br />Ή και σφυρίζοντας<br />Απ’ τους εξώστες<br />Διασταυρούμενα<br />Σ’ όλες τις πόρτες<br />Τα βέλη αόρατα<br />Βροχή τα βέλη<br /><br />Όπως τοξότης<br />Θερίζοντας<br />Άλλον τοξότη<br />Βέλη σκοπεύοντας<br />Τον σκοπευτή τους<br />Ο συνωμότης<br />Τον εξωμότη<br /><br />Δυό δυό σφαδάζοντας<br />Μες στις παρόδους<br />Ή κι αλαλάζοντας<br />Προς τις εξόδους<br />Οι διπλοπρόσωποι<br />Τυφλοί τοξότες.<br /><br />__________<br /><br />1 Γιάννης Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σ.89. Αντιγράφω: «Ένας Απρίλης τριπλός, θα έλεγα, της Έρημης χώρας του Τ. Σ. Έλιοτ, της Απριλιανής δικτατορίας της Ελλάδος (ως βλάβη μονιμότερων συμπλεγμάτων) και της άνοιξης που παύει σε λίγο να σε περιέχει.»<br />2 Ο.π. σ. 9.<br />3 Γιάννης Δάλλας, Απ’ τα Κατάλοιπα της Εξαγοράς. 1965.<br />4 Ο.π. σ. 90.<br />5 Όπου εμφανίζεται ποίημα με τίτλο αριθμό, πρόκειται για ποίημα απ’ τη συλλογή Ανατομία. Η αρίθμηση είναι της πρώτης έκδοσης, εκδ. Κείμενα του 1971.<br />6 J.W.Goethe, «Παρατηρήσεις για τον Λαοκοώντα», Περί τέχνης, μτφρ. Β. Τομανάς, εκδ. Printa, β’ εκδ., 2001, σ. 134. Ο Β. Τομανάς μεταφράζει «διαιρέσω» αντί του «διασπάσω» που χρησιμοποιώ εγώ.<br />7 Πίνδαρος, Πύθ. Ι 41-42.<br />8 Γιάννης Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σσ. 78-79.<br />9 Ο.π. σ. 69.<br />10 Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, Ο ελληνικός αθλητισμός. Ο αθλητισμός ως βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, εκδ. Δημ. Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, β’ εκδ, 2003, σ. 115.<br />11 Εουτζένιο Μοντάλε, «Αρχαία θάλασσα, μεθυσμένος είμαι από τη φωνή…», από την ενότητα «Μεσόγειος», Ανθολογία Ιταλικής ποίησης, μτφρ. Σ. Παστάκας, Γ.Η. Παππάς, εκδ. Οδός Πανός, 2011, σ. 63.<br />12 Γιάννης Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σ. 86.<br />13 Ποίημα επίσης του Ε. Μοντάλε, αλλά και έμμεση αναφορά στις δύο πρώτες συλλογές του Ο. Ελύτη, (Προσανατολισμοί και Ήλιος ο Πρώτος).<br />14 Ε. Μοντάλε, «Σπίτι στην θάλασσα», μτφρ. δική μου με αρκετά στοιχεία απ’ τη μτφρ. Δ. Νικολαρεϊζη.<br />15 Γιάννης Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σσ. 9-10.<br />16 Ο.π. σσ. 82-83.<br />17 Η φονική Χάρυβδη είναι το τελευταίο τέρμα όλων των πραγμάτων (fr. 17). Πρβλ. και Horat. Carm,I 28, 15 sed omnis una manet nox [όλους μας περιμένει η ίδια νύχτα].<br />18 Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ. 11.<br />19 Απ’ την Υψικάμινο του υπερρεαλισμού του Εμπειρίκου (μεσοπόλεμος) εδώ περνάμε στην καμινάδα της νεκρής που αδιάκοπα καπνίζει (1η μετακατοχική γενιά), «σφυρίζοντας» φυσικά «χρεωκοπημένα συνθήματα», μετά το τέλος της αφέλειας «πήγαινε προς τ’ ακραία νησιά» («8»).<br />20 Ο Κλήμης απ’ την Αλεξάνδρεια μάς πληροφορεί ότι ο Πίνδαρος λέει τα παραπάνω. Βλ. Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, Ο ελληνικός αθλητισμός. Ο αθλητισμός ως βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, εκδ. Δημ. Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, β’ εκδ, 2003, σ. 158.<br />21 Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ. 14.<br />22 Πίνδαρος, fr. 116.<br />23 Στον Πίνδαρο έτσι το σώμα –κι όχι η ψυχή- είναι υπεύθυνο για τα έργα εκείνα με τα οποία ο άνθρωπος κερδίζει τη δόξα και την εύνοια των θεών. Βλ. Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, Ο ελληνικός αθλητισμός. Ο αθλητισμός ως βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, εκδ. Δημ. Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, β’ εκδ, 2003, σ. 160.<br />24 «Πως μπορείς να φανταστείς πως υπήρξε ευτυχισμένος εν τέλει ο Σίσυφος;» Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ. 14.<br />25 Ο.π., σ. 22.<br />26 Auguste Rodin, Η τέχνη, επιμ. Α. Τσικουδής, μτφρ. A. Karolczak, Γ. Αραμπατζής, εκδ. Printa, β’ εκδ., 2006, σ. 182.<br />27 J.W.Goethe, Περί τέχνης,μτφρ. Β. Τομανάς, εκδ. Printa, β’ εκδ., 2001, σ. 86.<br />28 Γιάννης Δάλλας, «Τ’ αστέρια», Αποθέτης, εκδ. Γαβριηλίδης, β’ εκδ. 2005, σ. 17.<br />29 Ο.π., «Φιόρη, 34», σ. 54.<br />30 Ενδεχομένως και κατά το «Κατέβηκα χθες στον Πειραιά με τον Γλαύκωνα, τον γιό του Αρίστωνα» του Πλάτωνα, Πολιτεία, Βιβλίο Ι.<br />31 Πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση επίσης μεταξύ της γενιάς του Γ. Δάλλα και του Γ. Σεφέρη (της πρώτης δηλαδή μετακατοχικής γενιάς και της γενιάς του μεσοπολέμου), όπου ο Τειρεσίας θα μπορούσε να ιδωθεί ως ο γερασμένος δυτικός-ευρωπαϊκός πολιτισμός. Καταπληκτική στιγμή που συνοψίζει νομίζω την διαφορετική στάση των δύο γενεών σε μια εποχή μεταιχμιακή που καθορίζει και συνοψίζει τις δυνατές στάσεις όσων έπονται απέναντι στον ιστορικό τουλάχιστον χρόνο. Σ’ αυτό το κλίμα εντάσσεται και ο στίχος: «Ποια ποίηση της ήττας ορύεται» και ολόκληρο το ποίημα «23», απ’ την έκδοση των Κειμένων του 1971.<br />32 Οι φράσεις-σήματα: «αντισταθείτε», «ο Μαξ ονείρων φαροφύλακας», «εποχή λιμού», «ματωμένος και κυνηγός» και «διπλά πριονιστήρια», συναντώνται στις συλλογές που αναφέρονται εντός των παρενθέσεων.<br />33 Στη συγκεντρωτική έκδοση της Νεφέλης του 1990.<br />______________<br /><br />Το παρόν αποτελεί μέρος μιας σειράς δοκιμίων που αφορούν την ποιητική του Γιάννη Δάλλα. Για την ώρα έχουν δημοσιευτεί τα ακόλουθα:<br /><br />«Το μισοφαγωμένο πρόσωπο της Θεότητας. Από την σήψη ως κυβερνήτη του στερεώματος στο πλάσιμο εγκόσμιων οραμάτων. Οι Εφτά Πληγές (1950) του Γιάννη Δάλλα», περ. Εμβόλιμον, τχ. 63-64, Χειμώνας-Άνοιξη 2012.<br /><br />«Απ’ τη δαιμονοπληξία στην πανοραμική αίσθηση των ανθρωπίνων κι απ’ την ιστορία στην μυθο-ποιητική. Η Απόπειρα Μυθολογίας (1952) του Γιάννη Δάλλα», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 46, Ιανουάριος-Απρίλιος 2011.<br />«Ο Ανέκκλητος κατακλυσμός της Ύλης. Απ’ τα Κατάλοιπα της Εξαγοράς (1965) στις Πόρτες Εξόδου (1962) του Γιάννη Δάλλα», περ. Poeticanet, τχ. 15, 2011.<br />«Από την απογείωση στη γείωση στον Αποθέτη (1993) του Γιάννη Δάλλα, περ. Πόρφυρας, τχ. 140, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011.<br />«Η χωρική συσπείρωση του χρόνου: Απ’ τα «Ακραία» (Στοιχεία Ταυτότητας, 1999) στην «Κατάβαση» (Γεννήτριες, 2004) του Γιάννη Δάλλα. Μετάληψη, περ. Πόρφυρας, τχ. 140, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011.<br /><br /><br /><br /><br /><br /></div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-39492485119855804452012-01-27T13:21:00.001+02:002012-01-27T13:23:43.709+02:00«Η Ελλάδα είναι μια πληγή, την οποία και κουβαλάς» Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μιλά στον Θανάση Τριαρίδη<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgeMpZ-EZheCU1MzBh1l4kbRipfhGElCgTROl-NgBFc0sKYzZz6GVfjQRCk0QKTdQ6qs6VKDhJJhF2Sjy4ZIVHpyJkRnzoF9SknEEDJv9S9QtJmvHtw41B3NjBDfnIOIFeboRMkHAePnEnN/s1600/422232_347663938592054_100000453538829_1230861_17726434_n.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 213px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgeMpZ-EZheCU1MzBh1l4kbRipfhGElCgTROl-NgBFc0sKYzZz6GVfjQRCk0QKTdQ6qs6VKDhJJhF2Sjy4ZIVHpyJkRnzoF9SknEEDJv9S9QtJmvHtw41B3NjBDfnIOIFeboRMkHAePnEnN/s320/422232_347663938592054_100000453538829_1230861_17726434_n.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5702270924499836050" border="0" /></a><br /><p style="text-align: justify;"><strong>Για μένα που μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80 ο Αγγελόπουλος ήταν εξ αρχής πρόσωπο μυθικό – κάτι σαν καθοδήγηση εξ αποστάσεως περί των ορίων της μεγάλης ουτοπίας ή της μεγάλης τραγωδίας (ο καθένας διάλεγε ό,τι τον βόλευε) που σημάδεψε τον αιώνα. Στο εφηβικό μου δωμάτιο είχα το σενάριο του Μεγαλέξανδρου πλάι στα ποιήματα του Σεφέρη και στο Κιβώτιο του Αλεξάνδρου: ο χρόνος ανήκει στους φιλοσόφους κι η γη σε αυτούς που την δουλεύουν – κι από την άλλη: ξύπνησα με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια. Τα Κύθηρα έβαλαν για πρώτη φορά στη γενιά όσων γεννήθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας το παλιό ερώτημα του Μαρλώ στους παλιούς συντρόφους: «τι θα γίνει με τον θάνατο;» Στον Μελισσοκόμο πήραμε πληρωμένη απάντηση: θάνατος από τα μελίσσια και το χέρι που ψυχορραγεί χτυπάει στο χώμα το παλιό μορς της φυλακής. Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι. Αυτό - είμαστε στην θάλασσα και θα συνεχίσουμε να είμαστε. </strong></p><p style="text-align: justify;"> </p><p style="text-align: justify;"> Τα μεγέθη της τέχνης σε ξεγελούν όταν τα βλέπεις από κοντά, μήτε ο όγκος τους, μήτε ο έπαινος της κριτικής, μήτε η (ενδεχομένως και καθολική) αποδοχή του δήμου δεν θα τα κυρώσουν μέσα στο χρόνο μα κάτι άλλο, ευτυχώς απροσδιόριστο, μηδέποτε ελεγχόμενο, διαρκώς ζητούμενο. Τα παραδείγματα αφθονούν: ο Μπαχ, ο Βερμέερ, ο Ρεμπό, ο Λοτρεαμόν, ο Βαν Γκογκ και δεκάδες άλλοι που σήμερα κυριαρχούν στην σκέψη μας και στην καρδιά μας, πέθαναν άγνωστοι ή λησμονημένοι. Ο Μποτιτσέλι έκαιγε τους πίνακές του στις φωτιές του Σαβοναρόλα. Ο Γκρέκο για τους συγκαιρινούς του ήταν ή τρελός ή γκαβός – ή και τα δύο. Το adaggio του Αλμπινιόνι έμεινε σε ένα τετράδιο για τριακόσια χρόνια – κι όμως: κάποτε έρχεται η ώρα που το άγριο σήμα ξεπερνά την άγρια νύχτα.</p><p style="text-align: justify;"> Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον Αγγελόπουλο ενώ το έργο του βρίσκεται εν εξελίξει, τιμιότερο και σαφώς λιγότερο επικίνδυνο είναι να καταγράψει προσωπικές αντιδράσεις, σημεία επαφής ή και τριβής, σύνορα μνημών ή σύνορα ελπίδων ή σύνορα φόβων. Δεν ξέρω αν ο Αγγελόπουλος είναι στους δέκα μεγαλύτερους ζώντες σκηνοθέτες του κόσμου, όπως λένε σχεδόν όλοι οι υπέρμαχοι των λιστών – δεν έχω δει τόσο σινεμά για να μπορώ να αποφασίσω κάτι τέτοιο. Τι ξέρω: εικόνες που τις κρατάς σαν νοσταλγία στις σακούλες των ματιών σου. Τις βάρκες με τις κόκκινες σημαίες στη λίμνη των Κυνηγών. Τον γάμο στο ποτάμι του Μετέωρου Βήματος. Τον ποταμό Αχέροντα στο Σαράγεβο. Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ.</p><p style="text-align: justify;"> Μετάγγιση ονείρων που αιμορραγούν το έχω ξανανιώσει με τέτοια ένταση στον Ταρκόφσκι: ας πούμε - με τον Γκόρτσακοφ της Νοσταλγίας να περπατά στη θερμοπηγή με το κερί αναμμένο. Το έχω νιώσει στον Παρατζάνοφ, στον Κιζλόφσκι, στις Άγριες Φράουλες του Μπέργκμαν. Κι αργότερα στο Δαμάζοντας τα κύματα του Τρίερς. Όμως ο Αγγελόπουλος είναι δικός μου: είναι η πρωινή παγωνιά των παππούδων μου, αρχαίες βαλκανικές ομίχλες σε σύγχρονες βαλκανικές τραγωδίες, είναι τα ξεχασμένα πτώματα στα παγωμένα δάση, οι λησμονημένες πληγές, είναι οι τσιγγάνοι μου και οι μετανάστες μου. Ο Κατράκης στα Κύθηρα πεθαίνει στη θάλασσά μου, στο δικό μου λιμάνι, στο δικό μου όνειρο. Ξημερώνει.</p><p style="text-align: justify;"> Υπάρχουν δυο αντικειμενικοί λόγοι για να πιστέψεις στον Αγγελόπουλο – εννοώ δυο λόγοι πέρα από αισθητικές προτιμήσεις. Ο πρώτος: δεν πούλησε τα όνειρά του – κι από τον Θίασο και μετά το μπορούσε. Σε πείσμα όσων τον ειρωνεύονταν ή τον λογάριασαν για γέννημα μιας ελιτίστικης στάσης, εκείνος έμεινε στη ρημαγμένη γη των Βαλκανίων αγοράζοντας στίχους, θάμπος, μνήμες αίματος και αδικαίωτης αγάπης. Έβαλε τους ξένους πρωταγωνιστές του να περπατήσουν στα ελληνικά του αινίγματα. Έβαλε τους ξένους χρηματοδότες να ποντάρουν στα ερμητικά του όνειρα. Έβαλε την παγκόσμια κριτική να ξαναμετρήσει την αντοχή της μπροστά στην ανάγκη του ανθρώπου να γίνει ούτις. Ήρθαμε από την Ιωνία, από τη θάλασσα.</p><p style="text-align: justify;">Ο δεύτερος λόγος: τουλάχιστον από το 1984 ο Αγγελόπουλος μίλησε για εκείνους που θα ζήσουν κουβαλώντας πάνω τους τα σύνορά τους – για αυτούς που θα έρθουν στη Δύση ξεριζωμένοι, πεινασμένοι κι εξόριστοι έχοντας για πατρίδα την απελπισία τους. Ο γέροντας Σπύρος των Κυθήρων πρέπει να πεθάνει στο πουθενά. Εγώ είμαι. Έρχεται ο αιώνας των μεταναστών – και ο αιώνας των σταυροφόρων της κλειστής κοινωνίας. Ο Αγγελόπουλος διάλεξε πρώτος με ποιους θα είναι. Πόσα σύνορα θα περάσουμε για να πάμε σπίτι μας; Αν κάνω ένα βήμα, θα είμαι αλλού.</p><p style="text-align: justify;"> Η σιωπή της Ιστορίας – για πολλούς, η σιωπή του Θεού. Μερικές φορές πρέπει να σωπαίνει κανείς για να ακούει την μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής. Επί της ουσίας μία και μόνη ταινία που ξεκίνησε από έναν αρχαίο φόνο στην Τυμφαία της Ηπείρου και συνεχίζεται. Ο ίδιος φόνος ξανά και ξανά μέχρι το τέλος. Το όνειρο της επανάστασης, κι ο θάνατος που γίνεται - κι όσοι τον σκέφτηκαν ήταν κάτι σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά της εποχής των σταυροφόρων ή της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας. Μέγιστο ζητούμενο η παραφορά των ανθρώπων – η παράφορη νοσταλγία. Αίμα γύρω από το μαρμάρινο κεφάλι. Η μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής.</p><p style="text-align: justify;"> Έτυχε να συναντηθώ με τον Αγγελόπουλο από μια συγκυρία: τον Νοέμβριο του 1998 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για να προβάλει στο Φεστιβάλ την Αιωνιότητα, μόλις βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Ο Κώστας Εφραιμίδης έκανε τότε την σειρά ντοκυμαντέρ το Τρίτο Μάτι που προβάλλονταν στην ΕΤ3 καθώς είχε σκηνές από τα γυρίσματα της ταινίας θέλησε του ζήτησε δυο λόγια για να τα δέσει στο ντοκυμαντέρ. Ο Αγγελόπουλος του είπε πως θα είχε χρόνο για δέκα λεπτά το απόγευμα της ίδιας μέρας, ίσα για μία ή δυο απαντήσεις - αμέσως μετά έπρεπε να γίνει η πρόβα της προβολής. Ο Κώστας που ήξερε την αγάπη μου για τις ταινίες του μου ζήτησε να του κάνω εγώ εκείνες τις μία ή δύο ερωτήσεις. Ήμουνα έξω, με βρήκε τυχαία στο κινητό, έφτασα στον τόπο του ραντεβού εντελώς απροετοίμαστος – και φυσικά δεν είχα δει την Αιωνιότητα η οποία θα προβαλλόταν το ίδιο βράδυ. Μιλήσαμε για μία ώρα κάθε τόσο τον ρωτούσα αν έχει κουραστεί κι αυτός απαντούσε «όχι, συνεχίζουμε». Προφανώς είχε καταλάβει το άγχος μου και μου έδινε θάρρος. Δεν ξέρω τι έγινε με την πρόβα προβολής – ντράπηκα να ρωτήσω.</p><p style="text-align: justify;"> Το συγκεκριμένο επεισόδιο του Τρίτου Ματιού δεν έγινε ποτέ, ο Κώστας (Εφραιμίδης) είχε στα χέρια του πολύ περισσότερο υλικό από ένα σαρανταπεντάλεπτο ντοκυμαντέρ και δεν θέλησε να το περικόψει, πιστεύοντας πως θα πετύχει την έγκριση ενός δίωρου αφιερώματος στον Αγγελόπουλο. Η πρότασή του προς την ΕΤ3 δεν ευοδώθηκε. Από εκείνη την συνάντηση έμεινε το αρχινισμένο σχέδιο σαν αβέβαιη υπόσχεση - και δυο σαρανταπεντάρες κασέτες beta στο συρτάρι.</p><p style="text-align: justify;">Από τότε πέρασαν πέντε χρόνια: ο Αγγελόπουλος τελειώνει το Λιβάδι που δακρύζει. Οι Αμερικάνοι συνεχίζουν να βομβαρδίζουν, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να δικαιολογούν, όλο και περισσότεροι πεινασμένοι έρχονται ικέτες στην Δύση. Διαβάζω το απομαγνητοφωνημένο κείμενο εκείνου το Νοεμβρίου του 1998: Το σινεμά είναι μια ιστορία που σε συγκινεί στο δέρμα. Προσοχή στις λέξεις: στο δέρμα. Μετά σκέφτομαι τη μορφή του Μαστρογιάνι στο Μετέωρο Βήμα: περάσαμε τα σύνορα κι είμαστε ακόμη εδώ. Ναι, το άγριο σήμα ξεπερνά την άγρια νύχτα. Θ.Τ. - Σεπτέμβριος 2003</p><p style="text-align: justify;"> </p><p style="text-align: justify;"><em>"Ερ. Εδώ και χρόνια διαβάζω συνέχεια, και μετά τη βράβευσή σας στις Κάννες ακόμη περισσότερο, χαρακτηρισμούς όπως «ο μεγαλύτερος ζων ποιητής του σινεμά», «ο ποιητής του κινηματογράφου» κ.λ.π. Έτυχε να διαβάσω τα τυπωμένα σενάρια του Θίασου και του Μεγαλέξανδρου προτού δω τις ταινίες και μπορώ να πω πως ο τίτλος του ποιητή μάλλον σας περιορίζει. Στις ταινίες σας πέρα από τον Λόγο, που είναι το παράγωγο της ποίησης, υπάρχουν προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες, δηλαδή μυθοπλασίες.</em></p><p style="text-align: justify;">Απ. Κάποτε ο Παζολίνι έκανε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στον κινηματογράφο πρόζας και στον κινηματογράφο ποίησης. Πιστεύω ότι είναι αυθαίρετος διαχωρισμός. Υπάρχει πάρα πολλή ποίηση στον Τζόις ως πρόζα και επίσης πάρα πολλή ποίηση στο Σεφέρη. Διαβάζοντας τον έναν και τον άλλον αναγνωρίζεις πεζογραφία μερικές φορές στον έναν και ποίηση στον άλλον και ταυτόχρονα ποίηση και πεζογραφία και στον έναν και στον άλλον. Κάποτε όταν άρχισα να γράφω νόμιζα ότι έγραφα πεζό. Τελικά, όταν δημοσιεύτηκε, όλοι μου λέγανε ότι ήτανε ποίηση. Δεν ξέρω, κυκλοφορώ ανάμεσα στην ποίηση και στην πρόζα μ’ έναν τρόπο που δεν ξέρω πού αρχίζει το καθένα και πού τελειώνει. Απ’ την άλλη πλευρά, το σινεμά είναι ανοιχτό και δεν μπαίνει σε διαχωρισμούς. Για μένα το σινεμά είναι μια ιστορία που σε συγκινεί με όλους τους όρους, στο μυαλό, στην καρδιά, στο δέρμα, ή όχι. Από κει και πέρα δεν ξέρω αν έχουν σημασία οι διαχωρισμοί. Έχουν περισσότερη σημασία για τους θεωρητικούς.</p><p style="text-align: justify;"><em>Ερ. Στην Αιωνιότητα ένας ποιητής πεθαίνει, αυτός δεν είναι ο άξονας της ταινίας σας;</em></p><p style="text-align: justify;">Απ. Η Αιωνιότητα είναι μια ταινία αισθήσεων και αισθημάτων. Αν θέλαμε να δώσουμε με δύο λόγια ένα πολύ μικρό διάγραμμα, θα λέγαμε ότι είναι μια μέρα απ’ τη ζωή ενός ανθρώπου στο παρόν και μια μέρα στο παρελθόν, όπου η πρώτη μέρα, η μέρα στο τώρα, είναι η τελευταία του μέρα. Την επομένη μπαίνει σε κάποιο νοσοκομείο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Είναι λοιπόν σε μια κρίσιμη και οριακή του στιγμή, μία σχεδόν αναδίπλωση της ζωής του. Παρόν και παρελθόν συμπλέκονται. Μια ευτυχισμένη μέρα στο παρελθόν, μια δύσκολη μέρα στο σήμερα, μια συνάντηση μ’ ένα παιδί των φαναριών σε κάποιο δρόμο της Θεσσαλονίκης, όπου το παιδί λειτουργεί σαν καταλύτης και σαν πρόταση ζωής.</p><p style="text-align: justify;"><em>Ερ. Ένα παιδί των φαναριών: Στις ταινίες σας, από Το ταξίδι στα Κύθηρα και μετά, κυρίως στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, αλλά και σ’ όλες τις άλλες, είτε πρωταγωνιστούν είτε συναντιούνται με τους πρωταγωνιστές άνθρωποι ξεριζωμένοι, χωρίς πατρίδα, άνθρωποι που κουβαλούν πάνω τους τα σύνορά τους...</em></p><p style="text-align: justify;">Απ. Εξόριστοι...</p><p style="text-align: justify;"><em>Ερ. Πρόσφυγες…</em></p><p style="text-align: justify;">Απ. Ναι, πρόσφυγες.</p><p style="text-align: justify;"><em>Ερ. Ειδικά στο Μετέωρο βήμα του πελαργού αυτή η θέση καταγράφηκε, και σήμερα πια μπορούμε να το πούμε, ως ιδιαίτερα προφητική. Η δεκαετία που ακολούθησε ήταν η αρχή της μεγάλης μετανάστευσης των πεινασμένων του νότου και της ανατολής προς τη δύση. Πιστεύετε στη συνάντηση των δύο κόσμων ή αλλιώς στη συνάντηση ενός ετοιμοθάνατου δυτικού κι ενός δεκάχρονου παιδιού που έρχεται από τον κόσμο των πεινασμένων;</em></p><p style="text-align: justify;">Απ. Ναι, πιστεύω σε αυτή τη συνάντηση. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κάνω τον ήρωά μου να περάσει την τελευταία του μέρα με κάποιο γνωστό. Ήθελα να έρθει κάπου απ’ το άγνωστο και ίσως κάποιο παιδί μεταξύ μακρινού και μη μακρινού χώρου, όμως άγνωστου χώρου, χωρίς όνομα, σ’ ένα πρώτο επίπεδο πραγματικά και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο σχεδόν συμβολικά. Το παιδί μπαίνει ξαφνικά ως έκπληξη. Εισβάλλει θα έλεγα μ’ έναν ορισμένο τρόπο και η αθωότητά του επιβάλλει την παρουσία του. Άρα είναι κατά κάποιον τρόπο μια επιστροφή στα δικά του, γιατί η ταινία αρχίζει με κάποια παιδιά. Με κάποια πολύ μακρινή επιστροφή στην παιδική του ηλικία.</p><p style="text-align: justify;"><em>Ερ. Για να το γενικεύσουμε λίγο: Ζούμε το τέλος ενός αιώνα, όπου είχαμε αρκετές πρακτικές εφαρμογές του οράματος της αριστεράς, δηλαδή του οράματος για έναν κόσμο ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης. Οι εφαρμογές αυτές απέτυχαν, κατέληξαν σε απάνθρωπες τυραννίες, κατέρρευσαν. Πολλοί θριαμβολογούν γι’ αυτό, κηρύσσουν το τέλος της ιστορίας. Έχω την αίσθηση ότι εσείς με τις ταινίες σας βρίσκεστε στον αντίποδα τούτης της θέσης. Πως εμμένεται στο όραμα και στην ανάγνωση της Ιστορίας διά του οράματος.</em></p><p style="text-align: justify;">Απ. Κοιτάξτε, ένα απ’ τα πράγματα που χάθηκαν είναι η πίστη στον άνθρωπο: Μαζί με όλα τα άλλα που χάθηκαν, χάθηκε και η πίστη στον άνθρωπο. Εγώ επαναπροτείνω έναν παλιό αλλά πάντα νέο ουμανισμό. Αυτή είναι η πρότασή μου..."</p>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-54107103467230166402011-12-12T19:43:00.006+02:002012-01-06T02:42:20.333+02:00Γιάννης Δάλλας, "Ο Ανέκκλητος κατακλυσμός της Ύλης. Οι Πόρτες Εξόδου (1962) του Γιάννη Δάλλα. (Γράφει ο Πέτρος Γκολίτσης)Αναδημοσίευση απ' το Poeticanet, τχ. 15, 2011<br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhCCaAAQsrzkOpv3lZMYsBiea-3X0dI7QYJWjuP3B1Vk-WgQc3jfBJAyjtRJvYjtWJj86TYk06SYHnaVhxsMMvQqgQ3JEHfAlzgq1n-kRJFa0xoDYXQRiCXJKRKBQru95FlJfkfPgHfA3bB/s1600/%25CE%2594%25CE%2591%25CE%259B%25CE%259B%25CE%2591%25CE%25A3+%25CE%2593%25CE%2599%25CE%2591%25CE%259D%25CE%259D%25CE%2597%25CE%25A3+4.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 224px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhCCaAAQsrzkOpv3lZMYsBiea-3X0dI7QYJWjuP3B1Vk-WgQc3jfBJAyjtRJvYjtWJj86TYk06SYHnaVhxsMMvQqgQ3JEHfAlzgq1n-kRJFa0xoDYXQRiCXJKRKBQru95FlJfkfPgHfA3bB/s320/%25CE%2594%25CE%2591%25CE%259B%25CE%259B%25CE%2591%25CE%25A3+%25CE%2593%25CE%2599%25CE%2591%25CE%259D%25CE%259D%25CE%2597%25CE%25A3+4.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5685300114047121410" border="0" /></a><br /><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Μακριά από μένα οι μηχανισμοί τεχνητού φωτός, οι προβολείς ανθρώπων ξένων και οι χειρολαβές χειρισμού τους, οι δοσμένες ιδέες και οι προειλημμένες αποφάσεις. Δεν θα χύσω τα υγρά απ’ τα καλούπια μου σε μια ποιητική που ορθώνεται μπροστά μου μες στη μοναδικότητα της. Νέα «καλούπια» απαιτούνται, νέες οσμώσεις, μια διαρκής πάλη με το πραγματικό στην αέναη μεταμόρφωση του. Ρευστό, γλιστράει. Πρέπει να βρω νέες λαβές, να αυτοσχεδιάσω.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Στέκομαι εξαντλημένος σε μια γωνία. Κυκλοθυμικός, θλιμμένος βιώνω, κάτω απ’ τη χαρά της συνάντησης (του προσώπου, του έργου) το γεγονός του θανάτου που κουνάει σαν κήτος τη ράχη του. Κουνιέμαι άβολα στους άτακτους ρυθμούς του. Ενεργοποιείται η σύμφυτος επιθυμία μου, δηλαδή η τάση μου προς αταξία και διάλυση<span class="Apple-style-span">[1]</span>. Τα συστατικά μου επιθυμούν να γυρίσουν στις αρχικές τους μορφές, συγκρουόμενα με τον τοίχο του πραγματικού. «Άλλοτε ορμούσα ξιφήρης στα πράγματα / τα διαπερνούσα μα εκείνα αλώβητα / κλείνοντας ήσυχα ήσυχα τις ρωγμές τους πίσω μου / άτρωτα πάλι» («Αγύριστος μετανάστης», από τα Κατάλοιπα της Εξαγοράς). Μια αντίσταση που δεν βυθομετριέται. Χωρίς ρωγμές το πραγματικό επιμένει και με συνθλίβει. «Έμπαινα κ’ έβγαινα κ’ η φωνή μου μετεωρίτης / κεραυνοκρούστης έτσι πίστευα / και πάντα να διαλύομαι πίσω απ’ τους στόχους μου / να πέφτω στα μαγνητικά τους πεδία / κ’ ύστερα να βγαίνω αγνώριστος με ξέφτια και πούπουλα». Δεν θεώμαι βιώνω αυτή την αποσύνθεση, τον ναυαγισμό του υπαρκτού στις όποιες εκδηλώσεις του. Κομμάτια που αποκολλώνται, κλωστές που κρέμονται απ’ το λιωμένο ύφασμα του κόσμου. Κι όλα αυτά τα βιώνω όχι εντός μου ή εκτός μου, αλλά στον τόπο, τον μόνο τόπο της συνάντησης τους, στο οριακό σημείο, στο μεταίχμιο του κοινού μας αδιεξόδου. «Κι όταν απ’ τα παγοθραυστικά του βορρά», με τη γεωπολιτική διάσταση αλλά και ίσως απ’ τη φιλοσοφία, απ’ τη μεθοδολογία των επιστημών, «έσταζε σ’ όλα της φωνής τα ομοιώματα», έρχεται η ποίηση με τη τεχνουργική της, τις συνδυαστικές της δυνατότητες και την τόσο άμεση μοναδική και βιωματική συνάφεια της, κρούοντας το αδιέξοδο: «εγώ να μένω νύχτες ατελείωτες άναυδος / περιμένοντας να σκάσει επιτέλους το τσόφλι μου / ν’ ακουστεί «κρά κρά» και να ‘ναι από μέσα μου / το γεράκι της ποίησης μου».</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">«Απ’ όλες τις φωλιές που ακάθεκτος πέρασα / αγύριστος μετανάστης». Αγύριστος μετανάστης ο Γιάννης Δάλλας και εξόριστος του πραγματικού. Συγκρούεται μαζί του, τον αποβάλλει μα αυτός επιστρέφει. Θα επιθυμούσε να είναι μετεωρίτης, μα τον πιάνει η φυγόκεντρος και γυρίζοντας τον γύρω-γύρω, τον εκνευρίζει. Κεραυνός τον χωρίζει στα δύο. Και εκεί ακριβώς, κυκλοδίωκτος καθώς κι εγώ, διπλωμένος από φως και από θάνατο, με φως και με θάνατο τον συναντώ. Ο εσωτερικός μας διάλογος συμβαίνει και τώρα. Είμαστε μέσα του. Ελάτε.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Τροχισμός με μεταλλικά ρινίσματα. Αφήνω κάποια απ’ τα ψήγματα, μεταλλικά που βαίνουν με θερμοκρασίες μειούμενες, στο χαρτί ως μαρτυρίες μιας σχέσης ζωντανής, μιας συνάντησης που σε λίγο θα αφανιστεί. «Τι καννιβαλισμός / μέσ’ απ’ το δάσος / των άβατων λέξεων / να βγει ένα ποίημα / είναι σαν το κυνήγι», «κι όταν στα ξέφωτα / σφαδάσει η ψυχή του / μένει στα χέρια σου / η άδεια δορά του» («Καννιβαλισμός»). Έτσι και το δοκίμιο μου. Όποια απόπειρα. Θα πάψει, θα πάψουμε όπως όλοι μας, τα έργα, τα πρόσωπα. Πρώτα τα πρόσωπα, ο ένας και μετά ο άλλος. Ακολουθούν τα έργα. Σκουριασμένα καρφιά αφαιρούνται απ’ την κάθε μας πράξη. Ο ναυαγισμός των ανθρώπων και των ανθρωπίνων. Αφανισμός ετεροχρονισμένος. Όπως τα βόδια των Αχαιών. Φύσα το χαρτί αναγνώστη, την οθόνη, να ζωντανέψεις τις παρουσίες μας, τα υπολείμματα φωτός της τριβής μου με το έργο του, με το πρόσωπο του, έργο και πρόσωπο συμπίπτουν στην περίπτωση του, να δεις τις χθόνιες στοές που συναντιόμασταν. Προτού αφανιστείς με τη σειρά σου.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Εδώ και μέρες προσπαθώ να βγω από τα Κυκλοδίωκτα (1956) του. Μου ρίχνω σκοινιά από πάνω, μιλώ μαζί του, μηχανεύομαι τρόπους καθώς ακούω τη μεταλλική βροντερή του φωνή να προκαλεί ρεύματα στο πραγματικό, κυματισμούς απτούς, και ορμώ με δύναμη στο επόμενο έργο του, στις Πόρτες Εξόδου (1962). Αποτρόπαιες πόρτες εξόδου! Αποκρουστικές, απαίσιες, δεν τις επιθυμεί, μα το πραγματικό τις στήνει, τις απαιτεί καθώς λειτουργεί ως στραγγάλη, ως αδιέξοδη ασφυξία. Δεν αρκεί ανάθεμα το. Πόρτες που βγάζουν στην Πολιτεία, στη συνάντηση της με τον μύθο, εκεί που ίσως μπορέσει να αναπνεύσει, στον έρωτα και στο μετα-λογικό.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Τρία τα μέρη της ποιητικής συλλογής. Το πρώτο το ομώνυμο, «Πόρτες Εξόδου», το δεύτερο «Τα παρθένια<span class="Apple-style-span">[2]</span>», με μότο «η αγαπημένη εν γυναιξί», και τέλος, «Ο εξόριστος του λογικού»<span class="Apple-style-span">[3]</span>. Από αυτές τις πόρτες εξόδου έρχεται ένας μικρός αέρας, που αναζωογονεί τη δυνατότητα κάπως να υπάρξει ο προγραμμένος, αλλά τελικά αναζωπυρώνει την τρέλα ως φωτιά που σιγοκαίει αδιάκοπα. Προγραμμένος: αυτός για τον οποίο έχει παρθεί μυστική και τελεσίδικη απόφαση για τη θανάτωση του. Χωρίς δίκη. Χωρίς να ερωτηθεί. Καλωσήρθατε λοιπόν στην έρημο του πραγματικού. Επίκειται η εξόντωση σας. Enjoy! «Κόσμος μαζεύτηκε να δει τον σκοινοβάτη // Απάνω στο εξπρές οι μηχανοδηγοί / κάποιος ρωτά μην αναλήφθηκε / ο προγραμμένος σκύβει απ’ τον φεγγίτη // Κι αυτός σε μιαν ιδεατή γραμμή της ύλης / μια ανένδοτη χειρονομία της εποχής» («Σκοινοβάτης»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Στο ίδιο κλίμα, διαβάζουμε στον «Μετεωριζόμενο»: «Αυτό το πουλί είναι ο Πέτρος», «του ‘γινε πρόταση να βαλσαμωθεί / κι όμως ξεσκίζει το κλουβί του ουρανού». Ισόβιος, θέλει να κοιτά το εκτυφλωτικό της πραγματικότητας, επιλέγει τη μεγαλύτερη δυνατή έκθεση, «πριν τον προλάβει ο ανέκκλητος κατακλυσμός της ύλης», αντέχοντας όση περισσότερη πραγματικότητα γίνεται<span class="Apple-style-span">[4]</span>, με τρόπους συνδυαστικούς, πετώντας με το κεφάλι έξω απ’ το αεροπλάνο, καταπίνοντας τον ίλιγγο, προσπαθώντας ενδεχομένως να μην μεταμορφωθεί: «Ένα χέρι να μην στραγγαλίζει / τον πνίγει τόση μεταμόρφωση», «του μένει ένας τελευταίος λαρυγγισμός / απ’ αυτούς που δεν εξαγοράζονται<span class="Apple-style-span">[5]</span> // Ο φίλος μου ο Πέτρος έχει προκηρυχθεί / λοιπόν θα πεθάνει μετεωριζόμενος». Τεχνουργεί ο Δάλλας, εκ των πραγμάτων, με τα χίλια προσωπεία του.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Οι «αποτρόπαιες πόρτες εξόδου» εμφανίζονται και ως «δρόμοι παράξενοι σανίδες σωτηρίας». Κάποιοι τρέχουν να βγουν και πέφτουν σε αδιέξοδα, τα τραίνα είναι καταματωμένα και ακίνητα, οι εισπράκτορες και οι οδηγοί των οχημάτων αεροβατούν, ενώ κάποιος «άλλος δρασκελίζει εκατομμύρια σκάλες στην τελευταία του ξέφυγε ο ουρανός». Ένα δρεπάνι κάτω καραδοκεί χωρίς πρόφαση να θερίσει όποια χλόη τολμήσει να ξαναφυτρώσει. Οι επόμενες γενιές, πριν κάνουν δώσουν καρπό, ως σπορά, υποχθόνιες ακόμη, πρέπει να ετοιμάζονται για το δρεπάνι. Όλα αναιρούνται επί τόπου, στο πρώτο ξεδίπλωμα, στο πρώτο άπλωμα, και μέχρι και τα σπίτια, κάστρα μεσαιωνικά τόποι θανάτου, «και τότε ο μηχανικός να ορμά κρατώντας νέα σχέδια ο γεωμέτρης να χαράζει παραλλήλους», ορμούν μήπως και προλάβουν να δομήσουν κάτι, με κάποια διάρκεια ελάχιστη, και τέλος «να κι ένας που γλιστρά», γελοίος προφανώς μα και αξιοθρήνητος, «γυρεύοντας ένα κομμάτι απόλυτου», άνθρωπος επομένως, «τώρα θ’ ανασηκώσει και την τελευταία στέγη σαν ν’ ανοίγει μια καταπακτή / πριν τον προλάβει ο ανέκκλητος κατακλυσμός της ύλης» («Σανίδες σωτηρίας»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Εκεί ο ποιητής, πριν τον καταπλακώσει, πριν τον πνίξει ο οριστικός κατακλυσμός της ύλης, στο υποστασιακό αλλά και στο ιστορικό της ξεχείλισμα, μας λέει: «Κρατήσου ακόμα αυτή την άνοιξη από μένα/ κρατήσου με παραφορά / κι όχι σαν χιόνι που έγινε καταρράχτης / ή σαν την πανοπλία που έλιωσε στην εκστρατεία / είμαι χλωρός ακόμα κ’ είναι τα πλευρά μου / σαν τα πλευρά του ποταμού - / φουσκώνει κάποτε και ταξιδεύει / τόσες μορφές ερμητικές τώρα παγόβουνα // Και κάτω ο προγραμμένος του βυθού / γυρεύει πέρασμα σαν τον ξιφία» («Κρατήσου»). Βλέπουμε, αντίστοιχα αλλά και ως προέκταση των παραπάνω, αλλού να αρπάζει φωτιά η ελπίδα, με τη μεταφυσική αλλά και την ιστορική της σημασία, το στερέωμα να αδειάζει, δηλαδή περνάμε σε ένα μετα-θρησκευτικό τόπο, όπου στην κοσμική του εκτροπή «πετάγονται πάνοπλοι / οι αδελφοκτόνοι» και οι χονδρέμποροι των ιδεών, στον μεταπολεμικό χρόνο, σαν ένα μακρύ ποτάμι να τους ρουφάει επιτέλους ο ήλιος «ως τα ριζοδόντια του», κι οι ιδέες των λίγων που σώζονται, του ενός ενδεχομένως, να καταλήγουν «παρόχθια φωλιά / με τ’ αυγά ακλώσσητα», δίνοντας με μοναδικό τρόπο συνολικά το κλίμα της εποχής αλλά και τα νέα οριστικά μας αδιέξοδα: «Γέμισε πάλι ηλεκτροφόρα σύρματα ο ουρανός / κι απάνω ένα πουλί αδειάζοντας τα τελευταία του λόγια» («Ηλεκτροφόρα σύρματα»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Σ’ αυτό το κλίμα είναι που επιλέγει και ξαναφορά την «κατατρυπημένη του στολή», αρματηλάτης, και με την κατοικία του, «πολιτεία με ρόδες», βγαίνει στους δρόμους, να συναντήσει τον Άλλον, την εποχή, με «ψήγματα του ήλιου στα μάτια», και ακροάται «τη σκαπάνη να σκάβει τη μνήμη / ένα χέρι να μπαίνει ν’ αδειάζει τα αισθήματα / στα κλαδιά της ψυχής κυνηγημένα πουλιά», κι αυτά ενώ «ο ήλιος μας κοίταζε με το ένα του μάτι / του ενός το βλέμμα βυθίστηκε προς τα μέσα / ο άλλος πήδησε να σωθεί μες στην τρέλα», ενώ «οι αρχηγοί κοίτονταν σε βαθιά πηγάδια» και ο Α.Τ., ο ευγενικός συνύπατος, φίλος, τυχαίος<span class="Apple-style-span">[6]</span>, βάθος δεν έχει τελικά είναι ένα πέτρωμα, τον χτυπά με τη σκαπάνη, σε ένα αρχαιολογικό πέρασμα, ένας μελλοντικός άνθρωπος και αντηχεί «την ηχώ από ξένα σχέδια», το παρελθόν του πάνω σε ξυλοπόδαρα, και αναρωτιέται έτσι ο ποιητής αφού «η δυστυχία σου είναι που δεν έχεις καρδιά», «Εγώ / τι γύρευα κοντά σου ο κυκλοδίωκτος;» («Συνύπατος»). Ασήμαντοι άνθρωποι<span class="Apple-style-span">[7]</span> λοιπόν που ενώ αλλάζουν νομίσματα και βλέμματα, ο ίδιος επιμένει να ταξιδεύει τις αισθήσεις του «όπως ταξιδεύει τους πλανήτες του ο ήλιος», και όταν νυχτώνει κατεβαίνει απ’ το άρμα του και υπνοβατεί μες στα όνειρα με την άρπα του, δίνοντας μια «χειραψία στο Αύριο» («Αρματηλάτης»). Καταλήγει «χιλιάδες μίλια μέσα στη γη» ως τεχνουργός πρωτίστως, χωρίς ξυλοπόδαρα, ακρωτηριασμένος, δεδομένου του πολιτικού κλίματος της εποχής, και εκεί βλέπει έναν άνθρωπο από μπετόν να περνά πότε-πότε να του «ρίχνει τη σκιά του και να διαλύεται» και γυναίκες με κοιλιές άδειες από μητρότητα, και αναφωνεί: «είμαστε πλασμένοι από διαφορετικά υλικά / καθένας σας κι από μια κρυφή ραγισματιά», επιλέγοντας «δίχως πόδια» να ζυγώνει «ολοένα τα ηφαίστεια μ’ ένα δαυλί» («Τα ηφαίστεια»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Συνοψίζοντας το πρώτο μέρος της συλλογής, κατορθώνει εν ολίγοις με την τεχνουργική του δεινότητα να αναπαριστά και να αναπαράγει με έναν ιδιότυπο τρόπο το αποτέλεσμα της σχέσης του με το πραγματικό στον τόπο του αναγνώστη, τον οποίο θέτει σε μια συμμετοχή και συνδιαμόρφωση, κι αυτό συμβαίνει τόσο μέσω της δημιουργικής χρήσης των μεταφορικών προτάσεων όσο μέσω και των ιδιαίτερων αφηγηματικών του πλοκών<span class="Apple-style-span">[8]</span> και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα ρευστό. Αξιώνει έτσι μοναδικά μέσω του ποιητικού του οχήματος να φτάσει μια εξωγλωσσική πραγματικότητα, όποια και να είναι αυτή, η οποία σίγουρα συμβαίνει<span class="Apple-style-span">[9]</span>. Δημιουργεί με άλλα λόγια έναν κόσμο, ο οποίος συσχετίζεται μες στην παραλληλία του και μες στη συνδιαμόρφωση του με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αλήθεια», με μικρές ενδεχομένως αποκλίσεις, οι οποίες καταλήγουν να έχουν, αν έχουν, δευτερεύουσα σημασία. Η οντολογική απορία, λοιπόν, επιμένει ιδιότυπα στο σύνολο της ποιητικής του. Διαβάζουμε στο έργο του Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη: «Το εγώ συναντά το πράγμα και τότε γεννιέται και ξαναγεννιέται αέναα ως ύπαρξη. Σαν από γενετήσια επαφή μαζί του, με μια ανταλλαγή των υγρών τους, δημιουργείται με τη χημεία τους μια καινούργια διάσταση του κόσμου. Η οντολογική α-πορία μας θα αρχίσει αργότερα με τις επάλληλες δομές του τεχνοκρατικού περιβάλλοντος και του εξίσου επένθετου υπερεγώ της κοινωνίας, μέσα στον κυκεώνα του τεχνικού πολιτισμού και τη σχιζοφρένεια του παράλογου κόσμου μας»<span class="Apple-style-span">[10]</span>.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Στη συνέχεια περνάμε στον τόπο, ο οποίος στο σύνολο της συλλογής έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο τόπος που διαδραματίζονται μέχρι και τα ερωτικά της συλλογής, «Τα παρθένια» , είναι ένας τόπος από άμμο, «σπυριά της άμμου», ένας τόπος ναυαγισμού, «ναυάγια του καιρού», μια «νεκρόπολη ελεφάντων» («22»). Εκεί ο Δάλλας, βλέπει στο κλείσιμο της ενότητας, την μικρή του δέσποινα, να περνά τα ερείπια με περηφάνια, με βυζαντινή αρχοντιά, σε μια διαρκή απόπειρα εξοικείωσης με τον θάνατο ως γεγονός και ως επικείμενη βεβαιότητα, και να οδεύει πάνω στους πιστούς υπηρέτες τα πόδια της προς την σαρκοφάγο που την περιμένει: «Κι απάνω στους πιστούς υπηρέτες τα πόδια σου / περνάς τα ίδια ερείπια περνάς / με την περηφάνια της Ειρήνης Δούκαινας / η ίδια σαρκοφάγος και σένα σε περιμένει / Λίτσα Ντάτση μικρή μου δέσποινα».</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Προηγουμένως, στο ίδιο ποίημα εμφανίζεται μάλιστα ο ποιητής στα μάτια μου ως ηβοστεοτόμος, μες στην οργή του να πάλλεται, να βρυχάται, να διαθρύπτει το πραγματικό, να το σπάζει μέχρις ωσότου γίνει αδιαίρετο και να τρελαίνεται που θα του καταπιεί (το πραγματικό) μέχρι και τη μικρή του δέσποινα. Την περιγράφει, αναπλάθοντας την, με τη θνητή της ύλη, μπροστά μας: «Υδρόβιος ο λαιμός μέχρι τους ώμους / οι ώμοι σκίρτημα πουλιού ως τη λεκάνη / εκεί κάτω κάνει νερά σκιές φρικιάσεις / δεν ξέρω αν πρέπει να τα πω διαθλάσεις / γεύση νέου κριθαριού αλετρισμός της ήβης / πιο κάτω γάλα θυμωμένης φτέρης». Εκεί, αλετρίζεται η ήβη και βγαίνει γάλα θυμωμένης φτέρης και ως ηβοστεοτόμος διευρύνει τη στενωμένη πύελο του θνητού, του πραγματικού, διαιρώντας το ηβικό οστό για να βγει το έμβρυο ζωντανό<span class="Apple-style-span">[11]</span>, να συνεχίσει η ζωή να φτιάξει και να διαλύσει νέες συνειδήσεις, «νέα ελάφια», δηλαδή παιδιά, τα παιδιά του που: «μέσα στο δέρμα μου ακούω τα πατήματα τους». «Σου ανοίγω το στήθος μου να μπεις και να κυνηγήσεις / το αίμα μου αυτή τη ρεματιά για να ταξιδέψεις / μια λίμνη για να καθρεφτίσεις την περηφάνια σου / στα πόδια μου μια φωλιά να κάθεσαι να ονειρεύεσαι / να πέσεις να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις με νέα ελάφια // Μέσα στο δέρμα μου ακούω τα πατήματα τους» («9»). Συνδυάζει επομένως στα «Παρθένια»του, την ήβη με την σαρκοφάγο, την νεανική ηλικία, τα χρόνια της αναπαραγωγής με τη μαρμάρινη ή πήλινη θήκη, μέσα στην οποία τοποθετούσαν, κατά την αρχαιότητα, και τοποθετούν έναν ή περισσότερους νεκρούς. Τραγουδά δηλαδή απ’ τη μια ως χορικολυρικός, κρυστάλλινα με φως, και απ’ την άλλη ανεβάζει την ύλη σε τραγικά ύψη και σκοτεινά αδίεξοδα, κρούοντας τις χορδές της ψυχής μας μοναδικά, εκσφενδονίζοντας μας, διασαλπίζοντας την περατότητα μας, την πεπερασμένη μας διάρκεια, ανοίγοντας την πύλη της κάσας μας. Εδώ έγκειται και η ομορφιά των Παρθένων, μέσω της τραγικότητας, μέσα στη λάμψη του προσωρινού. Όπως ο Όμηρος, αλλά και η λαϊκή μας παράδοση<span class="Apple-style-span">[12]</span>, δέχεται την εδώ ζωή ως τη μόνη αξιόλογη, ενώ η ψυχή μετά τον θάνατο πηγαίνει σ’ έναν ομιχλώδη Άδη χωρίς ελπίδα να ξαναγυρίσει στη ζωή. Αρνείται δηλαδή να αντιστρέψει, το αμφίβολο και το αναξιόλογο και να το θεωρήσει ως το πρωτεύον και το σημαντικό, κάτι που κάναν οι ορφικοί και ενσωμάτωσαν στις αντιλήψεις τους μετέπειτα, οι πυθαγόρειοι και ο πλατωνικός ιδεαλισμός<span class="Apple-style-span">[13]</span>.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Με δεδομένο αυτό το πλαίσιο μπορούμε τώρα να διασχίσουμε τα «Παρθένια» του. Ξεκινώντας, μας ενημερώνει και τον ακολουθούμε: «Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος / είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος / πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας / κ’ είχα καιρούς να δω τους ομηλίκους / και ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει / απάνω μου άνθη από τους κήπους της Πιερίας // Στην πολιτεία θα μ’ ονειρεύεται η αγαπημένη» («1»). Θλίψη, ξάφνου, αθόρυβα, πολιτεία. Το ποίημα, αντανακλώντας εσκεμμένα την Σαπφώ, «απάνω μου άνθη απ’ τους κήπους της Πιερίας», λειτουργεί ως η πόρτα που περνά ξάφνου και αθόρυβα τον ποιητή στην Πολιτεία των ιδεών και του έρωτα, σε μια νέα συντροφικότητα και συμπόρευση, σε έναν τόπο ονειρικό, συνθετικής προβολής ενός νου που τεχνουργεί και προσπαθεί να επινοήσει τρόπους να συνεχίσει, τρόπους να πορευθεί, εκεί που «ο ύπνος είναι ένας άσπρος τοίχος» και συντελεί στο επίτευγμα της προβολής, σε έναν συνδυασμό του υπερρεαλιστικού με το ιστορικό: «ένα κλειδί σ’ άλλα μαύρα κλειδιά / σε κερδίζει σε ξανακερδίζει σε χάνει», «φύτρωσε και δεν βγαίνει το αγκάθι στο αίμα / σκέφτεσαι τα μάτια της εντευκτήρια των ονείρων / κι ο νους τρελαίνεται σαν το ζαρκάδι» («2»). Ένα εντευκτήριο που είναι απ’ τη μια τόπος συνάντησης και υποδοχής, άρα συγχρονισμού με το πραγματικό στην ερωτική και συντροφική του εκδοχή, ως το μόνο ενδεχομένως ουσιαστικό μας βίωμα, σημείο πραγμάτωσης της δυνατότητας των σχέσεων, αλλά και πέρασμα, σημείο αναμονής, εκεί που ο νους τρελαίνεται σαν το ζαρκάδι, μπροστά στο αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας του, αλλά δεν μπορεί και να παραβλάψει απ’ την άλλη, και γι’ αυτό επίσης σκιρτά, τον επικείμενο κατακλυσμό της ύλης. Εκεί είναι που βλέπει λογικά και το «ζευγάρι σε συρματόπλεγμα» («6») και αναφωνεί: «Προτιμώ άλλη θηλιά / για να πνιγώ», συνεχίζοντας την προβληματική των Ελεγειών του Ντουίνο του Ρ.Μ. Ρίλκε, όπου οι ερωτευμένοι κρύβουν τη μοίρα τους (τη θνητότητα τους δηλαδή) ο ένας απ’ τον άλλον<span class="Apple-style-span">[14]</span>. «Στάθηκες / με μια βούληση άγρια φυτική // Κι ο νους μου πλησιάζει νέον ελάφι / μέσ’ απ’ την ερημιά της εποχής και θέλει / εδώ πίσω απ’ το φως να διημερεύσει / στη χαμηλή σου βλάστηση παλεύοντας / για λίγη αιωνιότητα» («7»). Μέσα και πλάι στο σώμα, η μόνη ίσως λίγη αιωνιότητα που μας αναλογεί, «μες στο χαλάζι των καιρών», «στο δάσος των ημερών σ’ όλες τις λόχμες του αιώνα», μέσα στην συγκεκριμένη δυσχερή ιστορική συγκυρία, «ώσπου η κραυγή μου ν’ αποκριθεί στα ουρλιαχτά σου / να μπω κάτω απ’ το θήραμα του κορμιού σου» («8»). Μέσα απ’ την ερημιά της εποχής, οδηγείται ίσως στο να επιθυμεί εντονότερα να συνυπάρξει συντροφικά και αρμονικά με την αγαπημένη, αλλά απ’ την άλλη η ποίηση, η τεχνουργική, ζητά την αφοσίωση του την αποκλειστική και γι’ αυτό τον καλεί και δεν τον αφήνει, υπενθυμίζοντας του: «η ποίηση σου σ’ ασύλληπτα ύψη / η νεότητα μας σε τούτη τη ζούγκλα («12»), ζούγκλα ερωτική αλλά και ιστορικο-πολιτική. Ένα μπλέξιμο, που λύεται φυσικά με το ανθρώπινο μέτρο.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Υμνεί τα χέρια της αγαπημένης, σε μια καταπληκτική κορύφωση-στιγμή των «Παρθενίων», ποίημα που λάμπει τεχνουργικά αλλά και συνοψίζοντας: «Τους έπρεπε να δαμάζουν άλογα / να θωπεύουν γενειάδες ηρώων / κι όχι να περιφέρονται δέσμια / σ’ αυτά τα χειρόγραφα// Τα χέρια σου θαυμαστικά του κορμιού σου / θα τα πάρω και θα τα βάλω οικόσημα / σ’ αυτόν και στους άλλους αιώνες» («15»). Επίσης, αναμιγνύει ο ποιητής τον ήλιο και τη σελήνη στο πρόσωπο της καλής του: «Ηλίαση σεληνιασμός οι πατρίδες σου / κ’ εγώ σε μεταφέρω στο κορμί μου», κι ακούμε έκθαμβοι οι μετέχοντες μουσικές εκπληκτικές, νυχτερινές που ορθώνουν νέες έγχορδες αρμονίες καθώς διαβάζουμε: «Ύστερα ανήκεις στη Σελήνη / η ηλακάτη της γνέθει ξεγνέθει / κάνει τα νεύρα σου φόρμιγγες» («16»), ώσπου καταλήγουμε να δούμε την ηρωίδα να μας μιλά με μια μοναδική, πρωτόφαντη ζωντάνια, ακούγοντας την ηχώ απ’ τον εσωτερικό μονόλογο της, μια εντύπωση στην οποία σίγουρα συντελεί το ξεδίπλωμα όλης της συλλογής, μες στην τεχνουργική της λάμψη: «Τον περιμένω / οληνύχτα τον περιμένω / κι όταν ακούσω τα βήματα / κλείνω σαν αυτόματη πόρτα / μα αυτός υπάρχει πίσω απ’ την πλάτη / έτσι να γυρίσω πίσω χάθηκα / είναι εκεί σαν μια ξένη οικοδομή / που θα κατοικηθεί // Μ’ έχει ο κορμός του κατά μήκος αγκαθωτός / τ’ απάνω χείλι του να τον σκιάζει σαν λύπη / όπου κι αν πιαστώ απορρώγες<span class="Apple-style-span">[15]</span> ακτές / ας με ξεβράσει μιαν ώρα αρχύτερα σκέφτομαι / ας κάνω μια προσπάθεια να πηδήσω / καλύτερα συνεννοούμαι με τη Σελήνη / έξω απ’ το σώμα του // Και κάτω απ’ το σώμα του / τα σπίτια τα χωράφια η σκύλα του εγώ / δικασμένη» («20»). Μια αγαπημένη που βέβαια διατηρεί την παντοδυναμία της μοναξιάς της: «Η παντοδυναμία της μοναξιάς σου», και το ιερό και σεβάσμιο του φύλου της: «Κλεισμένη στη σιωπή του φύλου σου» («18»). Προστατεύει εν τέλει τη μοναξιά του ποιητή συνθήκη αναγκαία ώστε να τεχνουργεί, και εκεί της χρωστούμε πολλά. Κι ας εμφανίζεται κι ας επιμένει η ποίηση να είναι «λαιμοδέτης πέτρινος» («Γδύσου»): «- Γδύσου – Τι να γδυθώ; / - Εκείνους που σ’ έχτισαν / με τα πιο χοντρά υλικά / και δεν σ’ άφησαν πολεμίστρες // Αλλιώς θα τρελαθείς / Γδύσου / όπως το φίδι το δέρμα του / ο φαντάρος την πανοπλία του / τ’ αποφόρι του ρόλου σου / τα χειρόκτια της συναλλαγής / Γδύσου επιτέλους την ποίηση / τι λαιμοδέτης θέ μου πέτρινος!».</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Τα «Παρθένια», όπως είδαμε και στην αρχή, τελειώνουν στον τόπο του ναυαγισμού και της σαρκοφάγου, εκεί που τα νερά φρικιάζουν, τρέμουν, ελευθερώνοντας τις ανεπαίσθητες ανατριχιάσεις τους στην επιφάνεια του πραγματικού, ταυτιζόμενα με τη ρευστότητα του. Έτσι, θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε ενδεχομένως απ’ τη μια μέσω μιας θνητότητας που ρέει και απ’ την άλλη μέσω της έννοιας της διάθλασης, που μετασχηματίζει σε ένα καίριο σημείο τη σύσταση του φωτός στην πορεία του: «κάνει νερά σκιές φρικιάσεις / δεν ξέρω αν πρέπει να τα πω διαθλάσεις», διαθλάσεις στο σώμα ή μέσω του σώματος της ερωτικής συντρόφου αλλά και του σώματος του πραγματικού. Η διάθλαση με τη φυσική της σημασία, δηλαδή, το σπάσιμο της ακτίνας, του φωτός στα δυό, εκεί που εκτρέπεται η ίδια ακτίνα, ο έρωτας στο πέρασμα του μέσα από ένα διαφανές σώμα, το σώμα του άλλου ή της επίγνωσης της θνητότητας και μετατρέπεται σε κάτι άλλο με διαφορετική αυτή τη φορά πυκνότητα, μια πυκνότητα που στα πλαίσια μιας γης, μιας ύπαρξης που τρέφεται με σάρκες και τις ανανεώνει σε μια αιώνια ανακύκληση, τη μια γενιά μετά την άλλη, σταματά τελικά την πορεία του φωτός καθιστώντας τη συνέχεια αδιέξοδη ή και αδύνατη. Από εκεί μεταπηδάμε, εκ των πραγμάτων, στην «Εξορία του λογικού».</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Το τραγικό μεγαλείο της συλλογής κορυφώνεται στο τρίτο μέρος της, εκεί όπου ο ποιητής εμφανίζεται όχι απλά ως εξόριστος του λογικού αλλά και ως εξόριστος του πραγματικού, επειδή «επιλέγει» να συγκρούεται μαζί του, επειδή προσπαθεί να σταθεί μπροστά του<span class="Apple-style-span">[16]</span> ή και μετά απ’ αυτό (όπως είδαμε πριν, μετά τον στόχο, στο ποίημα «Αγύριστος μετανάστης»). Εναντιώνεται όχι μόνο στον αδιαπέραστο τοίχο του πραγματικού, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Φέρεται ως ον ριγμένο στον κόσμο και προσπαθώντας να βρει τη θέση του προβάλλει πάνω του όλες του τις δυνατότητες. Προτάσσει έτσι τον οντολογικό δεσμό στη σχέση του «υποκειμένου-αντικειμένου» παρά οποιαδήποτε γνωστική σχέση<span class="Apple-style-span">[17]</span>: «Κρύψου σε μια καλύβα την εμπαίζει ο άνεμος / άνεμοι πιο ψηλοί απ’ τα λογικά» («Το κιόσκι»). Το άλεκτο εκδηλώνεται ως υπερτροφικό και το λεκτό φαντάζει ισχνό, μα δεδομένου ότι «η γλώσσα αποτελεί τον πρωταρχικό όρο κάθε ανθρώπινης εμπειρίας»<span class="Apple-style-span">[18]</span>, το άλεκτο δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση του λεκτού. «Η σύλληψη αρθρώνεται, καθώς και η επιθυμία»<span class="Apple-style-span">[19]</span>. Εδώ εντάσσεται και η κορυφαία εκφραστική της ποιητικής τέχνης, όπου το λεκτό και το άλεκτο αλληλοπροσδιορίζονται δυναμώνοντας στην ενεργητική τους σχέση. Στην περίπτωση του Δάλλα, επιπρόσθετα, στις Πόρτες εξόδου το πραγματικό μαστιγώνεται και αντανακλά με την ηχώ του αυτόν τον αλληλοπροσδιορισμό. Σε σημεία μάλιστα ενδεχομένως φαίνεται και να το μαλώνει, διότι θέτει το θέμα της εξόδου όχι μόνο στα πλαίσια της επίγνωσης του επικείμενου θανάτου, αλλά και λόγω της διαρκούς αίσθησης εγκλωβισμού που τον διέπει. Έτσι, το αδιέξοδο φέρεται να απορροφά το σύνολο της υπαρξιακής του θέσης: «κουτάλες κι ανακάτευε τα σπλάχνα σου / με σπερματσέτα τριγυρνάς τις κάμαρες / τυφλά περάσματα διαδρόμους του αίματος / βγάλε περίπατο την ξένη του κορμιού σου / πριν σ’ αφανίσει η νύχτα μες στα φύλλα της // Πρωί μα δεν θα ξημερώσει στα όνειρα σου». Η ξένη του κορμιού του είναι η σύντροφος κι ο αφανισμός πλησιάζει με την κατακλυσμιαία του δύναμη. Γνωρίζει πως δεν θα ξημερώσει στα όνειρα του και επιμένει ωστόσο να ανακατεύει τα σπλάχνα του, «επιλέγει» να προκαλεί στον εαυτό του δυσφορία κρατώντας σπερματσέτα, φωτίζοντας τις πληγές, τους διαδρόμους του αίματος, τα αδιέξοδα και τα τυφλά περάσματα. Επιλέγει μάλιστα να κρατά σπερματσέτα και όχι κερί, σε μια λεπτομέρεια με τη σημασία της, καθώς πρόκειται στην κυριολεξία για το κητόσπερμα, δηλαδή τη λευκή μάζα που χρησιμοποιείται για κερί και βρίσκεται μες στο ρευστό λίπος μερικών κοιλοτήτων του κρανίου διαφόρων κητών, εικόνα που εντάσσεται οργανικά στη σύλληψη και στην εκτέλεση της ποιητικής του, μέσα σε ένα σύνολο, εικαστικό, πλαστικό αλλά και κινηματογραφικό, απαράμιλλης εκφραστικής.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Τα παραπάνω συναντιούνται επίσης και σε μια αλλιώτικη, αυτόνομη αλλά και συμπληρωματική εκδοχή, στο αριστουργηματικό ποίημα «Η τρέλα», σε μια απ’ τις καλύτερες στιγμές της νεοελληνικής ποίησης. Βλέπουμε την τρέλα να έρχεται προσωποποιημένη, όχι σε μια νεοκλασική εικονοποιεία, αλλά ενδεχομένως σαν τις Ερινύες του Καβάφη σε συνδυασμό με την αράχνη του Κάλβου, δυναμωμένες απ’ τη Δάλλεια αισθητική, που φέρει από την Νικόπολη<span class="Apple-style-span">[20]</span> μέχρι και τον Μπουζιάνη: «Έρχεται / σκύψε το κεφάλι / γίνε ένα άγαλμα / τινάξου πιο λοξά / ή πέσε στα όνειρα / βγες / κολυμπώντας / στην ακτή του λογικού // Η αράχνη του μυαλού / σκίζει τα δίχτυα της / Τώρα στα δίχτυα αυτά / που ήταν τα νεύρα σου / τα έντομα γίνονται / θηρία της λευτεριάς». Τα νεύρα που στην προηγούμενη ενότητα, στα «Παρθένια» γίνονταν φόρμιγγες και ακούγονταν έγχορδες μελωδίες, τώρα γίνονται ιστός αράχνης όπου γιγαντώνονται τα έντομα, η αράχνη του μυαλού σκίζει τα δίχτυα, και περνάμε στην ελευθερία, στην έκθεση του μετα-λογικού, δεδομένου μάλιστα και του προ-λογικού βρυχηθμού. Εκεί είναι που «τρέχει στην πλάτη η μυρμηγκοφωλιά» κι «ο ήλιος έξω τρέχει μαύρη μέλισσα». «Το σώμα μου είναι ισθμός χωρίς διόδια» («Η βίζιτα»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Ακολουθούν οι ορισμοί της τρέλας: «κλειδί –δεν πιάνει- απ’ άλλη πόρτα / κάτω απ’ τις λέξεις άλλες λέξεις κάτω απ’ τη φύση μια χημεία που πάντα γίνεται», «ξενιτιά του λογικού», «αλλαγή φρουράς», «κατάστημα που χρεοκόπησε δημοπρασία στους ένοικους», αλλά επίσης και «Πουλί χωρίς στερέωμα», «σπίτι χωρίς μπετόν», «διαδήλωση χωρίς συνθήματα», όπου εδώ την φαντάζομαι την τρέλα σαν μια σιωπηλή μαζική διαμαρτυρία, αλλά και ως «νύχτα έκταση νύχτας προϊόν της νύχτας» («Ορισμοί»), που ξεδιπλώνεται, κάνοντας ίσως «κρά κρά» όπως προηγουμένως η ποίηση.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Η αγαπημένη, ξαναεμφανίζεται αλλά τώρα μετά τα ερείπια, σε ένα μετα-λογικό, μετα-φυσικό ολότελα ερημικό τοπίο, σε ένα τόπο τρέλας που τίποτα δεν ηχεί, παρά η τρέλα του εξόριστου του λογικού: «Μου γράφει γράμματα σαν κάρβουνα / μα μήτε στάχτη για τους απογόνους», σε μια σπαρακτική εικαστική αλλά και κινηματογραφική στιγμή, θυμάται πως «Είμαι καννίβαλος που χάθηκε / μέσα στη ζούγκλα της καρδιάς της», κι αυτά ενώ επιμένει «ο αγκαθωτός καιρός να διαβαίνει / και τα μυαλά μας γίνονται έμβολα». Αναφωνεί στο τέλος, καθώς τα πνευμόνια ξεμένουν από αέρα: «Αγαπημένη που είσαι στο κλουβί / κ’ εγώ φυλάκιο έξω στο σύμπαν» («Η αγαπημένη»). Σε αυτό ακριβώς το κλίμα είναι επόμενο να ακολουθεί ένα ποίημα σαν το «Ξόρκι», όπου δεν μας μένει παρά να σιωπήσουμε βουβοί μπροστά στο ποιητικό κατόρθωμα αυτού του ανθρώπου, εκεί που ανοίγουν οριστικά νέες δυνατότητες εκφραστικής: «Ω τρέλα κεφαλαίο πτηνό / κουρνιάζεις στου κορμιού τη μοναξιά / μες στα συννεφιασμένα μου μυαλά / τσιμπάς τα μαλακά μου μέρη / σκύβεις και ξεδιψάς στο αίμα μου / το αίμα μου φωνάζει «βοήθεια»// Ώρα κινδύνου. Έρχεται η Σελήνη / θα στήσω το κορμί μου σκιάχτρο», ένα σκιάχτρο που συνομιλεί και με τον οδοδείκτη του πρώτου μέρους, εκεί σε ιστορικο-πολιτικά συμφραζόμενα: «Κ´εμεινα εγώ σαν δείχτης που ξεχάστηκε / σε μια χαμένη διασταύρωση» («Η μαρτυρία»), αλλά και: «Ο ημεροδείχτης δείχνει Δεκέμβρης / το ρολόγι σταμάτησε στο ‘44», ενώ «ο σημαιοφόρος δίπλωσε τη σημαία» («Ο νοών νοείτω»), σε μια δήλωση παραίτησης-ήττας οριστικής, αντίστοιχης με την απομάκρυνση απ’ τον λόγο και την κατάρρευση του, ώστε να συνδυαστεί η τρέλα με το ιστορικό, να πατήσει στο ελαστικό υλικό του, που άλλοτε λειτουργεί ως εκτοξευτήρας που εκτοξεύει άτσαλα κι άλλοτε ως ρουφήχτρα που πνίγει δίχως έλεος. «Έτσι κι ο μελλοθάνατος / σαν πέσουν οι προβολείς / προς που να πετάξει; / γύρισε κ’ είδε / το πουλί μες στο αίμα / την αγάπη του ψάρι / τη ζωή μπρος στα πόδια του / χαμηλωμένη λάμπα// Την ώρα του γαλατά / ξανασπρίζουν τη μάντρα» («Ας γράφει ο συνάδελφος»), απ’ τα αίματα των εκτελεσμένων σαφώς. Η λάμπα που χαμηλώνει παραπέμπει στη μόνη πηγή φωτισμού, χαμηλά στο σκοτάδι, στο έργο «Η 3η Μαΐου 1808: Τουφεκισμός στο όρος του Πρίνθιπε Πίο», του Γκόγια, αλλά και στην κρεμάμενη, ηλεκτρική και γυμνή λάμπα στην «Γκέρνικα» του Πικάσο, σε μια σαφέστατη αναλογία, σε μια ακόμη εκπληκτική στιγμή. Έτσι, ο τρελός μας, ο εξόριστος του λογικού, φέρνει για να εξευμενίσει τα σκοτάδια του, «θεούς σκαλιστούς σε γαλαζίτη», μα «πιο μέσα έλιωνε ο εφέστιος γέροντας / αυτός που δούλευε σε φύλλα ψευδαργύρου / τις προσωπίδες του θανάτου» («Ο νέος σοφιστής») και μας αποχαιρετά λοξός ως κτίριο: «Πύργος της Πίζας ίσως πιο κυρτός όχι άνθρωπος / έτσι ήρθα. Στάθηκα στο φως ένας καρπός που λύνεται // Ώρα να φύγω σ’ άλλη συνοικία. Εκεί θ’ αφήσω / τα έργα της γης αυτά τα σκόρπια μου λαγωνικά / τη ζωή μου ένα παράθυρο που κλείνει προς τα μέσα // Εγώ μοναχικός [αφήνω] σε σας την κοινοκτημοσύνη μου / εγώ ο τρελός κ.τλ. κ.τλ. στους λογικούς» («Αποχαιρετισμός»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Η συλλογή κλείνει με το ποίημα «Δαυίδ ο συνάδελφος», τον οποίο τον φαντάζομαι ως τον Γιωσέφ, το φίλο εβραίο του ποιητή, των μαθητικών του χρόνων<span class="Apple-style-span">[21]</span>, που χάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, του τρίτου Ράιχ, Μπούχενβαλντ. Τον φαντάζεται να επιστρέφει από τόσα μέτωπα και να κάθεται μικρόσωμος, ενήλικας, στην πόρτα του εμπορικού του, πατημένος «σαν φίδι απ’ τους λαούς με το κεφάλι απέξω». Σε μια συγκινητική στιγμή μεγάλης ανθρωπιάς αλλά και γλυκύτητας τον βλέπουμε να τον τοποθετεί τον νεκρό κάτω απ’ την στέγη ενός σπιτικού, να τον περιμένει μια ψυχή, να του ετοιμάζει το λουτρό και να του αλλάζει τις πληγές και με ένα δαδί να του φέγγει να ανέβει στην κλίνη για να αποκοιμηθεί με το μέλι του μαστού, με την καλή συμβία. Η λέξη που επιλέγει ο ποιητής, δηλαδή «η ψυχή» μας βάζει να κινούμαστε σε τρία επίπεδα, γεγονός καταπληκτικό από μόνο του, πόσο μάλλον ως εκδήλωση-κορύφωση αλλά και αποκορύφωση της τόσης φόρτισης. Ένα επίπεδο πραγματικό→φανταστικό, φανταστικό→πραγματικό, αλλά και σε ένα επίπεδο μεταφυσικό. Και εδώ είναι που καλεί ο ποιητής τον παιδικό του φίλο, να φύγει απ’ τον έρωτα και να γυρίσει στα παιδικά του χρόνια, εκεί όπου τον άφησε: «Διώξε την Δαυίδ / κράτα την πρώτη σου ερωμένη τη σφεντόνα». Παιδιά αλλά και ενήλικες μαζί, με οργή συσσωρευμένη, νεκροί και ζωντανοί ταυτόχρονα, να αρχίσουν να εκσφενδονίζουν: «Τα γιγαντόσωμα ανθρωπάρια ιδές τα εκεί / με εμπόρων λεοντές με αστών φερσίματα / κ’ εσύ στο φάτνωμα ημερεύεις τα σκυλιά / κ’ είσαι όλος δοξασία και μαύρη συλλογή / βλέπεις με το ‘να μάτι ακούς με το ν’ αυτί / πράγματα φοβερά να ψιθυρίζονται έξω // Δαυίδ τη σάλπιγγα κρατώ και προπορεύομαι / εβαρβαρώθη η Ρωμανία – τι περιμένομε!». Τελειώνει λοιπόν η συλλογή με μια προτροπή, μετά τον λυγμό, που πνίγει εντός του. </div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Συνοψίζοντας, ο Δάλλας, με την τεχνουργική του, την ορμή του και τα πολλά του πρόσωπα μας καλεί να ριζώσουμε μαζί του στο κοινό συμβολικό έδαφος της ανθρωπότητας. Με δεδομένες τις οικονομικές, κοινωνικές και τις πολιτισμικές περιστάσεις εντός των οποίων εκ των πραγμάτων τεχνουργεί το έργο του, φαίνεται να προτάσσει τον ναυαγισμό του υπαρκτού, τον επικείμενο δηλαδή αφανισμό μέσω του ανέκκλητου κατακλυσμού της ύλης. Ωστόσο, δεν μένει ποτέ μόνο στο οντολογικό ή υποστασιακό χώρο αλλά πάντα περνά και στην πολιτική-μυθοποιητική διάσταση. Ένα πολιτικο-ιστορικό που δυσχεραίνει την ήδη υπάρχουσα ασφυκτική αίσθηση του ανθρώπου. Εκεί, χωρίς να πρωτεύουν οι εξορίες, δεν κλείνεται στην εποχή, αλλά απεναντίας ανοίγεται προτρέποντας, αφυπνίζοντας συνειδήσεις και φωτίζοντας την εποχή του αλλά και την ανθρώπινη συνθήκη μέσω του βιώματος του, αξιώνοντας το οικουμενικό και το διαχρονικό σε πείσμα της μεταμοντέρνας α-νοησίας στο ενδο-γλωσσικό της στραμπούληγμα και κλείσιμο. Σηκώνει τη σάλπιγγα απ’ τα χώματα και τη σφεντόνα απ’ τα παιδικά του χρόνια και την γέρνει στην ανάγκη και καταπάνω μας, άλλοτε για να συνέλθουμε κι άλλοτε για να δομήσουμε μια Συνείδηση που θα ρέει, στη σχέση της με τον κόσμο (ως universe).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Σ’ αυτό το πλαίσιο τελικά, οι Πόρτες εξόδου δεν φέρονται ως δυνατότητες, μα πραγματώνονται ως γεγονότα. Συμβαίνουν ως ξεδιπλωνόμενα πολύπτυχα, πολιτικά-μυθοποιητικά, ερωτικά και μετα-λογικά, με την κοσμολογική οπτική του ποιητή πάντα παρούσα, με ίνες ποικίλες σε νέους συνδυασμούς πλεγμένες, με νέες αντοχές, σχηματίζοντας νέα σύνολα που ελευθερώνουν καινούργιες αποχρώσεις, νέους τρόπους της ύπαρξης, που ξάφνου αναιρούνται και μας παρασέρνουν στον καταποντισμό τους, σε μια συντριβή που καλούμαστε να μετέχουμε, μαζί με τον δημιουργό τους και την κοσμολογική του συνείδηση, εκεί που το σύμπαν διαστέλλεται, «ακολουθώντας» τη θεωρία του «πληθωρισμού των κόσμων»: «Αγαπημένη που είσαι στο κλουβί / κ’ εγώ φυλάκιο έξω στο σύμπαν», αλλά και «Μετέωροι λίθοι / κυνηγούν το σώμα σου // Γη και σου άνοιξα / χιλιάδες ηφαίστεια // Θα πρέπει τώρα / ν’ αλλάξω πλανήτη («21»).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">Πέτρος Γκολίτσης</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[1] Η Πλατωνική έννοια, στο κοσμολογικό της όμως πλαίσιο, συναντάται στον Τίμαιο, τον Φαίδρο και τον Πολιτικό. Στην ψυχανάλυση εμφανίζεται ως ορμή-θέληση να γίνει η οργανική ύλη ανόργανη.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[2] Ο τίτλος από τα ομώνυμα χορικολυρικά τραγούδια της αρχαϊκής εποχής, τα εμπνευσμένα και εκτελεσμένα από χορούς παρθένων. </div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[3] Στη συλλογή Πόρτες εξόδου προστίθενται και τα ποιήματα από τα Κατάλοιπα της εξαγοράς. Η Εξαγορά (1965), συγκεντρωτική επιλογή ποιημάτων των ετών 1950-1965, είχε περιλάβει και μερικά ανέκδοτα ποιήματα ως τότε ποιήματα της συλλογής Πόρτες εξόδου, περασμένα και στην επανέκδοση τη συγκεντρωτική του 1990 (Γιάννης Δάλλας, Ποιήματα, 1948-1988, εκδ. Νεφέλη, 1990), στην αρμόδια θέση.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[4] Πρβλ, «Οι άνθρωποι / δεν μπορούν να αντέξουν πολλή πραγματικότητα», από τα Τέσσερα Κουαρτέτα του T.S. Eliot, (μτφρ. Κλείτος Κύρου, εκδ. ύψιλον, 2η έκδοση, 1994, σ.40).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[5] Βλ. «Να σωπάσω ε, μα χρωστώ μια σφαίρα / από κείνες τις τελευταίες που δεν εξαγοράζονται». (Δ.Ν. Παπαδίτσας, Εντός παρενθέσεως).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[6] Βλ. και Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ.92.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[7] Πρβλ το TheHollowmen(ασήμαντοι άνθρωποι) του T.S. Eliot αλλά και τα Τέσσερα Κουαρτέτα: «στεφανωμένα με σκόνη τα φτωχά πλάσματα».</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[8] Για το συγκεκριμένο ζήτημα, των αφηγηματικών πλοκών και των μεταφορικών προτάσεων βλ και PaulRicoeur, Περί ερμηνείας, εκδ. Έρασμος, 2η έκδοση, 2008.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[9] Στις διαρκώς ανανεώσιμες εκδοχές της.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[10] Γιάννης Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σ.27.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[11] Απ’ τον πυελογεννητικό σωλήνα.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[12] Σε μια από τις μεγαλύτερες πρωτοτυπίες της νεοελληνικής σκέψης, σύμφωνα με τον G. Saunier, «ο δημοτικός ποιητής αγνοεί τελείως το προπατορικό αμάρτημα και δεν γνωρίζει καμία μεταθανάτια ελπίδα». Έτσι, εμφανίζεται ξένη προς τη νεοελληνική σκέψη η διδασκαλία του χριστιανισμού. Βλ. GuySaunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Τα μοιρολόγια, εκδ. Νεφέλη, 1999, σ.23, και Ευαγγελή Αρ. Ντάτση, «Η πολιτική δυναμική των πολιτισμικών αξιών», Η ποιητική του λαϊκού πολιτισμού, εκδ. Βιβλιόραμα, 2004, σ. 116. Η MargaretAlexiou στο TherituallamentinGreektradition(CambridgeUniversityPress, 1974), μελετά την ιστορία του θρήνου των νεκρών από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας και τα συμπεράσματα της είναι σύμφωνα με τα παραπάνω.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[13] Βλ. Τάσος Αρβανιτάκης, Πλάτων, Περί της κινήσεως, εκδ. Ζήτρος, 2000, σ.330.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[14] «Α, μα αυτοί [οι εραστές] μόνο που κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον τη μοίρα τους!», Ρ.Μ. Ρίλκε, Οι ελεγείες του Ντουίνο, μτφρ, Δ. Γκότσης, εκδ. Αρμός, 2000, σ.28.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[15] Απόκρημνες, απότομες.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[16] Με την έννοια του Vorstehen(να στέκεσαι μπροστά) του Μ. Χάιντεγγερ, στην οντολογική του σημασία. Επίσης, διαβάζουμε στο έργο του Γιάννη Δάλλα, Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη: «Για την αυθεντική [με την χαιγντεγγεριανή σημασία υποθέτω] ύπαρξη ποτέ δεν υπάρχει παγίωση. Δεν υπάρχει συμβατική επιβίωση, παρατεταμένη μακροημέρευση, φυσικός μαρασμός και τέλος ο θάνατος. Υπάρχει, κάθε στιγμή, η διαθεσιμότητα της για επανύπαρξη. Και επανύπαρξη δεν σημαίνει εξέλιξη της αρχικής της μορφής. Δεν σημαίνει διαφοροποίηση του εγώ της απέναντι στην πραγματικότητα. Σημαίνει κυριολεκτικά αναγέννηση της μέσα στα πράγματα.», (εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σ. 29).</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[17] Βλ. PaulRicoeur, Περί ερμηνείας, εκδ. Έρασμος, 2η έκδοση, 2008, σ. 34.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[18] Ό.π. σ. 36.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[19] Βλ, τη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ, όπου το έχει ήδη δείξει, αλλά και τον Φρόυντ που εξάγει το συμπέρασμα πως δεν υπάρχει συναισθηματική εμπειρία τόσο βαθιά θαμμένη, τόσο κρυμμένη ή τόσο διεστραμμένη ώστε να μην μπορεί να φτάσει στη σαφήνεια της γλώσσας και έτσι να αποκαλυφθεί με την ιδιαίτερη έννοια της, χάρη στην πρόσβαση της επιθυμίας στη σφαίρα της γλώσσας. «Η ψυχανάλυση, ως θεραπεία μέσω της ομιλίας, βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την υπόθεση, στην υπόθεση της πρωταρχικής εγγύτητας της επιθυμίας του λόγου», βλ. ό.π. σ. 37.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[20] «απ’ το μπλέ της Νικόπολης και την ώχρα του δεσποτάτου μου / και με κάτι εναέτια και ψηφίδες απ’ την αλεξανδρινή μου θητεία // Από καταποντισμένες πατρίδες το ύφος μου», Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ. 95.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">[21] Βλ. Γιάννης Δάλλας, Οι εφτά πληγές.</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">προστέθηκε στο Poeticanet στις: 13 Apr 2011</div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;"><br /></div><div style="text-align: justify;">βλ.</div><div style="text-align: justify;">:http://poeticanet.com/dokimia.php?subaction=showfull&id=1302693639&archive=&start_from=&ucat=87&show_cat=87</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-30664917878375356782011-10-23T20:24:00.003+03:002012-01-31T12:01:54.584+02:00Νάνος Βαλαωρίτης: «Η λογική μαζεύει τα φουστάνια της για να πηδήξει», μια κριτική αποτίμηση (του Πέτρου Γκολίτση)<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj2Ef5nbW1ltOq51xEHydt_v39MxmHqomiIT10P7HJYMh-ZtSDY1dEpLDGNuvLOSrQjcE8vUOoLWucISzPBqaaRttrKxa9A5DqYlJn0s7KPv3dC8Jbwsr4B8SghjpvXPv3-TiofFsbgE2ZY/s1600/valaoritis_big-802x10241.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5666740336837899874" style="margin: 0px auto 10px; display: block; width: 251px; height: 320px; text-align: center;" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj2Ef5nbW1ltOq51xEHydt_v39MxmHqomiIT10P7HJYMh-ZtSDY1dEpLDGNuvLOSrQjcE8vUOoLWucISzPBqaaRttrKxa9A5DqYlJn0s7KPv3dC8Jbwsr4B8SghjpvXPv3-TiofFsbgE2ZY/s320/valaoritis_big-802x10241.jpg" border="0" /></a>Αναδημοσίευση απ' το Poiein, 2011.<br /><br />Ο ποιητικός τρόπος του Νάνου Βαλαωρίτη, η γλώσσα του, ενώ αποπειράται διαρκώς να εισέλθει στο πραγματικό και να γνωρίσει την όποια «πραγματικότητα», διατηρεί -κλείνοντας μας το μάτι- μια δυναμικά σταθερή απόσταση που αυξομειώνεται ανάλογα με την ένταση και τη φάση του έργου του και τη «διάθεση» του κινούμενου στόχου του εκάστοτε «πραγματικού» που τον απασχολεί. Ενώ προεξοφλεί το μάταιο και τραγικό του κόσμου, επιλέγει τον δρόμο της διαρκούς απορίας, όπου τα πράγματα αδιάκοπα επανατίθενται και ταξινομούνται εκ νέου, συναρμολογούμενα και αποσυναρμολογούμενα μέσω της πρόθεσης του για διαρκή και ενεργή από-οικειοποίηση. «Εντασσόμενος» στην παράδοση και τη διάθεση των Ρώσων φορμαλιστών, προτάσσει την από-οικειοποίηση παρουσιάζοντας και θέτοντας τα γνωστά και οικεία αντικείμενα ως άγνωστα και διαφορετικά (ως πρωτο-ιδωμένα και πρωτο-γνωριζόμενα). Το πρωτο-ιδωμένο ως κατόρθωμα τον συνδέει και με μια ανθρωπολογική προοπτική. Κινείται έτσι από την προ-ιστορία και τους προλογικούς σχηματισμούς και τρόπους έως την μετα-λογική «διάθεση», που είναι παρούσα στο έργο του, μέσω της διαρκούς παρακολούθησης του των λογοτεχνικών αλλά και μεθοδολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Η αν-οικείωση (από-οικειοποίηση) συνεπώς στο έργο του δεν εμφανίζεται ως κάτι αναγκαίο, ως ένα «φιλί ζωής» στην τέχνη, αλλά ως κάτι φυσικό, ως ένα περπάτημα ή μια αναπνοή που προκύπτει αβίαστα λόγω της μακράς και επίμονης προ-παίδευσης του.<br /><br />Γυμνασμένα και μεγάλα πνευμόνια σαν τα δικά του «προδίδουν» πως αντιλαμβάνεται το έργο τέχνης ως κατασκευή (artefact) και όχι ως δημιουργία. Εμφανίζεται ως έμφυτη η δυνατότητα του για κατάκτηση ύφους, ωστόσο ο μυημένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται, πως είναι κατόρθωμα διαρκούς και μόνιμης συνειδησιακής εγρήγορσης και έγνοιας. Η εποχή μας απαρτίζεται (όπως κι άλλες εποχές υποθέτω) από θιασώτες, δηλαδή φιλόμουσους, βιβλιόφιλους και φιλότεχνους που αναζητούν το «ωραίο», το «υψηλό» και το «μοναδικό» έργο, αρκούμενοι στο να απομνημονεύουν μόνο ονόματα συγγραφέων και καλλιτεχνών, χωρίς καν να γνωρίζουν τους τίτλους των έργων, πόσο μάλλον τα μέρη, τα ποιήματα και τους στίχους. Ο Ν. Βαλαωρίτης οικοδομεί σε περιοχή αχαρτογράφητη και υπερυψωμένη, απευθύνεται στους λίγους επίμονους και δουλευταράδες ομότεχνους του που με χειρονομίες και σχετικά από μακριά και με παρεμβολές κουνάνε τα χέρια τους απελπισμένοι και με παράπονα, καθώς μόνο κάπως συνεννοούνται (το ζήτημα ίσως είναι να συμπεριληφθεί κανείς σʼ αυτούς και να αναγνωρίσει και τον εαυτό του στον στίχο του Ν.Β. «λυπάμαι αυτούς που διαισθάνονται τι συμβαίνει», κι απʼ την άλλη να καταλήξει να θεωρεί την τρέχουσα θέαση του –έστω και λανθασμένα- κοπιώδη κατάκτηση). Όσοι είναι «έξω απʼ τον χορό» υποθέτουν τα ανόητα και απερίσκεπτα δικά τους (βλ. και το ABC of reading του Pound), «κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα και περιμένεις να σου πέσουν οι λέξεις απʼ τον ουρανό», ενώ ο Ν.Β. αναζήτησε τη μούσα όσο λίγοι και την κατέκτησε, κουράζοντας, στην ουσία εξαντλώντας, τόσο το συνειδητό όσο και το ασυνείδητο του, «η διάλυση είναι μεγάλη, φθείρονται οι κουρτίνες…τα λόγια θρυμματισμένα…μάταια ο κόσμος χτυπιέται…το πρόσωπο λείπει».<br /><br />Το ποιητικό του έργο ως γεγονός που συμβαίνει, δεν είναι ενδολεκτική πράξη (illocutionary act), ούτε φέτα ή φέτες ζωής (slices of life), αλλά ανοιχτή και διαρκής ενιαία κατασκευή που κεφαλαιοποιεί τα μοτίβα του επαναλαμβανόμενου μακρόκοσμου και μικρόκοσμου του (χωρίς αυστηρό προσχέδιο ωστόσο) και συνενώνει δημιουργικά και μυθοπλαστικά το πραγματικό με το δυνητικό, εκφράζοντας το πραγματικό ως δυνητικό και το δυνητικό ως πραγματικό. Ο πραγματικός αναγνώστης-ομότεχνος οδηγείται δια της εκπλήξεως στο να εισέλθει στο έργο του και εγκαθίσταται εν βρασμώ στο εσωτερικό του, μετέχοντας στη λειτουργικότητα του ενιαίου συνόλου. Ενώ δεν θεωρεί την λογοτεχνική γλώσσα ανώτερη από την κοινή, απεναντίας από τα πάλλοντα σημεία της ζωντανής γλώσσας κατασκευάζει το λειτουργικό μοντέρνο-«μυθικό» του όραμα, σκάβει τον κόσμο και τον συναρμολογεί πρόσκαιρα επαναθέτοντας τον. Η τέχνη του εμφανίζεται λοιπόν κι ως άσκηση και εφεύρεση, καθώς αναζητά διαρκώς τρόπους να υπερβεί τα αδιέξοδα, γεγονός που το κατορθώνει ικανοποιητικά καθώς τα αδιέξοδα μετατίθενται και τίθενται εκ νέου και αυτός τα παραμερίζει διαρκώς και αυτά ξανατίθενται και αυτή η διαδικασία δεν τελειώνει, ωσότου τελειώσει. Παίρνουν σειρά οι ομότεχνοι ωσότου κι αυτοί… Στην τελική σύγκρουση κυριαρχεί η έκπληξη και η απορία.<br /><br />Συνειδητά αποκαλύπτει την αρματωσιά του, τον εξωσκελετό (ως εξωτερική ορατή δομή που υποστηρίζει και προστατεύει) του ποιητικού του σώματος και της σκέψεως του, ο οποίος είναι εμφανής στο λογοτεχνικό του έργο, μοιράζοντας κλειδιά στα χέρια αυτών που ξέρουν να τα αρπάξουν. Απλώνει το χέρι λοιπόν στο παιδί, στον προϊστορικό άνθρωπο, στη μάνα, στην ερωμένη, στον ομότεχνο του, στο συγκαιριανό του. Τα κλειδιά αυτά σαν μπαλόνια πολύχρωμα με ήλιον (το χημικό στοιχείο) ανεβάζουν στον ουρανό τους μετέχοντες οι οποίοι βλέπουν το χαοτικό σκοτάδι της σκηνής, τόσο από κάτω τους όσο και από πάνω τους, εκεί που πρόσκαιρα οδεύουν, καθώς ο ουρανός τελειώνει μαζί με τα σύννεφα «σύννεφα έ ρ μ α από βοσκό», «σύννεφα όντα απροσδιόριστα», «σύννεφα ταβάνια στον ουράνιο θόλο», «σύννεφα που προφητεύουν σύννεφα που προφητεύουν σύννεφα», ενώ κάτω στη μαύρη γη «λείπει απʼ τις θάλασσες ο καπετάν Κανένας» (ο κανένας με την έννοια του θεού, σημασία που συναντάται ενδεικτικά και στον Paul Celan (Του Κανενός το Ρόδο –Die Niemandsrose-) αλλά και παλιότερα στον William Blake και στον Nobody του). Ξεδιπλώνει έτσι το «εσωτερικό του περιβάλλον» και μας παρασύρει στον εφιαλτικό-ονειρικό και πυρετικό του χώρο, όπου παλινδρομούμε αδιάκοπα (μας θέτει στην παλινδρόμηση) ανάμεσα στα δύο σκοτάδια, το πάνω και το κάτω, το ουράνιο και το χθόνιο, σε μια περίκλειστη σφαίρα, ιδρωμένοι. Εκεί αντί να ξεχαστούμε ή να βολευτούμε κάπως, μας λέει χαμογελώντας και ευγενικά πως πρέπει να μάθουμε να πετάμε με το κεφάλι πλέον έξω απʼ τις αισθήσεις και μέσα από τις μνήμες και τους τρόπους (καλλιτεχνικούς και μεθοδολογικούς), να συνηθίσουμε –τάχα- τον ίλιγγο, τον ίλιγγο που δεν συνηθίζεται (αυτό μας φωνάζει και μας δείχνει διαρκώς). Κλίμα που είναι πολύ ξεκάθαρο στο σύνολο το έργου του, μα και κυρίαρχο στην εξαιρετική συλλογή Στο κάτω-κάτω της γραφής. Επιστρέφουμε λοιπόν από το υποτιθέμενο «εξωτερικό γεγονός», το οποίο παλεύει να σχηματιστεί, άλλοτε στην ημι-συνειδητή ανυπαρξία και άλλοτε στη μοναξιά του διαρκώς κυοφορούμενου θανάτου μας ( «Το ποίημα του κανενός» και «Ανώνυμο ποίημα του φωτεινού Αϊ-Γιάννη», από τη συλλογή Ποιήματα ΙΙ). Κατορθώνει να ξεφεύγει από το «εξωτερικό γεγονός» το οποίο έρχεται να τον συναντήσει και του διαφεύγει αδιάκοπα, τη μια γελώντας, την άλλη θλιμμένος, αλλά πάντοτε απορημένος. Του ξεφεύγει, ωσότου δεν θα του ξεφύγει, καθώς θα έλεγε κι ο ίδιος.<br /><br />Κυρίαρχη αίσθηση, λοιπόν, στο έργο του η αίσθηση της διαρκούς απορίας. Η γλώσσα του δεν εκτοπίζει απʼ το κείμενο-ποίημα μεγάλο μέρος του εμπειρικού του περιεχομένου, ασχέτως αν καταλήγει το εμπειρικό και το φανταστικό να γίνονται ένα στην περίπτωση του. Η εμπειρία-αίσθηση που έχει του κόσμου, περνάει αυτούσια στο χαρτί μέσω του συνόλου του έργου του που αδιάκοπτα το ένα μέρος ενισχύει το επόμενο κι όλα μαζί δομούν το μοναδικό του τρόπο. Η ποίηση του καταλήγει να συλλαμβάνει τον κόσμο με μια ματιά, η οποία ταυτίζεται και με τη ματιά του, τη ματιά και του ανθρώπου Νάνου Βαλαωρίτη.<br /><br />Η ποίηση του, επομένως, τίθεται εκ νέου αδιάκοπα ως μια διαρκής έκπληξη («μόνο η περιέργεια προοδεύει, με άλματα επί κοντώ επιτόπου, όλα όσα αγάπησα απομακρύνονται…η ζωή μετακινείται επικίνδυνα, κι όπου να ʽναι θα σπάσουν τα σχοινιά και πέφτουν μπρούμυτα κι ανάσκελα»). Επαναθέτει τον κόσμο εξ ολοκλήρου και μετά από λίγο παρατηρεί κάθε φορά, μετά την πρώτη απορία -που επιμένει ωστόσο, το κυρίαρχο αίσθημα του εγκλωβισμού του ανθρώπου, που προκύπτει πρωτίστως από αίτια οντολογικά και δευτερευόντως από κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά («μια νέα ζωή απάνθρωπη ρευστή σαν τον υδράργυρο»). Ποιητής του «Είναι», μετέχει εκτός από την εκδήλωση του ποιητικού φαινομένου και τη συνέχεια του στον εικοστό αιώνα, στη φιλοσοφική και μεθοδολογική εξέλιξη την οποία δοκιμάζει στην ποίηση του ανανεώνοντας την ποιητική εκφραστική του ανθρώπου. «Οντολογικός» ποιητής σηκώνει στη λογική τα φουστάνια και εμφανίζονται προϊστορικοί άνθρωποι με λοξά κεφάλια και παιδικά μπαλόνια καθώς «η αυγή ξεμυτίζει φορώντας τα ροζ της γυαλιά». Αυτό το μπαλόνι σʼ αυτό τον ουρανό είναι που δεσπόζει αλλιώς τώρα σαν ήλιος «στο λόφο της καρδιάς» ως «ιδέα ό,τι θα είμαστε για πάντα κλεισμένοι εδώ» και έτσι παραγγέλνει τον κλειδαρά και τη ράφτρα για «να ράψει εμένα στο κρεβάτι μου, τη μύγα στο ταβάνι, τη λάμπα στο χαρτί, τα λόγια μες στο στόμα» (απʼ τη συλλογή Ήλιος, Ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης).<br /><br />Η ποίηση του ανοιχτή και διόλου αυτάρεσκη, θέτει τον Άλλον ως κέντρο, τον άλλον ως άνθρωπο αλλά κι ως αντικείμενο και ως κυρίαρχη ατομική και συλλογική διάθεση. Συγχωνεύεται λοιπόν με τον Άλλον με τρόπο καινούργιο και ολότελα δικό του («δεν υπάρχει το εκείνο, του εκείνου που ονομάζω το άλλο, να εδώ παραπέρα, θα σμίξουν τα χνώτα μας, με δόντια που τρίζουν»). Οι ρίζες του «ανάποδες» στον ουρανό, στον υπερρεαλισμό, απλώνεται κάθετα και δικτυωτά προς τη γη, γνήσια και ουσιαστικά φορμαλιστικός, συνδυάζοντας και ταξινομώντας τον κόσμο αδιάκοπτα σε νέους οπτικούς και ηχητικούς συνδυασμούς (μεταξύ άλλων συνδυασμών και ταξινομήσεων: του δραματικού που συνυπάρχει με το κωμικό, το τοπικό με το παγκόσμιο, το τρέχον με το ιστορικό και το προ-ιστορικό, το λογικό με το προ και μετά-λογικό, το τυπικό κοινωνικό με το άναρχο, εξομοιώνοντας το πνευματικό με το καθημερινό). Καταλήγει στη γη και τότε γράφει με «μια γραφή σαν κηδεία που αργά προχωράει με σκυμμένο κεφάλι και διάθεση μαύρη» και μετά αμέσως ξαναπογειώνεται και ως εκκρεμές μεταξύ ουρανού και γης παλινδρομεί εκφράζοντας κυρίως την απορία του ανθρώπου, καθώς με τα χρόνια «τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται όλο και πιο δυνατά».<br /><br />Σʼ αυτό το πλαίσιο κατανοώ και την αγάπη του για τον φορμαλισμό, στον οποίο πατάει βαθιά και ουσιαστικά, ένα φορμαλισμό ανοιχτό και μη αυτάρεσκο ως σύστημα, διόλου παγιδευμένο στη ναρκισσιστική καλλιτεχνική έκφραση, αλλά ικανό να συνδυάζει και να ταξινομεί αποφέροντας ανεπανάληπτη μαγεία, ικανό να απλώνεται αδιάκοπα μεταθέτοντας τα όρια του κόσμου και του ανθρώπου. Εδώ τοποθετείται και το ουσιαστικό και βαθύ ενδιαφέρον του για το μαγικό παραμύθι, ως αποτέλεσμα της συλλογικής φαντασίας χωρίς τη κυρίαρχη βούλα του συνειδητού σχεδιασμού, αλλά και ως ανοιχτή διαδικασία μετασχηματισμού της μορφής και του περιεχομένου του σε διαρκή συνάφεια με το μεταβαλλόμενο περιβάλλον («το ταβάνι σιγά σιγά μετατοπίζεται», «το τρένο απομακρύνεται σφυρίζοντας») και την ρέουσα ύπαρξη και αντίληψη. Στην άλλη άκρη εκδηλώνεται η αγάπη του για τον Όμηρο και τον Joyce. Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι «τελικά» ο ουσιαστικός εκφραστής του νεοελληνικού «αστικού» μύθου (με την έννοια του άστεως), καθώς γνήσια πατάει στο άμεσα και έμμεσα (ως ζώσα αύρα) βιωμένο παρελθόν, μεταθέτει («έκανα πίσω ολοταχώς για να πάω πιο γρήγορα μπρος») στο δυναμικό και συν-διαμορφωνόμενο μέλλον ως εκφραστής της συλλογικής φαντασίας, με ισχυρό σύγχρονο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό οπλοστάσιο, τον ανοιχτό τρόπο της «μαγικής» και «μυθικής» φόρμας. «Σβήνει» μέσα στον Άλλον, στη μοντέρνα και μετα-μοντέρνα παράδοση, στο μικτό είδος, διατηρώντας την ακεραιότητα του και το στίγμα του και συγχωνεύεται μαζί του και βλέπει θέτοντας τον κόσμο και την πόλη εκ νέου, μεταφέροντας μέχρι και την πλαστικότητα των ειδωλίων στην ποιητική του τέχνη. Από τόσο βαθιά ξεκινάει και εκτοξεύεται στο παρόν πυροδοτώντας την εποχή και τους υπόλοιπους. «Να πλαγιάσουμε κι εμείς να κοιμηθούμε λίγο, έτσι μιλούσαν τα άλογα, που δεν γνωρίζουν θάνατο, και λέγαν ό,τι τους περνούσε απʼ το μυαλό, λόγια άσκοπα…και προχωρούσε η μέρα, το μεγάλο πράμα, δεμένη χειροπόδαρα στο άρμα του καιρού…και του νερού η δύναμη, μέσα στα αυλάκια έτρεχε, σαν τρελή για να προλάβει κάτι».<br /><br />Ενώ σύμφωνα με τον Αντρέι Μπέλι «η πραγματική δημιουργική δύναμη δεν μετριέται με τη συνείδηση -η συνείδηση έρχεται πάντα μετά τη δημιουργία», ο Ν. Βαλαωρίτης αφήνει λίγο περισσότερη απόσταση μεταξύ δημιουργίας και συνείδησης απʼ τους υπόλοιπους συγκαιριανούς του, γεγονός όμως που σε βάθος χρόνου «λογικά» θα επιστρέφει υπέρ του.<br /><br />Κλείνοντας ξανασημειώνω πως τo έργο του, ποιητικό (αλλά και το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό), συνολικά τίθεται και προσλαμβάνεται ως «αληθινή» πραγματικότητα, κατοικείται από το Είναι (με την Χάιντεγκεριανή έννοια), και παραμένει έτσι γνήσιο σε όλες του τις εκφάνσεις ως διαρκές Είναι προς θάνατο, που ενώ αυτοαναφέρεται ανοίγεται προς τον κόσμο και τον άνθρωπο και παραμένει ανοιχτό ως την προτελευταία δημοσιευμένη ποιητική του συλλογή (Άνθη θερμοκηπίου). Συλλογή που εμφανίζεται ως μεγάλος και πάλι τεχνίτης, με πιο ανατρεπτική διάθεση και κρατώντας ακόμη μεγαλύτερη απόσταση απʼ τα γραφόμενα του. Μια γλυκιά και ευφυής ειρωνεία διαποτίζει το έργο και μια απλότητα που συνδυάζει μια σπιρτάδα με την πλήρη σχεδόν αποδοχή του τραγικού και του παράλογου. Φαίνεται να επινοεί πλέον τον κόσμο με την κίνηση των δακτύλων του, με εξαιρετική ευκολία μα και με κάποια αμηχανία μπροστά στο επερχόμενο τέλος. Οι νέες διατάξεις και οι συνδυασμοί ταξινομούν με Βαλαωρίτεια άνεση τα φαινομενικά ετερόκλητα και ετεροχρονισμένα. Η σημασία έτσι που δίνει ο ίδιος στη δομή, του κόσμου, του πραγματικού, συστήνει ένα πρότυπο, το δικό του στην προκειμένη περίπτωση. Η τελευταία του συλλογή «Γραμματοκιβώτιο ανεπίδοτων επιστολών» συμπληρώνει και ενισχύει αυτή την εικόνα.<br /><br />Παραθέτω λίγους στίχους του που συνοψίζουν τον άνθρωπο, τον ποιητή και τα παραπάνω νομίζω, μοναδικά:<br /><br />Ανάμεσα στο πλοίο και την αποβάθρα το χάσμα μεγαλώνει<br />Η σκοπιά μου έστω και λανθασμένη<br />Η λογική μαζεύει τα φουστάνια της για να πηδήξει<br />Το βράδυ έρχεται για να διαπιστωθεί<br />Παράλογες σημαιούλες κουνάνε στη γέφυρα<br /><br />(από τη συλλογή στο Κάτω-κάτω της γραφής).<br /><br />-----<br /><br />βλ. Ποιείν: http://www.poiein.gr/archives/14447/index.html</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-79045820944982718002011-07-14T00:16:00.002+03:002011-07-14T00:24:34.977+03:00Τάκης Βαρβιτσιώτης, "Μέσα στον ίσκιο το ανοιγμένο ρόδι"<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinwIe97U8nYWDKFgP0Xxi4w1C-hTdv8eP5oZPiIO9hV1oDmVOpbXBf6brfNzLildQp0qXRyLuocb5yLaPMcduTrXM6vJeE2NqBfAq6GZbfUT0DIhM386PAYSvfurRLmSf1o7qy253t3l7W/s1600/Varvitsiotis.JPG"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5628950531429581874" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; CURSOR: hand; HEIGHT: 212px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinwIe97U8nYWDKFgP0Xxi4w1C-hTdv8eP5oZPiIO9hV1oDmVOpbXBf6brfNzLildQp0qXRyLuocb5yLaPMcduTrXM6vJeE2NqBfAq6GZbfUT0DIhM386PAYSvfurRLmSf1o7qy253t3l7W/s320/Varvitsiotis.JPG" border="0" /></a><br />Σημαντικός ποιητής ο Τάκης Βαρβιτσιώτης. Λυρικός, γνώστης ουσιαστικός του τραγικού, αντιπαραθέτει συστηματικά και συνειδητά τη λυρικότητα του δια βίου. Διαλέγει τον δρόμο της ελπίδας. Ευγενέστατος και γλυκύτατος άνθρωπος επίσης, στοιχεία που περνάν και στο ποιητικό του έργο. Απερίσπαστος, ερωτευμένος με την ποίηση (δια βίου), την άσκησε ως ταπεινός τεχνίτης, ως λεπτουργός, σκυμμένος στις λεπτομέρειες της, δουλεύοντας τις καμπύλες, πονώντας τες. Το άνοιγμα του στο χριστιανικό στοιχείο ίσως ξενίζει την "εποχή" μας, ωστόσο δεδομένης της ευγένειας και της διακριτικότητας του, δεν αλλοιώνει και δεν αλλάζει την καλοπροαίρετη προσέγγιση μας στο έργο του. Καθαρό και προσωπικό το έργο του κορυφώνεται με τα «Νήματα της Παρθένου»<br /><br />5<br />Μεσ' απ' της μνήμης μου τα κρόσσια<br />Ανάβρυσε τούτη η ροή<br />Φέγγος γαλάζιο ενός αστείρευτου ουρανού<br /><br />6<br />Η λάσπη σκέπασε όλα τα ονόματα<br />Τα χαραγμένα πάνω στις πέτρες<br />Όλα τα ίχνη των αστροφόρων κοριτσιών<br /><br />10<br />Μέσα στον ίσκιο το ανοιγμένο ρόδι:<br />Αίμα που σπινθηροβολεί </div><br /><div align="justify"><br />85<br />Πλήθος άγγελοι πενθηφορούντες<br />Στροβιλίζονται<br />Στη χειμαρρώδη πρόσπτωση<br />Του υετού<br /><br />90<br />Μαβιά η μορφή της κάτω από το χιόνι<br />Διαιωνίζει μιάν υποχθόνια βλάστηση<br /><br />____<br />Περισπασμένος, δεν μπόρεσα να έρθω στην κηδεία σου εχθές (3/2/2011), στις 10:00 στο Ναό της Αγίας Σοφίας, πλάι στο πατρικό το σπίτι σου, στην Πρασακάκη.</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-2305478293475136622011-02-16T10:21:00.013+02:002011-02-16T10:32:30.562+02:00Μια τέχνη διορθωτική. Πάνω στην ποίηση του Γέωργιου Ράλλη<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwdO83mDFxIfty1l5hpKT5g_kZfoVkvjFwDutIMgIMSM4WIIXEPSebguJBDgS8pfSJkHj8ds9Lt60ljCrJf9_Eazzaz-DTg5HtkkPlvyEncdprqqDZcUkv292v20FdXjXK3Ho27uE7clWx/s1600/assets_LARGE_t_420_15185536_type11495.jpg"><img style="TEXT-ALIGN: center; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; DISPLAY: block; HEIGHT: 174px; CURSOR: hand" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5574200266056086178" border="0" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwdO83mDFxIfty1l5hpKT5g_kZfoVkvjFwDutIMgIMSM4WIIXEPSebguJBDgS8pfSJkHj8ds9Lt60ljCrJf9_Eazzaz-DTg5HtkkPlvyEncdprqqDZcUkv292v20FdXjXK3Ho27uE7clWx/s320/assets_LARGE_t_420_15185536_type11495.jpg" /></a><br />Τα ποιήματα του κ. Ράλλη είναι ποιήματα. </div><div align="justify">(βλ.<a href="http://www.poiein.gr/archives/12970/index.html">http://www.poiein.gr/archives/12970/index.html</a>). Ξαναδιαβάζω μετά από χρόνια τα “Επτά δοκίμια για την ποίηση” του Τ.Σ. Έλιοτ σε μετάφραση της Μ. Λαϊνά (εκδ. Γνώση, 1982) και επηρεασμένος απ’ το κλίμα όσων συμβαίνουν εκεί, τολμώ κάτι που μου έχει περάσει απ’ το μυαλό κι άλλες λίγες φορές στο παρελθόν στο Ποιείν. Αναφέρομαι σε μια τεχνική βελτίωση (σε μια τέχνη που πρέπει να παραμένει τέχνη διορθωτική, εδώ σκέφτομαι και τον Φαίδρο του Πλάτωνα), χωρίς προσθήκες φυσικά μα μόνο με αφαιρέσεις. Από μικρός σκέφτομαι με όρους “ζωγραφικούς”, αφαιρώ, κρύβω τα “περιττά”. Πρέπει να θυσιάζονται και καλά κομμάτια για να ορθώνονται και να πάλλονται καλύτερα τα υπόλοιπα, τα πιο “σημαντικά”, αυτά που είναι πιο κοντά σε αυτό που θέλει να πει ο ποιητής.<br /><br />Με την άδεια του ιδιαίτερου κ. Ράλλη, λοιπόν, παραθέτω το πρώτο ποίημα ξανά. </div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><div align="justify"><br /><br />Η ΜΑΝΑ<br /><br />Ακίνητη κοιτάς τον άδειο τοίχο<br /><br />“Καλώς το, το παιδί μου”,<br />με φίλησες<br />γεμάτη κατανόηση, μονολογείς<br /><br />“Να τρως, να τρως γερά”, μου είπες<br />και ξεψύχησες<br /><br />Στον θάλαμο σε βλέπουμε<br />εσένα και μια άλλη ξαπλωμένες.<br />Όλα τόσο ταιριαστά<br />σε ομάδες.<br /><br />Μα τόσο αφύσικο που δεν κινείσαι<br />Τόσο παράξενο στο βλέμμα<br />το στήθος σου, δεν ανέπνεει.<br /><br />_____<br />Θα πρότεινα εδώ, με όλο το σεβασμό στον κ. Ράλλη, το Ποιείν να πάρει και τη διάσταση του τεχνικού εργαστηρίου. Στο τέλος δεν είναι η ποίηση του καθενός μας που έχει σημασία, μα η ποιητική γενικά που πρέπει να δυναμώνει. Το Ποιείν, παρέχει έτσι μια μοναδική, αδύνατη ως τα τώρα δυνατότητα.<br /><br />Παραθέτω και το ποίημα:<br /><br />Πόσο γλυκός μπορεί να είναι ο άνθρωπος, όταν περιμένει τον θάνατο.<br />Ακίνητη και σαστισμένη ήσουν, κοιτούσες τον άδειο τοίχο<br /><br />Καλώς το μου το παιδάκι μου,<br />Είπες και με φίλησες<br />Και με ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση, μονολόγησες<br />Περιμένω να πάρω τον δρόμο, τον δρόμο τον μακρύ<br /><br />Να τρως, να τρως γερά μου είπες μόνο και, φιλάκια πολλά όταν έφευγα<br />Και έπειτα ξεψύχησες<br /><br />Τρεις και όρθιοι ήμασταν, αργότερα, στον θάλαμο να βλέπουμε εσένα και άλλη μία ξαπλωμένες.<br />Και ήταν όλα τόσο ταιριαστά, τόσο ομαδοποιημένα.<br />Και ήταν τόσο αφύσικο που δεν κουνιόσουν<br />Τόσο παράξενο στο βλέμμα το στήθος που δεν ανέπνεε.<br />______<br /><br />Το έργο το εικαστικό είναι το «We» του Μαουρίτσιο Κατελάν. Σε κλίμακα πειραγμένη αν και αληθοφανή, ο δημιουργός παρουσιάζει τον εαυτό του (νεκρό;) δύο φορές και τοποθετημένο σε ξύλινο κρεβάτι με λευκά κεντημένα σεντόνια. Ενα νεκροκρέβατο, μνημείο συνείδησης του τέλους.<br /><br />βλ. </div><div align="justify">http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=18326948</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-34630821534182448102011-02-10T12:27:00.009+02:002011-02-10T12:33:02.858+02:00Σύντομο σχόλιο στο "Εν Κρυπτώ και Παραβύστω" του Ιάσωνα Σταυράκη<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg9ZPu3e9fQRYINh0rECj6XqHIqBY1Y4j8QcuOo7cTwRFhMHRVayekzulOpLHQp85zrOuNYbGMhADHH8M6zHpXQNqGNHp0xMyaHVi2uV8Lve-UEvEBu6HN9FupislayLP8oRAET912HP7Al/s1600/pollock_number-8.jpg"><img style="TEXT-ALIGN: center; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; DISPLAY: block; HEIGHT: 257px; CURSOR: hand" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5572006207907551122" border="0" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg9ZPu3e9fQRYINh0rECj6XqHIqBY1Y4j8QcuOo7cTwRFhMHRVayekzulOpLHQp85zrOuNYbGMhADHH8M6zHpXQNqGNHp0xMyaHVi2uV8Lve-UEvEBu6HN9FupislayLP8oRAET912HP7Al/s320/pollock_number-8.jpg" /></a><br /><div align="justify">«Με τη λέξη σε ετοιμότητα οργασμού για να βγει η εικόνα», έλεγε ο Κακναβάτος και πρόσθετε: «το πεπρωμένο της λέξης είναι να εγκυμονεί εικόνα, που αυτή έχοντας μέσα της έγχρωμο σπέρμα, ανακυκλώνεται μέσα στις ίδιες μύχιες μήτρες που κυοφορούν τις λέξεις».<br /><br />Ασπόνδυλος Κακναβάτος κυρίως ο κ. Σταυράκης. Την παραπάνω “συμβουλή” την τραβάει στα άκρα της. Μας λεει τα κάλαντα με τρίγωνο και με σπιράλ και μας τραβάει πιτσιλιές με χρώμα. Υπάρχουν κορυφώσεις βέβαια, στιγμές καλές, δυνατές κάπως, μα δεν δένουν και δεν ρέπουν σε σύνολα. Το υπόβαθρο δεν έχει σφίξει ακόμη.<br /><br />Είτε προτάσσει την είκονα σε σημείο υπερβολής είτε θεωρητικολογεί εν ολίγοις.<br /><br />Απ’ το ποίημα-συνουσία λοιπόν ενός Κακναβάτου, στα βουλωμένα αιμοφόρα αγγεία του κ. Σταυράκη. Σφύξε, κρύψε, βρες σπονδύλους. Και όταν υπάρχει σπόνδυλος, π.χ στο δεύτερο ποίημα, τα οστά του θώρακα είναι τελικά είτε λειψά είτε μικρά και προτάσσουν την θεωρία. Η εικόνα τελικά βιάζεται για να βρει τον ρυθμό και κάπως άτσαλα ακολουθεί ετεροχρονισμένη.<br /><br />"Στην άκρη του δρόμου ο Πούσκιν γελούσε τραυλίζοντας πως μια χούφτα μπαρούτι ποτέ δεν ζύγισε όσο μια γραμμή"<br /><br /></div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><div align="justify"><br />βλ. Ποιείν: </div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><a href="http://www.poiein.gr/archives/12920/index.html">http://www.poiein.gr/archives/12920/index.html</a>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-86258880892395918632011-01-09T23:33:00.002+02:002011-01-09T23:39:31.138+02:00Πάνω στα "Τρία ποιήματα" του Γιώργου Καρτάκη στο Ποιείν<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiYxiWIMS4nsoS-czW3yjgKWi3n8sEq80-jAJxO379AkV11XtXR-s4SI8JhxQK0jIlPGR88oeW8W2RbS1PkS21C5cBB6S-eoaGsUj6htCKmZ4WTx1LwB3dLYSe7c7aV7ZJ3klPfcLJjRZow/s1600/frans_jacobs_le_juif_errant_12524813458714.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 274px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiYxiWIMS4nsoS-czW3yjgKWi3n8sEq80-jAJxO379AkV11XtXR-s4SI8JhxQK0jIlPGR88oeW8W2RbS1PkS21C5cBB6S-eoaGsUj6htCKmZ4WTx1LwB3dLYSe7c7aV7ZJ3klPfcLJjRZow/s320/frans_jacobs_le_juif_errant_12524813458714.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5560304031214156578" /></a><br />Πραγματικά ενδιαφέροντα τα ποιήματα του Γιώργου Καρτάκη (βλ. http://www.poiein.gr/archives/9737/index.html). Συνδυάζουν την τραγική αίσθηση με την οργή, διατηρώντας μια απόσταση από το υποκείμενο που εμφανίζεται να πάσχει τόσο από κοινωνικά όσο και υπαρξιακά αίτια. Ο λόγος ρέει ιδιόρρυθμα θυμίζοντας τη χοντρή μαύρη γραμμή-πινελιά του George Rouault.<br /><br />Η αποσπασματικότητα του λόγου, η κάπως διακεκομμένη ροή του προσθέτει. Ο πόνος εμφανίζεται γνήσιος. Ανοίγει διαστακτικά η “ψυχή” μα αποφασιστικά και αμετάκλητα καταθέτει. Αλλού σβήνει τον θάνατο με έρωτα μα επανέρχεται πάλι πονώντας μετέωρος στον εαυτό.<br /><br />Με χαρά διαβάζω και το σχόλιο του Γιώργου Πρίμπα πως ο ποιητής Γιώργος Καρτάκης “βιώνει το θάνατο και τον έρωτα πολύ έντονα κι έχει την ικανότητα να μεταφέρει τις εμπειρίες στο χαρτί[...]” και με συγκινεί η εμμονή του να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τα ποιήματα. <br /><br />Δυστυχώς δεν υπάρχουν πίνακες του Γ. Καρτάκη στο διαδίκτυο. Θα επιθυμούσα πραγματικά να δω. <br /><br />H Guernica του Picasso δεν προσθέτει στα ποιήματα, αφαιρεί θα έλεγα. <br /><br />Εξαιρετική ανάρτηση. Δυο τρια ποιήματα ακόμη θα συμπλήρωναν μια πρώτη εικόνα.Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-77625312662904643912011-01-09T19:40:00.007+02:002011-01-09T21:32:37.859+02:00Με αφορμή τις "Κραυγές πίσω από το παραβάν" της Λαμπρινής Αιωροκλέους<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiinIzF6-hBsCxa5KQMfsUKcR_OCkVAkaOORqra_rsY_2h2chb8gaoaLmBK961MExvOZ-dUtCxdEsxM7ZEE4d3eQ2aQg3IfIZxwBXnCO-8Ln-fG71EDatIGHpL5VFBCsEeFvgsIe5eYia1V/s1600/penck2.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5560243027800692418" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 200px; CURSOR: hand; HEIGHT: 199px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiinIzF6-hBsCxa5KQMfsUKcR_OCkVAkaOORqra_rsY_2h2chb8gaoaLmBK961MExvOZ-dUtCxdEsxM7ZEE4d3eQ2aQg3IfIZxwBXnCO-8Ln-fG71EDatIGHpL5VFBCsEeFvgsIe5eYia1V/s320/penck2.jpg" border="0" /></a><br /><p align="justify">“Ας σκεφτεί ο κύριος Γκολίτσης, τον οποίο εκτιμώ σημειωτέον, πως όταν εκείνος πήγαινε σχολείο (όντας και ένας από τους νεαρότερους εδώ), είχαν ακόμη, αν δεν κάνω λάθος, τα πολυτονικά, τις εξάρσεις της καθαρεύουσας από γραφικούς καθηγητίσκους και άλλα που σ’ εμένα που πήγα πρώτη δημοτικού το 1999 είναι ΑΓΝΩΣΤΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΑΔΙΑΦΟΡΑ.” Λ.Α.</p><p align="justify">βλ.<br />http://www.poiein.gr/archives/12440/index.html<br /><br />Aγαπητή Λαμπρινή κάνεις λάθος. Τα πολυτονικά και οι λοιπές εξάρσεις που αναφέρεις δεν μας άγγιξαν σχεδόν καθόλου (κάτι ελάχιστα πήγαν να μας ψελλίσουν στις αρχές-αρχές μαζί με τα “τα” και τα “να”, “να ένα μήλο” και μετά εξαφανίστηκαν δια μαγείας). Η απόσταση μας δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θες να φαντάζεσαι, ώστε να προσδιορίσεις «θέση» μέσα από μια τέτοια έτοιμη και “εύκολη” «αντίθεση». Συνεπώς, και σε “μας” θα μπορούσαν ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης να είναι εξίσου “μακρινοί και αδιάφοροι” καθώς λες. Η διαφορά μας αν θέλεις έγκειται στο σεβασμό που τρέφουμε σε μια “ιστορικότητα” (μην πάει το μυαλό σου σε κατασκευασμένες ελληνικότητες) η οποία πρέπει αδιάκοπα να ανακαλύπτεται στα πλαίσια μιας “ροής”. Ο στόχος ο τελικός είναι να διαβάζει κανείς τον Όμηρο απ’ το πρωτότυπο και να νιώθει τη γλώσσα από μέσα. Προέχει η απαίτηση και η ανάγκη για σαφήνεια και καθαρότητα και από εκεί θα μπορούσε να ανατρέχει κανείς πάλι και πάλι στον Πάουντ, τον Έλιοτ, τον Ρίλκε, τον Χαίλντερλιν, τον Σεφέρη, τον Ελύτη.<br /><br />Βρες τον «γενέθλιο» λυρισμό σου (γενετήσιο νομίζω στην περίπτωση σου) και με υπερρεαλιστική διάθεση αν θες, σκάψε μέσα σου να βρεις με διάθεση σαφήνειας και καθαρότητας τελικά τι συμβαίνει, τι μπορεί να συμβεί και τι θα συμβαίνει. Το «Εγώ» σου μπορεί να συνεχίσει να παίζει πρώτο ρόλο, αυτή είναι η εποχή μας και είμαστε νομίζω ακόμη στην αρχή. Μακριά δηλαδή τα μεγαλόστομα και τα επικά από εμάς.Το ηρωικό στοιχείο, οι μονοκρατορίες στην έκφραση και οι μόνιμες παραδομένες αξίες ανατράπηκαν και τότε από έναν Αρχίλοχο στην Πάρο και μια Σαπφώ στη Λέσβο. Γίνε μέρος αυτού του ποταμού (διάβασε τις “Συνεκδοχές” του Γιάννη Δάλλα). Θέλεις δεν θέλεις αυτό που μόλις ξεκινάς να κάνεις “έρχεται” απ’ τον Ελύτη ή απ’ τις δυνάμεις που “έβαλαν” τον Ελύτη να κάνει αυτά που έκανε, δηλ. να συνδυάσει την επανάσταση του αρχαίου λυρισμού με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Πέρασε τα όλα αυτά στην ποιητική σου. Εμένα «άσε» με στο “αγγελικό και μαύρο” φως του Σεφέρη, εσύ είσαι ένας αιολέας του απολλώνιου φωτός. Απλά για την ώρα μπερδεύεσαι και βάζεις τρικλοποδιές στον εαυτό σου. Πέσε αν θέλεις (απλά μην εκτίθεσαι πολύ). Πρέπει στο τέλος να καταλήξεις να διαβάζεις Σαπφώ απ’ το πρωτότυπο, για τον “θεό”!, ΚΑΙ όχι να σκαλώνεις στα ελληνικά του 19ου αιώνα, ο οποίος έτσι κι αλλιώς, λογοτεχνικά είναι καταπληκτικός και βαθύς. Κι μην ξεχνάς, αν θες να κάψουμε ελληνικές σημαίες θα έρθω μαζί σου (ώστε να καταλάβεις τι συμβαίνει).<br /><br />Γράφει ο Ελύτης: “Ο Έσπερος της Σαπφώς εξακολουθεί να λάμπει πάνω από τα κεφάλια μας κι η ροδιά του Αρχίλοχου ν’ ανθίζει στον κήπο μας, όταν μεγαλόπρεπα υπερωκεάνια του Βαλερύ Λαρμπώ βρίσκονται από καιρό σε κάποιο λιμάνι, παροπλισμένα” (βλ. Δ.Ι. Ιακώβ, Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη και άλλες νεοελληνικές δοκιμές, Ζήτρος, 2000 και Γιάννης Δάλλας, Συνεκδοχές, Ίκαρος, 2010). Προς τα εκεί δείχνει η ποιητική σου, από εκεί ξεκινά και εκεί πηγαίνει κι αυτός ο δρόμος είναι δρόμος ανοιχτός και όχι κλειστός καθώς θα έτεινες να υποθέτεις.<br /><br />“Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Αλλ’/ Η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται.”, “Λέω: καταρκυθμεύω.” (Ο. Ελύτης, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας).</p><br /><div align="justify"></div><br />βλ. και<br />http://www.poiein.gr/archives/12440/index.htmlPetros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-74117311980400926982011-01-07T20:12:00.011+02:002011-01-07T20:25:39.691+02:00Λαμπρινή Αιωροκλέους, "Κραυγές πίσω από το παραβάν"<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEha2_DUjle63xsjx5bqmm7nZ3ugOW4nYYXCKHEPYtfN4FkTVCVI5-vlj1J1tz4sdbrydbSudtiChVy5BWjxRI9MhKQBDrCm57X4_SUxl5j6S-uSYb_1X1oLYag4j_bdT8uhgETeRET8uRbG/s1600/Yassine_El_Mansouri-6021.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5559509931194484050" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; CURSOR: hand; HEIGHT: 214px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEha2_DUjle63xsjx5bqmm7nZ3ugOW4nYYXCKHEPYtfN4FkTVCVI5-vlj1J1tz4sdbrydbSudtiChVy5BWjxRI9MhKQBDrCm57X4_SUxl5j6S-uSYb_1X1oLYag4j_bdT8uhgETeRET8uRbG/s320/Yassine_El_Mansouri-6021.jpg" border="0" /></a><br /><div align="justify"><br /><br />Τι περιμένεις/να παραφυλάξω στο σπίτι του νεκρού με την<br />Κοκάλινη κληματαριά/Το όνομά μου είναι ενιαίο/σαν το κροτάλισμα<br />Σύλλαβέ με/[...]Πρέπει να υπάρχει συνοχή/Στην ομιλία/Στο σκούντημα<br />Τα πόδια της νύφης φυραίνουν με τα δευτερόλεπτα/σαν εκκολαπτόμενα ροκανίδια<br />-ποιος θα αρνούταν να δει-/κανείς• έβγαλε το κεφάλι του/έξω από το/<br />παράθυρο/Μετά από λίγο το χέρι του/το πόδι του/Τελικά έγινε ένα με το χιόνι/<br />Και τα ονόματα έτρεχαν σαν τους ποντικούς να προλάβουν τη βροχή<br />/[...]Σύλλαβέ με από αγάπη/Αυτό μάλιστα. </div><br /><div align="justify"></div><br /><div align="justify"><a href="http://www.poiein.gr/archives/12440/index.html">http://www.poiein.gr/archives/12440/index.html</a><br /><br />H Λαμπρινή Αιωροκλέους έκανε άλματα μπροστά και αποκαλύπτει ταυτόχρονα τον δρόμο που έχει μπροστά της να διασχίσει. Γνήσια, μελετηρή και αισθαντική, παίρνει πλέον κάποια απόσταση απ’ τον εαυτό της και τα γραφόμενα, κοιτάει τι γίνεται γύρω της, τι έχει γίνει. Γίνεται γυναίκα, αφήνει πίσω την “οργή” και προσπαθεί πλέον να δομήσει, αντιλαμβανόμενη τα πλαίσια, τα συμφραζόμενα. </div><br /><div align="justify"><br />Ας προσθέσω ως δρόμο δυνατό ή πιθανό, τον δρόμο του κλαδέματος. Να σφίξουν τα ποιήματα. Κάνουν κοιλιά γιατί απλώνονται πολύ, επαναλαμβάνονται σε σημεία, μα στο τέλος πάντοτε ανεβαίνουν, ανεβαίνουν αρκετά. </div><br /><div align="justify"></div><br /><br />Ξεφέυγει απ' τη "Νύφη" του Ντυσάμπ, απ' το dada και τον υπερρεαλισμό "Τα πόδια της νύφης φυραίνουν με τα δευτερόλεπτα/σαν εκκολαπτόμενα ροκανίδια", απλώνεται, κοιτάει παραπέρα, βλέπει τους άλλους να τρέχουν ως ποντίκια για τη φήμη "τα ονόματα έτρεχαν σαν τους ποντικούς να προλάβουν τη βροχή" και η ίδια παραδίδεται στην αγάπη, στη σχέση "Σύλλαβέ με από αγάπη/Αυτό μάλιστα.". Τα καλύτερα είναι μπροστά της.Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-38552558927028747922011-01-06T19:32:00.004+02:002011-01-06T19:39:23.753+02:00Arthur Rimbaud, "Φωτοχυσίες" (η μετάφραση του Κώστα Ριτσώνη και ένα σύντομο επίμετρο)<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgcXBD0gP_tcK07qp_SwCYXCCPjfLt1rxi7iqd6zSUZY2mqOJ1OlVMZbeGRmdxd5vHnFUh3EdIUc5fzyeENcgY-QD8FiPHmLzxhF3E9zZQy7xEqWr3NABE1EyVgOUKPJk9xQdpXUX9I8Dl3/s1600/Arthur-Rimbaud.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5559128590896301186" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; CURSOR: hand; HEIGHT: 206px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgcXBD0gP_tcK07qp_SwCYXCCPjfLt1rxi7iqd6zSUZY2mqOJ1OlVMZbeGRmdxd5vHnFUh3EdIUc5fzyeENcgY-QD8FiPHmLzxhF3E9zZQy7xEqWr3NABE1EyVgOUKPJk9xQdpXUX9I8Dl3/s320/Arthur-Rimbaud.jpg" border="0" /></a><br />“Ριτσώνιες” οι μεταφράσεις καθώς και το επίμετρο. Με αγάπη τον μεταφράζεις, τον πονάς σαν δικό σου παιδί. Πατέρα Ριτσώνη, εκτοξεύτηκε ο Αρθούρος και ξέχασε να γυρίσει. Σε ευχαριστούμε. Να τον κάνεις βιβλίο ολόκληρο, να μας τον φέρεις και πάλι σαν φρέσκο ψωμί.<br /><br />βλ. Ποιείν:<br />http://www.poiein.gr/archives/11915/index.html<br /><br />ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ<br /><br />Είδα αρκετά. Η οπτασία αντάμωσε με όλους τους ανέμους.<br /><br />Είχα αρκετά. Βοές των πόλεων, το βράδυ και στον ήλιο, για πάντα.<br /><br />Γνώρισα αρκετά. Τα σταματήματα της ζωής. – Ω Βοές και Οπτασίες.<br /><br />Αναχώρηση μέσα στην τρυφερότητα και στον καινούργιο θόρυβο.<br /><br /><br />ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ<br /><br />Οι άμαξες ασημένιες και χάλκινες -<br /><br />Οι πλώρες ατσαλένιες κι ασημένιες -<br /><br />Δέρνουν τον αφρό –<br /><br />Ανασηκώνουν τα κούτσουρα απʼ τα βάτα.<br /><br />Οι δρομείς του χερσότοπου,<br /><br />Και τα απέραντα χνάρια της άμπωτης,<br /><br />Τρέχουν κυκλικά προς τη δύση,<br /><br />Προς τους στύλους του δάσους, -<br /><br />Προς τις βάσεις του κυματοθραύστη,<br /><br />Που η γωνιά του έχει χτυπηθεί από τους στροβίλους του φωτός.<br /><br />ΙLLUMINATIONS ή ΕΚΛΑΜΨΕΙΣ ονομάστηκαν οι πρώτες πεζές ξαφνικές εμπνεύσεις του Ρεμπώ. Είναι οι ποιητικές φωταγωγίες που μας χάρισε το παιδί θαύμα της Γαλλίας πριν η σκληρή πατρίδα του < μέχρι στη φυλακή τον βάλανε γιατί δεν έκοψε εισιτήριο στο τρένο> τον στείλει να ζήσει και να περπατά μακριά στην Αφρική . Ο Αρθούρος με αυτά τα ποιήματα κάνει προσπάθεια να εγκαταλείψει την ομοιοκαταληξία και εκτοξεύεται μέσα σε μια καινούργια αφηρημένη έκφραση . Βιβλίο τυχερό που γράφτηκε το 1872 και θα είχε εξαφανιστεί όπως άλλα κείμενα του Ρεμπώ αν δεν το παρουσίαζε ο φίλος του Βερλαίν , που είχε τα χειρόγραφα, το 1886. Ίσως ο άτυχος ποιητής που ζούσε στην Αιθιοπία να μην το είδε ποτέ τυπωμένο… Eκεί στην Αφρική το 1891 αρρώστησε βαριά. Γύρισε με δυσκολία στη Μασσαλία όπου του ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. Σε λίγο καιρό πέθανε βασανισμένος στα χέρια της αδερφής του Ιζαμπέλ.<br /><br /><br />βλ. Ποιείν:<br />http://www.poiein.gr/archives/11915/index.html</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-12985826665692121362010-12-31T17:49:00.005+02:002010-12-31T17:57:06.369+02:00Η "αντοχή των υλικών" του Θ. Καλαμπούκα (σημείωμα του Τάσου Φάλκου)<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiks7XlOY4wdcEgkwG9O3g9Z2Hr-l3LwUOjrGXSiAt1C2p4pWyJ2FtqdKqJFHxhy-ZA1W62EB4yHSOhgtWAjfCNjI-TvXAs5lGgEFtqG79JE3_FbgcPQY4D3ypXNOPt4-m0PdQ_M7hpLTGw/s1600/eye.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5556875671450284802" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 252px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiks7XlOY4wdcEgkwG9O3g9Z2Hr-l3LwUOjrGXSiAt1C2p4pWyJ2FtqdKqJFHxhy-ZA1W62EB4yHSOhgtWAjfCNjI-TvXAs5lGgEFtqG79JE3_FbgcPQY4D3ypXNOPt4-m0PdQ_M7hpLTGw/s320/eye.jpg" border="0" /></a><br /><div><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhy5q8bPXWZUSvfRD9ejpHDP8lyDy4UQ5ZdhqgdvAuh7i88A-68hJr7mPuFVLpWsoTIm55ag2ipJOLIuo8Km3PFBLtt5ZNU0XQfhQrNA1duPEFIFc42gyRfhlu6OThIU9Hs0ZcJWQTbNHw6/s1600/12186453.jpg"></a><br /><div align="justify">Μερικοί άνθρωποι θαρρείς ότι γεννήθηκαν σοβαροί, θέλω να πω ότι δεν κάνουν βιαστικές ενέργειες για τις οποίες έπειτα θα μετανιώσουν, δεν υπερβάλλουν τις δυνάμεις τους και ασκούν αυστηρή κριτική στον εαυτό τους. Κάποτε όμως -σπάνια- η κριτική αυτή αποβαίνει ένα είδος τροχοπέδης, χρήσιμης βέβαια για την τελείωση ενός έργου, υπερβολική όμως όταν παραλύει τελικά τη δημιουργία.<br />Όταν πριν από χρόνια ήρθα σ' επαφή με τα ποιήματα του Θ. Καλαμπούκα και πληροφορήθηκα ότι δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε -θα ήταν τότε υποθέτω σαραντάρης- προσπάθησα κι εγώ να τον πείσω να σταματήσει την μόνιμα, όπως διαπίστωσα, αρνητική στάση του απέναντι στο έργο του, που για τον λόγο αυτό είναι και περιορισμένο σε έκταση.<br />Για χρόνια δεν είχα καμιά επιτυχία. Έφτασε να μου πει ειρωνικά: "αν όπως λες σου αρέσουν, πάρτ' τα και δημοσίευσέ τα με το όνομά σου". Όχι πως δεν ήξερε τις αρετές αυτών που είχε γράψει, αλλά έβαζε τον πήχη πολύ ψηλά. Αλλά το επιθυμητό πάντα απέχει απ' το πραγματικό. Αυτό συμβαίνει με όλους μας. Μα πρέπει κάποτε να κατεβεί κανείς στον στίβο.<br />Χαίρομαι που σήμερα ο Θ. Καλαμπούκας, έστω με καθυστέρηση πολλών ετών, προσθέτει τους πυκνότατους στίχους του και την ιδιαίτερη φωνή του στην ελληνική πολυφωνία".<br /><br />Τάσος Φάλκος<br />Λογοτέχνης - Καθηγητής φιλοσοφίας</div></div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-54475772080325113382010-12-30T20:25:00.004+02:002011-01-04T23:17:32.854+02:00Τάσος Φάλκος, “Σχεδιάσματα με φως”, εκδ. Ζήτρος, 2005 (Κριτική: Πέτρος Γκολίτσης)<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiNmUnPdGM882ckNgj84FtWDEXQhuoFXqRBBdaNiLFCO5ApGJ-6hyphenhyphen_sDmu2A4u89paMj6Wu2iuqMMS2LM0ddRjbOw0vH1eU7lf4_NGPOa0zrF165WxPqzobccrJzif6nw06dltJAacKd5B/s1600/falkos_cover_sxediasmata_me_fws.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5556545511602726834" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 238px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiNmUnPdGM882ckNgj84FtWDEXQhuoFXqRBBdaNiLFCO5ApGJ-6hyphenhyphen_sDmu2A4u89paMj6Wu2iuqMMS2LM0ddRjbOw0vH1eU7lf4_NGPOa0zrF165WxPqzobccrJzif6nw06dltJAacKd5B/s320/falkos_cover_sxediasmata_me_fws.jpg" border="0" /></a><br /><div align="justify">Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ (Απόπειρα προσέγγισης)<br /><br />http://www.poiein.gr/archives/11421/index.html<br /><br />Το φως είναι μια έννοια που απασχολεί βαθύτατα τον Φάλκο. Ο ομηρικός πολεμιστής απεχθάνεται το σκότος και ζητάει από τον θεό να διαλύσει το νέφος που τους είχε τυλίξει, εν δε φάει και όλεσον, κι ας πεθάνω μέσα στο φως!.. Η φράση αυτή κατά τον Φάλκο εκφράζει την καθαρότητα και την ανάγκη για σαφήνεια που αισθάνεται ο αρχαίος Έλληνας. Το θέμα βέβαια είναι απέραντο, και οι φιλοδοξίες κάθε μελετητή δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένες. Εδώ θα επικεντρωθώ κυρίως -όχι όμως αποκλειστικά- στα “Σχεδιάσματα με φως”, όπου φαίνεται ότι έκανε μια συγκεντρωτική προσπάθεια να καταγράψει τις θεωρήσεις του, ποιητικές και φιλοσοφικές, χωρίς βέβαια να θεωρεί πως έκλεισε το θέμα, ακόμα και για τον εαυτό του, γιʼ αυτό -και όχι από μετριοφροσύνη- αποκαλεί τα ποιήματα της συλλογής «σχεδιάσματα».<br />Ο ίδιος γράφει στο οπισθόφυλλο του έργου: «Τα Σχεδιάσματα με φως αποτελούν ένα προσχέδιο της ιστορίας του φωτός από την αυγινή ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του». Πρόκειται δηλαδή για μια σύνθεση με συγκεκριμένο σχέδιο. Ο Φάλκος ρέπει προς τις ευρύτερες συνθέσεις, που απαιτούν προσεκτικά μελετημένο σχέδιο, αρχιτεκτονική, ισορροπία και ίση κατά το δυνατό αξία των μερών. Τα ποιήματά του, σημαντικά από μόνα τους, αποκτούν μεγαλύτερη απήχηση και αξία, αν διαβαστούν μέσα στο ευρύτερο σχέδιο, του οποίου αποτελούν ένα τμήμα. Είναι όπως τʼ αγάλματα των αετωμάτων και της ζωφόρου των αρχαίων ναών, που είναι αξιόλογα από μόνα τους, αλλά βρίσκουν νέα σημασία και ολοκλήρωση μέσα σʼ ένα σύνολο.<br />Τα ποιήματα έχουν ενταχθεί σε τρεις ενότητες, που δηλώνουν μια προοδευτική απομάκρυνση από το φως, που στο τέλος, αποκομμένο από τις πηγές που το στήριζαν, καταντά ακατανόητο και κάποτε δολοφονικό, όπως οι μεγάλες ανθρωπιστικές και θρησκευτικές ιδέες, που στα χέρια ανάξιων οπαδών και επιγόνων -«παραχαρακτών», όπως σημειώνει ο Φάλκος- καταντούν απάνθρωπες. Πρόκειται δηλαδή για την τραγωδία του ανθρώπινου πνεύματος.<br />Στο πρώτο μέρος, Της ήρεμης ζωής, το φως έχει την αρχική, θετική αξία. Είναι το φως τόσο της φυσικής όσο και της πνευματικής, της θρησκευτικής, της καλλιτεχνικής κτλ. ζωής. Είναι λοιπόν το φως των ιδεών, το θεϊκό φως, το φως που εκπέμπει η ομορφιά κτλ. Τα ποιήματα διακρίνονται από μια ευρηματικότητα, μια θαυμαστή εικονοπλασία και μουσικότητα, μια χαρακτηριστικά «φάλκεια» ομορφιά και αποπνέουν μια ευεξία, μια χαρά ζωής, θα έλεγα μια ευτυχία, αλλά και κάποια ελαφρά ειρωνική «αφέλεια», αν λογαριάσουμε τα όσα ακολουθούν. Έντονη είναι και η φιλοσοφική διάθεση (Τοπίο με παιδί): «Ανάμεσα σε δυο σκοτάδια/πλέει καφετιά βαρκούλα/πάνω σε κίτρινο πορτοκαλί/Ο χρόνος το καφέ παιδί/χαίρεται με τη ζωγραφιά του/το γέλιο του φωτίζει τη βαρκούλα».<br />Με το αρχικό αυτό ποίημα ο Φάλκος αποδίδει φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλό του, τον Ηράκλειτο: «παις ο αιών, πεσσεύων, παιδός η βασιλείη», ο χρόνος, η αιωνιότητα, είναι ένα παιδί που παίζει κότσια. Η βασιλεία ανήκει στο παιδί. Δίνει στην εικόνα προσωπική, έντονα εικαστική χροιά, υπογραμμίζοντας τα δυο χαοτικά σκοτάδια ανάμεσα στα οποία συντελείται η δημιουργία (και όπου πιθανότατα θα καταλήξει), και με το γέλιο που φωτίζει τη βαρκούλα, μια μελαγχολικά «αισιόδοξη» νότα μέσα στο τραγικό…<br />Το φως είναι αυτό που δίνει τη δυνατότητα στα όντα να υπάρξουν (Νησιά): «Υπάρχουνε στο πέλαγος νησιά/θαμμένα κάτω από γαλάζιους όγκους/Και στην καρδιά βομβούν πουλιά/μέσα σε κρύπτες βαθυκόκκινες κλεισμένα/Μάταια προσπαθούν να βγουν στο φως/να υπάρξουν»<br />Συγκινητικός και αποκαλυπτικός είναι και όταν μιλάει για τον εαυτό του (Το φως και το νερό): «Νέος αγάπησα το φως/Πώς όμως να το παραβάλω με τʼ ακοίμητο νερό;/Εγώ μες στο νερό γεννήθηκα/κάτω απʼ το σύννεφο και τον αέρα/Και πώς να κατοικήσω μες στο φως;/Θα με συνέτριβε μόνο σε μια στιγμή!/Έτσι λοιπόν κάθομαι εδώ κι αντανακλώ το φως/με τη νερένια ύπαρξή μου».<br />Στα ποιήματα που παραθέσαμε, αλλά και αλλού, μεταπλάθει δημιουργικά τον Ηράκλειτο, θεωρώντας τον αφετηρία. Έχει σχέση ζωής μαζί του, ενθουσιασμού και έντασης, ενίοτε ταύτισης, αλλά και αντίθεσης, κάποτε έντονης. Είναι φανερό ότι διατηρεί πάντοτε την αυτονομία του και ακολουθεί διαφορετικό δρόμο, με οδηγό την τραγικά διχασμένη σύγχρονη συνείδησή του. Η κύρια αντίθεση του Φάλκου προς τον Ηράκλειτο είναι ηθικής τάξεως, όπως ο ίδιος εξηγεί (Ηράκλειτος, πρόλογος, σ. 16 εξ.):<br />«Αλλά οι σχέσεις σου με κάποιον που αγαπάς πολύ περνούν συχνά κάποιες δοκιμασίες. Καταλαβαίνω τι εννοεί όταν μου λέει ότι ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ότι άλλους τους κάνει ελεύθερους και άλλους δούλους. Ακόμα μια αιώνια αλήθεια. Το κύριο χαρακτηριστικό της ίδιας της ζωής είναι η αλληλοκαταβρόχθιση […] Αλλά αυτοί που έζησαν στα τρυφερά τους χρόνια τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κι έπειτα τον εμφύλιο, αυτοί που έμαθαν για τη Μικρασία και την εξόντωση των Αρμενίων, αυτοί που έζησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ και όσους άλλους άθλιους «πολέμους» σχεδιάστηκαν στον βρομερό αιώνα μας, τον αθλιότερο κατά τη γνώμη μου όλων των εποχών, αισθάνονται μια μύχια αηδία για την αρχή αυτή του καθολικού πολέμου κι αγανακτούν μʼ όσους τη δέχονται παθητικά, έστω ηρωικά.» Και ο Φάλκος λέει παρακάτω (σσ. 19-20):<br />«Περνούν τα χρόνια, γέρασα σχεδόν, και ο Ηράκλειτος πάντα είναι στη σκέψη μου. Το τελευταίο μου γραφτό γιʼ αυτόν επισημαίνει την επιθυμία μου αλλά και την αδυναμία μου να δω πλέον τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Η σύγχρονη συνείδηση, και εννοώ τις συνειδήσεις αυτών που δεν αφήνουν απέξω ό,τι διαταράσσει την ησυχία τους, είναι τραγικά διχασμένη (Ηράκλειτος): «[…] Γιε του νερού και της φωτιάς/που σʼ οδηγεί ο κεραυνός,/πάρε τη λύρα και πυρπόλησέ μας/εμάς που πιθηκίζουμε τον άνθρωπο./Δείξε κι ονόμασε ξανά τα πράγματα./Γιατί μόνον εσύ μπορείς/να διώξεις την ολέθρια στάχτη/που συσσωρεύτηκε στα μάτια μας/,εσύ ο αινιγματικός/ο πάναγνος και λυπημένος/που τις φτερούγες σου τις πλήγωσαν/ανίδεοι και παιδιά,/Κύριε της θλίψης και της λύτρωσης,/βόηθα κι εμάς τους βυθισμένους/τους ξεκομμένους από τα μεγάλα σχέδια,/εμάς που απʼ έξω το νερό μας πνίγει/ενώ τα σπλάχνα μας τα κατακαίει/θανάσιμη φωτιά».<br />Σε έναν τέτοιο κόσμο και γιʼ αυτούς που έχουν τέτοια συνείδηση, το αίτημα της δικαιοσύνης είναι κυρίαρχο. Και ο Φάλκος επιμένει να ονειρεύεται ένα φως όπως το απαιτεί η ηθική μας νοσταλγία και ως πιθανή προέκταση της αρμονίας, που ενίοτε προκύπτει εντός μας (Το άλλο φως): «Ονειρευόμουν ένα φως/που θα βυθίζεται βαθιά/στων σπλάχνων τη σιωπή/θα καταυγάζει τις πηγές της θλίψης […] Κι εκείνο θα βαδίζει αργά/με τον ρυθμό του πεπρωμένου/ώσπου να φτάσει εκεί στο κέντρο/εκεί που κρίνονται τα πάντα/φωτίζονται κι εξαργυρώνονται/ή χάνονται κάτω απʼ το βάρος/του φοβερού φωτός».<br />Πίσω από το φως το κοινό ή το «ψυχολογικό», που μας φωτίζουν πρόσκαιρα και κάπως αμφίβολα, υποτίθεται ότι υπάρχει ένα φως πιο σταθερό, ένα φως «αυθεντικό», αποκαλυπτικό της αλήθειας, που μάταια αναζητούμε, προβολή των βαθύτερων, των πιο αγνών μας πόθων. Εδώ βεβαίως στηρίζεται ολόκληρος ο ιδεαλισμός:<br />«Το φως του πρωινού, μπαίνοντας από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και τις σπασμένες γρίλιες, κυκλοφορούσε κατά όγκους μέσα στο δωμάτιό του. Τα αντικείμενα τριγύρω του φωτίζονταν με φως διαφορετικής εντάσεως. Άλλοτε έδειχναν χαρούμενα και φιλικά, κι άλλοτε σκυθρωπά και απειλητικά… Είχε μια δύναμη τρομαχτική και απαράδεκτη το φως αυτό. Μπορούσε παίζοντας να μεταβάλλει την ουσία των πραγμάτων! Και τότε πού βρισκόταν η αλήθεια; Δεν μπορεί! Θα ʼπρεπε να υπάρχει, πέρʼ από τούτο το ευκίνητο και φευγαλέο φως, θα ʼπρεπε να υπάρχει κάποιο φως αυθεντικό και σταθερό, που θα ʼδειχνε τα πράγματα στʼ αληθινό τους νόημα και τις σωστές τους διαστάσεις! Μα πού βρισκόταν αυτό το φως;» (Χρον. Δικαίων, σσ. 44-45).<br />Εκφράζεται δηλαδή το βαθύτατο αίτημα του πάσχοντος και τραγικού ανθρώπου, χωρίς όμως να διακηρύσσεται η πραγματική υπόσταση και η κατάκτηση του φωτός αυτού. Το ίδιο ισχύει και για το «θαύμα» που μάταια αναζητεί μια τέτοια καταπιεσμένη συνείδηση (Προτροπή): «Άντε, βρε Γιάννη, και κουνήσου λίγο!/Σκέψου την πινελιά που τελείωσε το χρώμα/κι αδειάσανε τα σχήματα και πήρε να μαυρίζει…/Άντε, βρε Γιάννη, ξεκουνήσου,/κι η λάσπη θʼ ανεβεί στα μάτια σου/κι αν τύχει κι έρθει ξαφνικά το θαύμα/θα σʼ εμποδίσει να το δεις».<br />Εδώ παρουσιάζεται κάπως αισιόδοξος, αλλά και με αίσθηση του χιούμορ. Βέβαια και να μη βρει κανείς το «θαύμα», αξίζει να το αναζητήσει με μέσο το λόγο και την τέχνη, καθώς η ίδια η προσπάθεια τον ανταμείβει μεταπλάθοντας το εσωτερικό του τοπίο. Ο τρόπος διατύπωσης «αν τύχει κι έρθει ξαφνικά το θαύμα», σε ξαφνιάζει και σε κάνει να χαμογελάσεις πικρά. Ο Φάλκος δεν πιστεύει πραγματικά ότι «θα έρθει το θαύμα». Αφήνει απλώς μια αόριστη ελπίδα ή -πιο καλά- δεν του πάει η καρδιά να την αποκλείσει…<br />Θα σταθώ ακόμη στα μεγαλόπρεπα Μετέωρα, με την αίσθηση της αιωνιότητας, αλλά και της ματαιότητας των ανθρώπινων έργων: «Ανάμεσα σε κόκκινο και μπλε/είδα τους γκρίζους γίγαντες/τα πρόσωπα τʼ αφάνισε ο χρόνος/τα χέρια τους -τι να κρατήσουν πια;-/πέσαν και γίναν σκόνη/στέκονται δίπλα-δίπλα/μα πάλι μοναχοί/σάμπως αποτελειώνοντας μια φράση/που πριν να προφερθεί ολόκληρη /έγινε κιόλας άχρηστη» και στο σπαρακτικό και τραγικό ποίημα Το φως και η ρωγμή, με τις τόσες προεκτάσεις, που τοποθετεί τον Φάλκο ανάμεσα και στους θρησκευτικούς ποιητές: «Στην άκρη του [εννοείται του φωτός] ήταν ο Θεός/Ήταν μια εποχή πολέμων και ξεσηκωμών/τα σπίτια και τα δάση κάηκαν/βγαίναν νεκροί κρατώντας άσπρες φλόγες/μια φοβερή υποψία πλανιόταν μες στην κάπνα,/όταν παρουσιάστηκε το ράγισμα/Δεν είδαμε και δεν ακούσαμε κανέναν κρότο/μα είχε γίνει μια ρωγμή//Μετά ησύχασαν τα πράγματα/Χτίσαμε πάλι σπίτια/κι αποσυρθήκαν οι νεκροί/Μα έκτοτε η ρωγμή έγινε πλέον χάσμα/και βρέχει βρέχει καθημερινά/μας κατακλύζει ένα φως ψυχρό/Αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά/δεν καταλήγει πουθενά».<br />Αλλά το ιερό στοιχείο (das heilige, le sacré) που συναντάμε σε πολλά ποιήματα δεν ανήκει φυσικά σε κάποια θρησκεία, παρόλο που ο Φάλκος χρησιμοποιεί τα χριστιανικά στερεότυπα (άγγελοι, φως, κολυμβήθρα κτλ.). Είναι η έκφραση μιας ψυχής γεμάτης σεβασμό προς κάποια πανανθρώπινα οράματα και κάποιες υψηλές αξίες, που διαμόρφωσαν οι αγαθές ψυχές, και που βέβαια πρεσβεύουν λεκτικά μερικές θρησκείες, μα δυστυχώς προδίδουν μόνιμα. («Μια νυχτερίδα ή ένας άγγελος τυφλός / πέταξε στο σκοτάδι»). Τον δικό του «θρησκευτικό» ρόλο ο Φάλκος τον αντιλαμβάνεται σαν έναν ρόλο φύλακα κάποιων υψηλών αξιών, ρόλο που δεν του τον επέβαλε κανείς απʼ έξω, αλλά τον ανέλαβε μόνος του, σύμφωνα με την κλίση της καρδιάς του: «Να φυλάξω το φως επιχείρησα / της καρδιάς εκπληρώνοντας χρέος» (Στο γκρίζο του δρόμου). Γιʼ αυτό και η έννοια του φύλακα είναι κεντρική στο έργο του Φάλκου<br />Μια ειδική μονογραφία για το θρησκευτικό στοιχείο στον Φάλκο θα ξεκαθάριζε πολλά σημεία, που και για μένα μένουν σκοτεινά. Μια τέτοια μελέτη θα ανίχνευε επιπλέον τις ομοιότητες και τις διαφορές από τον Ρίλκε λ.χ. και τον Ταγκόρ, δυο ποιητές που αγαπά πολύ, αλλά και από τους δικούς μας Σικελιανό και Καζαντζάκη, και τους Πεντζίκη και Παπατσώνη.<br />Προς το τέλος των ποιημάτων της «αισθαντικής ζωής» των Σχεδιασμάτων με φως το κλίμα γίνεται πιο ζοφερό εξαγγέλλοντας την τραγικότητα των δύο άλλων μερών. Θα μνημονεύσουμε το συγκινητικό και σπαρακτικό ποίημα Ο καφές, όπου περιέχεται ολόκληρος σχεδόν ο Φάλκος με την προσωπική του τραγωδία: «Καμιά φορά το βράδυ/η μάνα μου η νεκρή/μου ψήνει τον καφέ παρηγοριάς/για τα όνειρα που θάφτηκαν/«Τι ειρωνεία, λέει/εγώ που αγάπησα το φως/να πρέπει να παρηγορήσω/κάποιον που προτιμά το σκότος!»/«Μητέρα, λέω, βοήθα με/και μη με κατακρίνεις/Κι εγώ τʼ αγάπησα το φως/όμως απελπισμένα.»<br /><br />Η «διορατική» και η «τραγική ζωή»<br /><br />Το πιο χαρακτηριστικό γεγονός που διασπά την ενότητα και προκαλεί το εγκόσμιο κακό ή ένα μεγάλο μέρος του, είναι ο εγωισμός, η θέληση για ξεχώρισμα κι επιβολή. «Είναι πολλοί που γλίστρησαν/και πέσανε βαθιά μες στʼ όνειρό τους/καθένας έγινε μονάρχης του εαυτού του/κύκλος αυτόφωτος κι αυτάρκης», διαβάζουμε στους «Κύκλους» των Τριών μαρτυριών (σ. 24). Αυτό υποδηλώνουν τα δύο πρώτα ποιήματα της δεύτερης ενότητας των Σχεδιασμάτων με φως (Τα χρώματα): Τα εφτά χρώματα διάβαιναν αγκαλιασμένα/σαν τις κυράδες κι αδελφές/Μα ξαφνικά χωρίσανε δυο χρώματα/κι είπαν «Εμείς μονάχα είμαστε φως!»<br />Αλλά η ιδιαιτερότητα του Φάλκου εκδηλώνεται στην περιγραφή της νοθείας του φωτός, της τραγικής αλλοίωσης των μεγάλων ιδεών, όταν πέφτουν -και τελικά πάντα πέφτουν- στα χέρια ανάξιων, άπληστων, φθονερών, κοντόφθαλμων, μικρόψυχων, εγωμανών, νοσηρών, εξουσιαστικών, μεγαλομανών κτλ. ανθρώπων. Γράφει π.χ. για τον χριστιανισμό: «Σε μια θρησκεία αγάπης και φιλίας, όταν αυτή διαδόθηκε αρκετά, εκτός από τις αγαθές ψυχές, που είναι πάντα ελάχιστες, προσχώρησε και πλήθος μισαλλόδοξων φανατικών, που δεν τους ενδιέφερε να πείσουν, αλλά να επιβάλουν μία νέα εξουσία που θα την νέμονταν αυτοί!» (Τουρκές, σ. 235). Ανάλογα θα μπορούσε να γράψει για τον κομμουνισμό, για τη δημοκρατία, που έχει πλήρως παραμορφωθεί («πλουτοκρατία» και «χουντοδημοκρατία» αποκαλεί μερικές από τις φριχτές παραμορφώσεις της), για την ελευθερία, που για τους ισχυρούς σημαίνει υπεράσπιση της δικής τους ασυδοσίας και πλήρη υποδούλωση -οικονομική κτλ.- όλων των άλλων. Με μια επιμονή κι απίστευτη ευρηματικότητα, με μια ανανεωμένη διάθεση και με πρωτόφαντη δύναμη επεξεργάζεται το θέμα της παραχάραξης των μεγάλων ιδεών, της δικαιοσύνης και φιλίας της αρχαίας Ελλάδας, της αγάπης του Χριστού, της δίκαιης κατανομής του πλούτου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας κτλ. που θα μπορούσαν να φωτίζουν την ανθρωπότητα. Το βασικό αυτό θέμα, την κύρια τραγωδία του πολιτισμού μας, που δείχνει -κοντά στα άλλα- και την αποτυχία της παιδείας, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν το έπιασε κανένας μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος. Τα δείγματα από την ποίησή που παραθέτω δίνουν απλώς μια γεύση.<br />Στις δύο τελευταίες ενότητες των Σχεδιασμάτων το θέμα της νοθείας του φωτός γίνεται κυρίαρχο. Εξυπακούεται σχεδόν σʼ όλα τα ποιήματα, αλλά σε μερικά είναι πιο χαρακτηριστικό (Ήλιοι): «Γνωρίζω κάποιους ήλιους/που ξέφυγαν από τις αλυσίδες/και πέσανε βαριά στη λάσπη/που κάψαν με το θειάφι τους /το φιδοκτόνο χόρτο/που σαν μαύρα άλογα πολεμιστών/καλπάζουν μες στις τρύπες τʼ ουρανού».<br />Οι ήλιοι, οι μεγάλες ιδέες, που διαστράφηκαν στα χέρια παραχαρακτών, και που θα ʼπρεπε να στιγματιστούν και νʼ απομονωθούν με αλυσίδες, αλωνίζουν σε όλο τον διάτρητο κόσμο μας (στις «τρύπες του ουρανού») με ασύλληπτο πολεμικό και καταστροφικό μένος: Κατέκαψαν το «φιδοκτόνο χόρτο», αυτό που θα μας προστάτευε από τα «φίδια».<br />Οι ευαίσθητοι ηθικά άνθρωποι, αυτοί που έχουν συνείδηση του τι συνέβη στον εικοστό αιώνα και τι εξακολουθεί να συμβαίνει, αυτοί που δεν ξεχωρίζουν εγωιστικά τον εαυτό τους από τους συνανθρώπους τους («και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;», γράφει ο Φάλκος ως προμετωπίδα στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο) αισθάνονται βαθιά μια συνενοχή και μια έντονη ντροπή για όσα γίνηκαν και όσα γίνονται συνεχώς. Έτσι τα “Σχεδιάσματα με φως” είναι έργο «ηθικό» με την βαθύτερη σημασία του όρου.<br />Στην περιοχή αυτή ο Φάλκος έχει τεράστια προεργασία. Μια από τις βασικές φιλοσοφικές μελέτες του αναφέρεται στην αιδώ, τον σεβασμό δηλαδή και τη ντροπή, όπου εξετάζει το θέμα αυτό από φιλοσοφική, κοινωνική, ψυχολογική κτλ. άποψη, ενώ έχει αφιερώσει ένα σημαντικό άρθρο για το «πρόβλημα της ηθικής συνείδησης». Το θέμα εμφανίζεται ώριμο στις Τρεις μαρτυρίες, στα έξι τελευταία ποιήματα, που αποκορυφώνουν το βιβλίο, και θα μπορούσε γιʼ αυτό να ονομαστεί «το βιβλίο των τύψεων».<br /><br />Μετέωροι και αμφιταλαντευόμενοι, όχι γνώστες αλλά ταυτισμένοι με το τραγικό της θέσης μας -μια τραγικότητα που κουβαλάμε μέσα μας, παρακολουθούμε τον Φάλκο μέχρι την τραγική αλλοίωση του φωτός. Όλες οι προσπάθειές μας να ξεπεράσουμε την «κοινή μας μοίρα» τσακίζονται «πάνω σʼ αυτόν τον μαύρο τοίχο που υψώθηκε στην εποχή του Κάιν ανάμεσα σʼ εμάς και στο Θεό.» Σιγά-σιγά μας φθείρει και μας αφήνει έκθετους «μια ψιλή και σιγανή βροχή […] που επί αιώνες τώρα ξεγύμνωνε τα πράγματα και τʼ άφηνε φτωχά και έρημα» (Οι Δίκαιοι, σ. 47). Είμαστε εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε αόρατους ατσάλινους τοίχους, που επάνω τους συνθλίβεται κάθε μας προσπάθεια, ενώ η συνείδησή μας συνεχώς διευρύνεται και γίνεται ολόκληρη η πλάση, μια «πρησμένη» συνείδηση, όπως θα έλεγε ο Φάλκος, αφού όλα, κακό και καλό, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και δεν μπορούν να διαχωριστούν: «Και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;» (Μαρτυρίες, σ. 7).<br />Μέσα σε τέτοιες τραγικές συνειδήσεις ακόμα και το φως είναι πηγή υπέρτατης οδύνης. «Το φως με πνίγει», λέει ένας «λυπημένος» (ξγ΄). Και ο «τυφλός οραματιστής» που «έβλεπε μέσα του το φως»: «Κείνη τη μέρα τρόμαξε από πάταγο/κι είδε το φως να σπάζει μέσα του/να γίνεται συντρίμμια».<br />Η απογοήτευση από το ατελέσφορο του μεταφυσικού φωτός και η οριακή έκφραση της τραγικότητας συναντιούνται και στο ποίημα Μορφή σε μια εκπληκτική έκφραση, που σε αφήνει εκτεθειμένο και εμβρόντητο: «Θάλασσα γκριζοκίτρινη/κι ένας λεπτός αέρας να ριπίζει/Επάνω μας ο ουρανός σιγόκαιγε/με καφετί φωτιά/Κι έβλεπες μια λευκή μορφή/να πέφτει προς τα κάτω».<br />Μπροστά στην ξαφνική αποκάλυψη της ανθρώπινης κτηνωδίας («τα κτήνη είναι του Θεού, λέει ο Βίκτωρ Ουγκώ, η κτηνωδία είναι των ανθρώπων») ο Πλωτίνος -ένας από τους πιο γοητευμένους απʼ το φως- λέει (εννοείται πως ο Φάλκος τον βάζει να λέει): «Είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να θέλω πια το φως». Και ο ίδιος ο Φάλκος, ως Κρυμμένος: «Στέκομαι εδώ κρυμμένος/μισός στο φως μισός μες στο σκοτάδι/Το φως φέρεται σαν ευαίσθητο πουλί/μυγιάγγιχτο και νευρασθενικό/Στα νιάτα του έπαιξε κι απάλυνε/ξεχώρισε και με πολέμησε/με γέμισε ντροπή//Τώρα βαρύνθηκε σιχάθηκε/ζει μέσα στην απόγνωση/κρύβεται μες στις κάμαρες και τα ντουλάπια/στέκεται πάνω στις πληγές/άμα τʼ αγγίξεις θα ουρλιάξει». Είναι εμφανέστατη η απόγνωση και το δράμα -μα περιέργως και η ομορφιά- που αποτυπώνονται σʼ αυτό το ποίημα. Εδώ ο Φάλκος μιλάει «εκ βαθέων». Με ύφος απόλυτα προσωπικό και με εξαίσια «σκηνοθεσία», μας δίνει την προσωπική του ιστορία και ψυχολογία. Το ποίημα αυτό, που μπήκε σκόπιμα ως κατακλείδα των Σχεδιασμάτων, ανήκει ασφαλώς στα δυνατότερα και πιο σπαρακτικά που έγραψε.<br />Αλλά η παραίτηση, η απραξία, η φυγή δεν είναι το τελικό δίδαγμα, η υποθήκη του Φάλκου. Ήδη στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο διαπιστώνει πως εκ των πραγμάτων η απομόνωση στον κόσμο της συμφοράς δεν είναι δυνατή (σσ. 114-5): «Λογάριαζα πολύ/στον χώρο που ξεχώρισα και φύλαξα/Αλλά οι τοίχοι είναι φτενοί και διάφανοι/Σακάτηδες αυτοχειριασμένοι/μου ξεσκεπάζουνε την ένοχη καρδιά τους/Τι να την δω;/Χιλιάδες χρόνια μας βαράει η μπόχα/Τους απωθώ και κλείνω το δωμάτιο/Αλλά εκείνοι μου τινάζουν ακατάπαυστα/τον θάνατο την ενοχή την προδοσία»<br />Στα “Σχεδιάσματα με φως” ο δίκαιος βέβαια προτίμησε την ερημιά» (ξα΄), αλλά αυτό ισχύει για τις εποχές απόγνωσης και εξουθένωσης, που μπορεί να διαρκέσουν, μα όχι και παντοτινά. Ακόμα και σε περιόδους ύφεσης («κουράστηκες και λύγισες / δεν είσαι από ατσάλι» (οε΄), «έγινα δύσπιστος, σκοτείνιασα πάρα πολύ» (ρε΄), παραμένει μέσα του κάποιο εσωτερικό φως (Ο άλλος, οα΄): «Ενώ σιωπάς μες στη βαθύτερη σιωπή σου/είνʼ ένας άλλος που σκιρτάει βαθιά σου/τινάζεται κι απλώνει γύρω σου τα χέρια/Είνʼ ένας άλλος που ετοιμάζεται/να σε πυροδοτήσει».<br />Τα “Σχεδιάσματα με φως” δεν κλείνουν με τον «κρυμμένο», αλλά με ένα τελικό ερώτημα: «Εδώ λοιπόν/σʼ αυτή την όχθη/την φαγωμένη από το φως/τη διψασμένη για το φως/ποιος θα διαλύσει την απόφαση του σκότους;»<br />Το μέγιστο ερώτημα που διατυπώνει ο «τίμιος που δεν εύρισκε αδερφό» (ξα΄), ο τραγικός, ο διχασμένος, ο «κρυμμένος», αυτός που αισθάνεται βαθιά πως ζει σε χώρα «διψασμένη για το φως», αλλά και «φαγωμένη από το φως» -εννοείται το κίβδηλο και καταστροφικό, που πλεονάζει- είναι το αγωνιώδες ερώτημα ύψιστης ευθύνης, με το οποίο κλείνουν τα Σχεδιάσματα με φως: «ποιος θα διαλύσει την απόφαση του σκότους;» Μια ακροτελεύτια πυκνότατη και πολυσήμαντη φράση: Τι οφείλει να πράξει ο έντιμος άνθρωπος απέναντι στην αδιαφορία και την κακότητα των συνανθρώπων του, που μεταξύ των άλλων καταστρέφουν εν γνώσει τους τον πλανήτη γη («η φύση κείτονταν σαν ένα πληγωμένο ζώο», ξα΄), σα νʼ αποφάσισαν ότι το σκότος είναι η μόνη λύση; Αλλά και πώς θα ενισχύσει τις αντιστάσεις του, πώς θα διαμορφώσει το εσωτερικό του τοπίο, απομακρύνοντας την απόφαση να ζει στην «ερημιά», στα «γκρίζα», «σκοτεινός», απελπισμένος και μεμονωμένος; Πώς θα μικρύνει τις «αποστάσεις» απʼ τους άλλους και πώς θα σημασιοδοτήσει ξανά τη ζωή του;<br /><br />βλ. και ΠΟΙΕΙΝ:<br />http://www.poiein.gr/archives/11421/index.html</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-37098695312470687192010-12-12T14:16:00.010+02:002010-12-12T14:48:00.915+02:00“Η Ιστορία ενός Ανθρώπου” του Σπύρου Αραβανή<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEijOEI2ys5FgxQJ9x43Xm5-gPJYN7R-SiD9_Bm0pbpoNRv8SVPTT_5bVNt5a7G8TSB-V5dNQ9DrW6_4OwtYlUjclYUUkaIPr1bTOdgRyJNoA3_td3LB5wOpKVqhHGPW3tfr9KlE-sRW9BsQ/s1600/Kevin%252520Mortensen%2525201994%252520Man%252520walking%252C%252520Watercolour%252520on%252520paper%25252074x51cm.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5549769061420926258" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 191px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEijOEI2ys5FgxQJ9x43Xm5-gPJYN7R-SiD9_Bm0pbpoNRv8SVPTT_5bVNt5a7G8TSB-V5dNQ9DrW6_4OwtYlUjclYUUkaIPr1bTOdgRyJNoA3_td3LB5wOpKVqhHGPW3tfr9KlE-sRW9BsQ/s320/Kevin%252520Mortensen%2525201994%252520Man%252520walking%252C%252520Watercolour%252520on%252520paper%25252074x51cm.jpg" border="0" /></a><br />Πρελούδιο:<br />Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε<br />πάντοτε σκυμμένος<br />μέρες, μήνες, χρόνια.<br /><br /><div align="justify">O πίνακας του Kevin Mortensen, Man walking, Watercolour on paper 74×51cm, 1994, συνομιλεί με τα ποιήματα του Σπύρου Αραβανή δημιουργικά. Τα ανοίγει περαιτέρω, διατηρώντας την πυκνότητα και τη μετά τη θλίψη στοχαστικότητα τους, συνοψίζοντας εξαιρετικά τη ψυχοσύνθεση και τον ποιητικό τρόπο του ποιητή στοχαστή Σ.Αραβανή.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"></div><div align="justify">Μετά το μερικώς άστοχο early-blue-period Picasso εξώφυλλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής (”Η ανοσία της άγνοιας”) ο Αραβανής εδώ συνδιαλέγεται με τα εικαστικά στρέφοντας τις αποχρώσεις τους υπέρ της αποκάλυψης κι άλλων σημαντικών πτυχών του.</div><div align="justify"></div><div align="justify">Ο συγκεκριμένος πίνακας Man walking μου δίνει την εντύπωση ενός σκυμμένου βαδιζομανή Goya (στο Πρελούδιο διαβάζουμε: “Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε/πάντοτε σκυμμένος/μέρες, μήνες, χρόνια” και μετά στον επίλογο πάλι: “Πάντοτε σκυμμένος” ), ο οποίος όμως ταυτόχρονα αποκρίνεται ξεγυμνωμένος μπροστά στο απόσπασμα προ της εκτέλεσης του για τα μεγάλα θέματα: τον θάνατο, τον έρωτα, τον θεό, το ηθικό χρέος, το πρόβλημα των ανθρωπίνων πράξεων.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"></div><div align="justify">Έτσι μας πηγαίνει ο κ. Αραβανής και στον πίνακα του Goya: 3η Μαΐου 1808, πίνακα του 1814, ο οποίος άσκησε μεταξύ άλλων σημαντική επιρροή στον Picasso και στον Edouard Manet (”Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού”). (Στις 3 Μαΐου του 1808 εκτελέστηκαν μαζικά περίπου 400 Ισπανοί πολίτες από τα γαλλικά στρατεύματα, οδηγώντας σε μία γενικευμένη ισπανική εξέγερση). Ο κ. Αραβανής αντιλαμβάνεται και κινείται έντονα και εντός του ιστορικού μας πλαισίου, σκύβοντας στον τόπο μας και στην ιστορική συγκυρία.</div><div align="justify"><br />“Θέλεις να παίξουμε;/του ζήτησε μια μέρα ο Θάνατος./ Δεν έχω χρόνο/ απάντησε”, γερνώντας λέξεις.</div><div align="justify"><br />Περιμένουμε το νέο του βιβλίο πλέον με ανυπομονησία.</div><div align="justify"></div><div align="justify"></div><div align="justify">βλ. Ποιείν, 12 Δεκεμβρίου 2010:</div><div align="justify"><a href="http://www.poiein.gr/archives/12319/index.html">http://www.poiein.gr/archives/12319/index.html</a></div><br />Επεισόδια :<br /><br />Α΄<br />«Πιστεύεις στο Θεό;»<br />τον ρώτησαν κάποτε.<br />«Όσο αυτός σε μένα»<br />απάντησε<br /><br />και δεν τον ξαναενόχλησε κανείς.<br /><br />Β΄<br />«Χρωστάς ένα ποίημα»<br />του είπε η Ζωή ένα βράδυ.<br />«Γερνάω λέξεις»<br />απάντησε<br /><br />και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ.<br /><br />(Σπύρος Αραβανής, Η ιστορία ενός ανθρώπου, Ποιείν)Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-80091274285885461722010-10-27T00:15:00.013+03:002010-12-12T14:49:40.731+02:00Με αφορμή τον Κάφκα: Λογοτεχνικός και εικαστικός εξπρεσιονισμός<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik6fTw294GFA3YMJVRqa_EiH_6v9ZIlcabUAbZMA7WfRQHzaxuCWHisq03crkUqjKa6xefYbKvTV8fFAWcRvebZcVrsbUiXYALEmL7Q84onibNhoJK_w1hi-oaNXMOxfvDNUseOBu0XruI/s1600/PaulKlee.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5532468086317907730" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 242px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik6fTw294GFA3YMJVRqa_EiH_6v9ZIlcabUAbZMA7WfRQHzaxuCWHisq03crkUqjKa6xefYbKvTV8fFAWcRvebZcVrsbUiXYALEmL7Q84onibNhoJK_w1hi-oaNXMOxfvDNUseOBu0XruI/s320/PaulKlee.jpg" border="0" /></a> "[...]Τα βήματα ηχούν σαν μέταλλο<br />πάνω σε χάλκινες πλάκες,<br />και τα μάτια ατενίζουν<br />λίμνες λευκές.”<br /><br />Franz Kafka<br /><br />Σημαντική η ανάρτηση στο ποιείν για τον Franz Kafka και το ποιητικό του έργο. Παρουσιάζονται τρία ποιήματα σε επιμέλεια και εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Βουτυρόπουλου.<br /><a href="http://www.poiein.gr/archives/11730/index.html">http://www.poiein.gr/archives/11730/index.html</a><br /><br />Μας ενημερώνει ο κ. Βουτυρόπουλος πως “Το Ψυχρή και Σκληρή, με τις καθαρά εξπρεσιονιστικές επιδράσεις, σώζεται σε μια επιστολή στον συμμαθητή του Oskar Pollak, γραμμένη στις 9 Νοεμβρίου του 1903, όταν ο συγγραφέας ήταν τότε 20 χρονών.”<br /><br />Οι καθαρά εξπρεσιονιστικές επιδράσεις εν έτη 1903 μου κινούν πραγματικά την περιέργεια. Γνωρίζετε κάτι περισσότερο επί τούτο κ. Βουτυρόπουλε? Ποιές μπορεί να είναι αυτές οι εξπρεσιονιστικές επιδράσεις? Εννοείται ότι ρωτώ καλοπροαίρετα. Δύσκολο πραγματικά εν έτη 1903.<br /><br /><div align="justify">Βρήκα και το εξής ενδιαφέρον-”αστείο” ποίημα:<br />“franz kafka poem” by invs<br />(franz kafka wrote a story about a man who woke up to find he had been transformed into a cockroach. that story inspired these little poems.) </div><div align="justify"><br /></div><div align="justify">franz,<br /></div><div align="justify">ev’ry time i see a cockroach</div><div align="justify">creeping across the floor</div><div align="justify">i think of you<br /></div><div align="justify">i hope you are feeling better.<br /></div><div align="justify"><a href="http://www.writerscafe.org/writing/invsbleman/505188/" rel="nofollow">http://www.writerscafe.org/writing/invsbleman/505188/</a> </div><br /><div align="justify">Προφανώς δεν βρίσκω ικανοποιητική μια προσέγγιση του τύπου: </div><div align="justify"><br />Kafka and Expressionism </div><div align="justify">Franz Kafka is frequently identified with the early 20th Century expressionism. In literature, expressionism is a movement or writing technique in which a writer depicts a character’s feelings about a subject (or the writer’s own feelings about it) rather than the objective surface reality of the subject. A writer, in effect, presents his interpretation of what he sees.Often, the depiction is a grotesque distortion or phantasmagoric representation of reality. However, there is logic to this approach for these reasons: (1) Not everybody perceives the world in the same way. What one person may see as beautiful or good another person may see as ugly or bad. Sometimes a writer or his character suffers from a mental debility, such as depression or paranoia, which alters his perception of reality.Expressionism enables the writer to present this altered perception. When Joseph K. perceives reality, he sees it through the lens of his mind’s eye. A scene that may appear normal or even cheerful to another character may appear bleak and depressing to him. Moreover, the outward appearance of a person, place, or thing may not reflect its true essence in the first place. Shakespeare expressed this view in The Merchant of Venice: </div><div align="justify"><br />A goodly apple rotten at the heart:</div><div align="justify">O, what a goodly outside falsehood hath!</div><br /><div align="justify">(Antonio to Bassanio, Act I, Scene III, Lines 98-102) </div><div align="justify"><br />Expressionist writers often present the real world as bizarre, fantastic, and nightmarish because that is how they, or the characters in their works, see the world. Their distortions are the real world. Besides Kafka, writers who used expressionist techniques included James Joyce and Eugene O’Neill. </div><div align="justify"><a href="http://www.cummingsstudyguides.net/TheTrial.html" rel="nofollow">http://www.cummingsstudyguides.net/TheTrial.html</a> </div><div align="justify"><br />Literature and expressionism:In literature the novels of Franz Kafka are often described as expressionist. Expressionist poetry also flourished mainly in the German-speaking countries. The most influential expressionist poets were Georg Trakl, Georg Heym, Ernst Stadler, Gottfried Benn and August Stramm. </div><div align="justify"><br /><a href="http://en.wikipedia.org/wiki/Expressionism#Literature" rel="nofollow">http://en.wikipedia.org/wiki/Expressionism#Literature</a><br /><br />Το κυρίως ζήτημα βέβαια που έθεσα έχει να κάνει με το έτος (1903) και όχι με τον εξπρεσιονισμό. Είναι λογικό ο Τρακλ να κινείται πιο άνετα σ’ αυτό το κλίμα και στην τελική να συμμετέχει καθοριστικά στη λογοτεχνική του διαμόρφωση λόγω της ηλικίας του και των ετών που δούλευε και δημοσίευε τα έργα του (κυρίως 1912-1914). Τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει “ικανοποιητικά” τότε και στη ζωγραφική που τόσο αγαπά και χρησιμοποιεί ο Τράκλ. Επίσης ανταύγειες μουσικές θα μπορούσαν να διακριθούν στο έργο του (ευχαριστώ σχόλιο 17 για το Verklaerte Nacht του Schnoenberg, εν έτει 1899. Όντως υπάρχουν στοιχεία και σύνδεση, φωτίζονται κάπως διαγωνίως και αχνά τα πράγματα, βλ. ποιείν). Στη λογοτεχνία όμως είναι που είναι τα πράγματα πιο δύσκολα και ως αφετηρία τοποθετείται άγαρμπα και αλματωδώς ο Κάφκα.<br /><br />Ο λογοτεχνικός εξπρεσιονισμός περνά στο Σαχτούρη από τους Τράκλ και Celan κυρίως. Δήλωνε όχι απλά την αγάπη του γι’ αυτούς αλλά και τη σημασία τους στη ποιητική του διαμόρφωση. </div><br /><div align="justify">Ο “δικός” μου “εξπρεσιονισμός” (αν μας επιτρέπουν οι σχολιαστές -βλ. ποιείν- εφόσον το θέσατε τόσο προσωπικά) δεν έχει να κάνει με τον Σαχτούρη και τον Τρακλ γιατί τους γνώρισα σε ηλικία που είχαν ήδη διαμορφωθεί τα κυρίως λογοτεχνικά μου χαρακτηριστικά. Ο εξπρεσιονισμός έρχεται και με περιβάλλει αδιάκοπα μέσω της ζωγραφικής σε νηπιακή ήδη ηλικία (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) και με συνοδεύει έκτοτε ολοκληρωτικά. Στην περίπτωση μου είναι «εμπλουτισμένος» και αποτελείται κυρίως από τον Franz Marc, τον Paul Klee και τον Kandinsky (διευρυμένος εξπρεσιονισμός για να συμπεριληφθούν οι δύο από τους τρεις). Το πρόβλημα του όρου και της χρήσης του έχει βέβαια να κάνει και με τη ζωγραφική αρκεί να σκεφτεί κανείς πως «μετέχουν» στο ίδιο «κίνημα» ο Edvard Munch («βόρεια» εκδοχή), μέχρι τον Κlee («κέντρο προς νότο» εκδοχή, σε όρους «φωτός» και χωρίς ψυχοπαθολογικές διαταραχές, σύνδρομα και συμπλέγματα) και τον Georges Rouault (άλλη ιστορία εντελώς). Από εκεί ίσως πηγάζει και η όποια ένσταση μου για το άλμα της επιβολής του όρου εξπρεσιονισμός στον Κάφκα (διακρίνω μια ευκολία τέλος πάντων και μια δίψα για κατηγορίες που δεν εξυπηρετούν σε όλες τις περιπτώσεις φωτίζοντας). Γράφοντας τα παραπάνω θα σημείωνα πως ο Κάφκα και ο Τρακλ τείνουν περισσότερο στον Βορρά παρά στην κεντρική Ευρώπη σε εξπρεσιονιστικούς πάντοτε όρους. Στα εικαστικά λειτουργεί σίγουρα καλύτερα παρά στη λογοτεχνία, ούτως ή άλλως εκεί γεννιέται ο όρος. Ο εξπρεσιονισμός τέλος όπως τον κατανοώ στο εικαστικό του περιβάλλον ακολουθεί την οπτική και λογική που θέτει ο ιστορικός τέχνης Herbert Read, ο οποίος ούτως ή άλλως πάλευε μια ζωή και με το συγκεκριμένο θέμα.<br /></div><div align="justify"><br /><br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhk4xSvG_rfJ136v7tyLosnAKiGM5oJ_gSRXSJ-KS2CjYUSmNeiyLYzXtmEEdrDhnFiYMCKD8rzkhrtcAEKW3qhgb9SsP7bZ8e6QVqvEPI_-dQR9ZMr0ZqeFsVcmgmkJ_wA9DgjclCaKlqz/s1600/535px-El_Greco_View_of_Toledo.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5532468242835417634" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 286px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhk4xSvG_rfJ136v7tyLosnAKiGM5oJ_gSRXSJ-KS2CjYUSmNeiyLYzXtmEEdrDhnFiYMCKD8rzkhrtcAEKW3qhgb9SsP7bZ8e6QVqvEPI_-dQR9ZMr0ZqeFsVcmgmkJ_wA9DgjclCaKlqz/s320/535px-El_Greco_View_of_Toledo.jpg" border="0" /></a> </div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-33469519434764360082010-10-16T23:48:00.008+03:002010-10-16T23:55:28.535+03:00Τόλης Νικηφόρου, "δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ"<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh5PYzhtKV_OUyFlfXxJ5LJfg3p9M0urnCPCuvV7KaXAbtw5cgymkj3ag48QfDYcrjQHhD1RcBxbj7ABonTkAYBFGqLL5WcBZ4_QMJUnjgyZUkx4TVmWSdS1LeVhyphenhyphensu52rAE6D_IyStyOn2/s1600/rybak2.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5528749316297199682" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 200px; CURSOR: hand; HEIGHT: 142px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh5PYzhtKV_OUyFlfXxJ5LJfg3p9M0urnCPCuvV7KaXAbtw5cgymkj3ag48QfDYcrjQHhD1RcBxbj7ABonTkAYBFGqLL5WcBZ4_QMJUnjgyZUkx4TVmWSdS1LeVhyphenhyphensu52rAE6D_IyStyOn2/s320/rybak2.jpg" border="0" /></a><br />“είμαι όσα μου δόθηκαν, μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε, ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα. ήχους του κάποτε στον άνεμο σκορπίζω, με το δικό μου όνομα γράφω για τον δικό σας πόνο, που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας. δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ, γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν, γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι. τώρα απομένει να επιστρέψω εκεί που κάποτε ξεκίνησα, να επιστρέψω εκεί που οφείλω το εγώ που είμαι και που ποτέ δεν γνώρισα.”<br /><br />To κόκκινο με παραπέμπει όχι μόνο στον έρωτα και την αγάπη, μα και στην απαίτηση της πιο δίκαιης κατανομής του πλούτου, στις ίσες ευκαιρίες καταργώντας τις διαφορετικές αφετηρίες, όσο κι αν είναι αυτό δυνατό.<br /><br />Ευγενέστατος και γνήσιος ο κ. Τόλης Νικηφόρου, έχει ένα δικό του ποιητικό τρόπο. Διατηρεί μια γλυκιά ειρωνεία και απόσταση τόσο από τα “περιγραφόμενα” όσο κι από τον εαυτό του. Λυρικός και εκλεπτυσμένος, σκύβει καλοπροαίρετα προς τον πάσχοντα, “αναιρώντας” τον εαυτό του με έναν τρόπο εντελώς δικό του. Φυσικά όλα τα ποιήματα είναι ιδιαίτερα, προσωπικά όμως ξεχωρίζω το “ουτοπία αναρχικού λούστρου”.<br /><br />ουτοπία αναρχικού λούστρου<br /><br />κάθεται σταυροπόδι σ’ ένα σύννεφο<br />βουτώντας το πινέλο του<br />στο κασελάκι με τα χρώματα<br />το κασελάκι με τις λέξεις<br />με τον τζιλά και τ’ άλλα εκρηκτικά<br />και βάφει κόκκινα τα υποδήματα<br />κάθε περαστικού θεού<br />κόκκινο κόκκινο και μαύρο<br />ένα παιδικό μπαλόνι<br /><br />με την απρόσεχτή του κίνηση<br />τα θαμπωμένα μάτια του<br />από του ήλιου την εγγύτητα<br />τα πάντα κάποτε αναποδογυρίζουν<br />και τότε στάζει ο ουρανός<br />μυριάδες άστρα<br /><br />Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός πως τα ποιήματα δένουν και απογειώνονται στο κλείσιμο τους. Μια τεχνική αρτιότητα -πέρα από όλα τα άλλα- που θα ήταν καλό να προσέχουν όσοι εισέρχονται στον λογοτεχνικό στίβο.<br /><br />Αριστοκρατικής πνοής και διαθέσεως καταθέτει τον τρόπο του και με το podcast το οποίο ενισχύει πτυχές των ποιημάτων.<br /><br />http://poiein.podomatic.com/entry/2010-10-11T02_53_06-07_00<br /><br />Ευχαριστούμε τον ποιητή και το ποιείν.<br /><br />http://www.poiein.gr/archives/11726/index.html</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-46611084614792599742010-10-02T22:26:00.015+03:002010-10-03T00:39:30.967+03:00Γιώργης Μανουσάκης, "Τα βήματα των νεκρών μου διακριτικά, να μη με τρομάζουν"<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcAjEcEJvoqnAD2ugcoW2dlyZ7fZmUB5Eel0NquhM4nZDwjX5yThAhsS6K3DgKT_phdcYW5_jBPTDwFg1DhApZ4cd-_B7DqYqktMh6fuUYQUATo6mnd3RqXs63Sk65JBq4vHXQXW9PVdK5/s1600/artwork_images_1119_142356_ar-penck.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5523534446675229010" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; CURSOR: hand; HEIGHT: 319px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcAjEcEJvoqnAD2ugcoW2dlyZ7fZmUB5Eel0NquhM4nZDwjX5yThAhsS6K3DgKT_phdcYW5_jBPTDwFg1DhApZ4cd-_B7DqYqktMh6fuUYQUATo6mnd3RqXs63Sk65JBq4vHXQXW9PVdK5/s320/artwork_images_1119_142356_ar-penck.jpg" border="0" /></a><br /><div align="justify">Πολύ καλή ανθολόγηση της ποίησης του Γιώργη Μανουσάκη (1933-2008) στο ηλεκτρονικό ποιητικό περιοδικό Ποιείν από την Αγγελική Καραθανάση. http://www.poiein.gr/archives/11481/index.html <br /><br />Η “Επίσκεψη” απ’ τη συλλογή “Στ’ ἀκρωτήρια τῆς ὕπαρξης” (Γαβριηλίδης, 2003) είναι εξαιρετικό ποίημα το οποίο φαίνεται να συνοψίζει τη διάθεση και τον ποιητικό τρόπο του Γ. Μανουσάκη. Τρόπος που εμφανίζεται να συνδυάζει την τραγική αίσθηση με την υπαρξιακή φιλοσοφία, στην οποία θεωρεί και ο ίδιος ότι καθρεφτίζεται. Την αποσπασματική βέβαια εικόνα που αντλώ κυρίως απ’ την “Επίσκεψη” και βάση της οποίας αναπτύσσω τη θέαση μου στο έργο του, συμπληρώνει το V απ’ το ποίημα ΕΝ ΑΓΡΥΠΝΙᾼ. </div><br /><div align="justify"><br />ΕΠΙΣΚΕΨΗ<br /><br />Μέσʼ στή νύχτα χτυπᾶ τό κουδούνι.<br />Ἀνοίγω τήν πόρτα. Βλέπω μόνο<br />τά κρόσσια τῆς βροχῆς νά τρεμίζουν<br />στό φῶς. Κι ὅμως ξέρω<br />εἶσαι σύ πού προσμένεις ἀθώρητη<br />σά σκέψη ἤ σά θύμηση<br />νά σέ καλέσω νά μπεῖς.<br /><br />Κάθεσαι στό παλιό κάθισμά σου<br />κι ἐγώ ἀντίκρυ σου. Ἡ σιωπή μου<br />συναντᾶ τή σιωπή σου. Ἁπλώνω<br />τό χέρι κι ἀγγίζω τʼ ἀέρινο χέρι σου<br />πού ριγεῖ. Χαϊδεύω τά μαλλιά σου<br />καί μένει στά δάχτυλά μου<br />τό νερό τῆς βροχῆς.<br />«Ξέρεις…» Μίλησες ἤ μοῦ φάνηκε;<br /><br />Ἀλήθεια, πῶς εἶνʼ οἱ νύχτες ἐκεῖ;<br />Ἐπιτρέπονται οἱ συναντήσεις στά ὄνειρα;<br />Πῶς σʼ ἄφησαν οἱ φρουροί νά κάμεις<br />ἕνα ταξίδι τόσο μακρινό;<br />_________<br /><br />Τα θέματα που φαίνεται να τον απασχολούν κυρίως είναι ο χρόνος, η φθορά, ο θάνατος, ο θεός και ο έρωτας (μεταξύ άλλων). Αδιάκοπα αισθητό είναι το υπαρξιακό υπόβαθρο και η αυξημένη συναίσθηση του άλλου (ερωτικού συντρόφου κυρίως) που κυριαρχεί μέσω της απώλειας του. </div><br /><div align="justify"></div><br /><div align="justify">Ιδιαίτερη και η ανάγνωση των ποιημάτων απ’ τον ίδιο, φωτίζουν πτυχές του έργου. </div><br /><div align="justify"><br />Πέρα απ’ τα δύο ποιήματα που αναφέρθηκαν εντυπώνονται έντονα εντός μου και τα ακόλουθα μέρη:<br /><br />“Μάταιη τῶν χρωμάτων ἡ χλιδή<br />καί τό μελετημένο ζύγιασμα τῶν στάσεων.<br />Μ’ ὅλο τό στολισμό τοῦ προσωπείου<br />σ’ ἀναγνωρίζω, παντοκράτορ Θάνατε.<br /><br />Ἐσύ ‘σαι ὁ συνθέτης τῆς ἀπόλυτης σιγῆς<br />ἐσύ ὁ γλύπτης τῆς πιό τέλειας ἀκινησίας.”<br /><br />“Κρυβότανε πίσω ἀπό φράσεις<br />ὅμοιες μέ πινακίδες πού ἡ κάθε μιά τους<br />δείχνει σέ διαφορετική κατεύθυνση.”<br /><br />“Ἐδῶ ἔχω ἐνταχθεῖ μέσα στό χρόνο<br />πού ἀναλλοίωτος ἀκινητεῖ ἀπό αἰῶνες.<br />Παντοῦ ἀνταμώνω ἀχνάρια ἀπʼ τίς τριάντα<br />γενιές πού ἐγκαταβίωσαν στό μοναστήρι.”<br /><br />Καλή και η παρουσίαση του ποιητή στη wikipedia<br /><br />http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-62863493208538505972010-09-23T23:47:00.019+03:002010-09-24T10:37:58.433+03:00Νίκος Βουτυρόπουλος: Δύο ποιητικές συλλογές και ένας νεκρός φίλος<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgE0B6bfRM03jA58DbjNbbGV1sLCEvsoi0VBeYmdqdWQAPL36JTpAXyrDZ1ZpHCgOHcjhimHoln_3O1CS2mwB_YtoN1ydYStFqkLgZkB_yC_oqdfQg3AyGuylC3jdtPB2v4KUdFX33ybf76/s1600/untitled_%CE%BC%CF%80%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85.bmp"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5520215320574379266" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 238px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgE0B6bfRM03jA58DbjNbbGV1sLCEvsoi0VBeYmdqdWQAPL36JTpAXyrDZ1ZpHCgOHcjhimHoln_3O1CS2mwB_YtoN1ydYStFqkLgZkB_yC_oqdfQg3AyGuylC3jdtPB2v4KUdFX33ybf76/s320/untitled_%CE%BC%CF%80%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85.bmp" border="0" /></a><br /><div align="left">Τα “Σημάδια από κύμα” είναι ποιήματα που “προκύπτουν” απ’ τον θάνατο ενός οικείου. <a href="http://www.poiein.gr/archives/11246/index.html">http://www.poiein.gr/archives/11246/index.html</a></div><div align="justify">Ο δημιουργός τους διέπεται απ’ την τραγική αίσθηση της απώλειας και του αμετάκλητου θανάτου του φίλου, ωστόσο την επεξεργάζεται γυρνώντας στα παιδικά του χρόνια και στους πρώτους έρωτες και ταυτιζόμενος μερικώς με τη φύση, προτάσσει την τρυφερότητα και τη στωικότητα ως τις δυνατές στάσεις του πάσχοντας ανθρώπου. Αναζητά τον πραγματικό Άλλο στο συνάνθρωπο του, όπως και στο “χαμένο” φίλο, αλλά όταν δεν το κατορθώνει γυρνά στην πέτρα, στη φύση, στην ιστορία, στις μνήμες και στην αίσθηση του κόσμου.<br /><br />Σπαρακτικός ο Ν. Βουτυρόπουλος όταν μας λέει “οι φίλοι μου πέτρινοι/ψίθυροι μου χαϊδεύουν/το πρόσωπο ριγμένο/σ’ ένα δοχείο από στιγμές/που κατάπιε ο χρόνος”, και τρυφερός διατηρώντας την απόσταση της γνώσης και της επίγνωσης, προσπαθώντας να υπερβεί την τραγική μας μοίρα βρίσκοντας συμμετρίες και καθαρότητα στα παιδικά του βότσαλα: “όμως δες πως κοιμάται το πράσινο των λόφων/γύρω απ’ αυτή τη τρυφερή μουσική/των μάταιων ορισμών των πραγμάτων/καθώς πασχίζω να θυμηθώ/τα βότσαλα που διάλεγα μικρός”. Βέβαια “ασύλληπτος παραμένει ο κόπος/να λογαριάζεις τη νεκρότητα/ δες τώρα αυτό το λευκό των λέξεων/την ανταύγεια της σιωπής/όσο το αλφάβητο θρηνεί/και στα χέρια σβήνουν οι στίχοι”. Εξ’ αρχής γνωρίζει το μάταιο της δημιουργικής προσπάθειας του ανθρώπου και της καταγραφής των αποχρώσεων και των δυνατών σχέσεων, και έτσι καταλήγει να προτάσσει την ανθρώπινη σχέση, τον φίλο που προτιμά από το έργο. </div><p align="justify"><br />Ο Νίκος Βουτυρόπουλος έχει επίσης εκδώσει δύο βιβλία, το «Φεγγάρι πίσω από ψέματα» και τις «Εκμυστηρεύσεις» (εκδ. Οδός Πανός). </p><p align="justify">Ένας άνθρωπος που κορδέλες λευκές τυλίγουν την κάθε του κίνηση και που έγινε κισσός να αγκαλιάζει τα ερείπια, σίγουρα γνωρίζει πως είναι ποιητής και μάλιστα δυνατός. Οι λέξεις του φυσικά και δεν καταντούν δυσνόητα σύμβολα σε ταινία λευκή, μα ορθώνουν έναν τόπο χωρίς σκιές, όπου κυριαρχούν το γέλιο και ο πόνος στην καθαρότητα τους, σε μια βουβή εκδοχή ίσως που παριστάνει τον Σαρλό παιδί.<br /><br />Δομεί ένα δικό του τόπο, έχει κυρίαρχα σύμβολα και θέματα που τον απασχολούν (παιδική ηλικία, η αποστροφή του ανθρώπου στον πόνο, η τάση του να προσαρμόζει τη ζωή πάνω του, με διάθεση νιτσεϊκή θα έλεγα, επιστρέφοντας «αιώνια» στην παιδική και εφηβική ηλικία, στους έρωτες).<br /><br />Εμφανίζεται ωστόσο στο «Φεγγάρι πίσω από ψέματα» κυρίως, η αποσπασματικότητα και οι διαφορετικές περίοδοι των συλλήψεων και των εκτελέσεων των ποιημάτων του, καθώς και ένας σεβασμός –ίσως- στην πρώτη μορφή (προσωπικά είμαι υπέρ του συνεχούς δουλέματος αν είναι δυνατόν). Έτσι, θα μπορούσα να παρατηρήσω πως δεν εμφανίζεται ένα ενιαίο ύφος, μια ίσως ενιαία διάθεση, η οποία να δένει τη συλλογή ως σύνολο ή μέχρι και να δένει τα ποιήματα από μόνα τους ως ολότητες που στέκονται διακριτές απ’ την αρχή μέχρι το τέλος.<br /><br />Οι «εκμυστηρεύσεις» ρέουν αλλιώτικα, «πιο» άρτια, συμπληρώνοντας τις προθέσεις του. Η διάθεση είναι πιο στοχαστική και εμφανίζεται μια αλλιώτικη απόσταση απ’ τα πράγματα.<br /><br />Περιμένουμε την τρίτη του ποιητική συλλογή.<br /></p>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-34534606121492461672010-08-31T14:38:00.004+03:002010-08-31T14:43:23.531+03:00Θανάσης Αθανάσιος, 7 ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή “Η Ελονοσία του Μύδρου”, γράφει ο Κώστας Παπαθανασίου<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjRVHkMWvJ_NBjIo-mRYMxkKEpsqHvZzlI5AkHhifqXWJHMOS6Tg16hEC1kMz0TtNt5p5xqR6bXYSBkmRyG845pxzW0PnBE_M0XXZvusfMKBgKomuRhE9TUqlHgMKH4Aj_167yqPUCB7qro/s1600/malevich.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 205px; height: 246px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjRVHkMWvJ_NBjIo-mRYMxkKEpsqHvZzlI5AkHhifqXWJHMOS6Tg16hEC1kMz0TtNt5p5xqR6bXYSBkmRyG845pxzW0PnBE_M0XXZvusfMKBgKomuRhE9TUqlHgMKH4Aj_167yqPUCB7qro/s320/malevich.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5511537911526626178" /></a><br /><div align="justify">Παρακολουθώντας ανήμπορος την άσκοπη συζήτηση των Παλαιόπιστων περί ανθισμένων αμυγδαλιών και των ανταγωνιστικών λόγων περί γνησιότητας των ρεμπετολάγνων καταλαβαίνω ακόμη πιο καλά από που εφορμά η ποίηση του Αθανάσιου. </div><div align="justify"><br />Στη θεωρία της πληροφορικής, η πληροφορία την οποία φέρει ένα μήνυμα μειώνεται όσο αυξάνει η πιθανότητά της. Πηγαίνοντας πίσω στους Ρώσους φορμαλιστές αναμοχλεύω τις ρηξικέλευθες ιδέες τους σχετικές με τον αυτοματισμό της πρόσληψης και τον ανακαινιστικό ρόλο της τέχνης. Η συνήθεια μας εμποδίζει να δούμε, να αισθανθούμε τα αντικείμενα* πρέπει να τους αλλάξουμε μορφή για να σταματήσει πάνω τους το βλέμμα μας: αυτός είναι ο σκοπός των καλλιτεχνικών συμβάσεων. Η ίδια η διεργασία εξηγεί και τις αλλαγές ύφους στην τέχνη: από τη στιγμή που οι συμβάσεις γίνονται αποδεκτές διευκολύνουν τον αυτοματισμό αντί να τον καταστρέφουν. </div><div align="justify"><br />Ξαναγυρνώντας στις μέρες μας που η πληροφορική έγινε δεύτερη ανάσα διαπιστώνουμε πως στα μεγάλα κλασικά έργα της τέχνης και της λογοτεχνίας, δεν βρίσκουμε πλέον σπουδαία πράγματα για την πληροφοριακή τους αξία, επειδή το κοινό έχει εξοικοιωθεί με το περιεχόμενό τους. Έτσι ο Σαίξπηρ θεωρείται βαρετός επειδή δεν βλέπουν σ’ αυτόν παρά έναν αριθμό γνωστών παραθεμάτων. Δεν είναι τυχαίο πως βγαίνουν βιβλία του στυλ πως να μιλήσετε για κλασικά βιβλία χωρίς να τα έχετε διαβάσει. Και φυσικά εδώ το Διαδίκτυο σιγοντάρει αποδομητικά απομακρύνοντας το “μαγικό πέπλό”. </div><div align="justify"><br />Για να γυρίσουμε στον Αθανάσιο τον οποίο παρακολουθώ και στα μπλόγκ του έχω να πω πως είμαι ενάντια στην απλοποίηση του να ταυτίζουμε ένα έργο με την καινοτομία του. Ο Αθανάσιος πολλές φορές χαραμίζει την “ποιητικότητά” του προς χάριν της έκπληξης και μιας βεβιασμένης ανάγκης για πρωτοτυπία. Το θέμα είναι πως ξέρει να φτιάχνει ατμόσφαιρα, έχει να μας πει πράγματα, αναζητά με αγωνία τους νέους δρόμους που τον καλούν μα στο τέλος παγιδεύεται σε μια αβανγκαρντ ταυτότητα (που εξαντλείται στο παρελθόν) που σώνει και καλά χρησιμοποιεί για την διαφοροποίηση της ποίησής του. </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Ο Θανάσης Αθανάσιος είναι ένας μικρός σάτυρος που κρύβει την ευαισθησία του πίσω απ’ ένα καυστικό χιούμορ και μια μεγαλόστομη πνοή καταστροφικού αυτοσχεδιασμού. Θα συνεχίζω να τον παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"><br /><br />Κώστας Παπαθανασίου</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><br /><br />http://www.poiein.gr/archives/10258/index.htmlPetros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1549295691698269836.post-2190192100113613802010-08-23T23:39:00.004+03:002010-08-24T10:30:12.916+03:00Ο ζωγράφος-ποιητής Κώστας Ριτσώνης<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiew6TCf1YCCqX_PyB1diWPpibbrPtTirqD7LchtUVaeidM9AsEqoCsPzFlO_MWlTmrSKgkG7-XsC_CEfEEJWxwfuztnefYxuLBYkFAulxvzC20O48LeT-s4puLvDhaJHLdNPIVHBGG6oAu/s1600/byssinimol-custom1.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5508708356677806578" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; WIDTH: 320px; CURSOR: hand; HEIGHT: 192px; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiew6TCf1YCCqX_PyB1diWPpibbrPtTirqD7LchtUVaeidM9AsEqoCsPzFlO_MWlTmrSKgkG7-XsC_CEfEEJWxwfuztnefYxuLBYkFAulxvzC20O48LeT-s4puLvDhaJHLdNPIVHBGG6oAu/s320/byssinimol-custom1.jpg" border="0" /></a><br /><br />“Άσπρα σπίτια αραγμένα<br />σαν καράβια<br />μέσα στην πρασινάδα<br /><br />κοντά τους σαν ψαράκι<br />τριγυρνά η μοναξιά μου<br /><br />Μέσα στα χρώματα της εξοχής<br />που έγινε πράσινη θάλασσα<br />προσπαθεί να βρει παρηγοριά”<br /><br />To ξεχωρίζω προσωπικά γιατί με βοηθάει να καταλάβω και μια άλλη πτυχή της ζωγραφικής του Ριτσώνη, εκεί ιδίως που τριγυρνά σαν ψαράκι η μοναξία. Εξαιρετικό “zoom out” και κίνηση τρεμάμενη.<br /><br />Λεει ο ποιητής Ριτσώνης:<br />Δίπλα στο Λειβαδίτη<br />κάθεται ο Λειβαδάς<br />Κοντά στο Ρίτσο<br />στήνεται ο Ριτσώνης<br /><br />Ο Λειβαδάς κάθεται δίπλα και ίσως πάνω, ενώ ο Ριτσώνης στήνεται και σκέφτομαι πως ενώ στη ζωγραφική του δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα, ρέουν όλα τόσο φυσικά, προέχει ενδεικτικά το καλοσυνάτο και παιδικό της ψυχής του που έχει έγνοια τον άλλον και ποθεί τόσο τη συνεύρεση και τη συνάντηση, στην ποίηση του φορές αφήνει την αίσθηση πως προσπαθεί να γίνει αποδεκτός από τους μάγκες και τα αλάνια μέχρι τους “ποιητάδες”. Ίσως κάνω λάθος. Ένα podcast θα βοηθούσε.<br /><br />Επίσης θα μπορούσες να μας “ρίξεις” και περισσότερους πίνακες ανάμεσα στα ποιήματα μόρτη Ριτσώνη. Καληνύχτα και μπαρντόν. Θα διαβάσω τους “λεπρούς” σου πάλι της Σπιναλόγκας και θα πέσω για ύπνο.<br /><br />http://www.poiein.gr/archives/9573/index.html</div>Petros Golitsishttp://www.blogger.com/profile/02351114947170397750noreply@blogger.com0