Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Γιάννης Λειβαδάς, Το εισαγωγικό ποίημα από την "Άτη", υπό έκδοση, φθινόπωρο 2010


«Ωραίο ν’ ακούς τα βάσανα μιας σκέψης/που έχει τις ρίζες της χωμένες στο σκοτάδι/όπου ξυπνήσαμε όλοι/κι ανάθεμα τη σκοταδιά το μάρμαρο το ξόδι/γιατί είμαστε όλοι ανήλιαγα σε πέτρα λαξεμένοι.» H «Άτη» του Γιάννη Λειβαδά κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως επιτάφιο σήμα, για να υπενθυμίζει ως μικρή θεά, με την ιδιότυπη παραφροσύνη της και την τύφλωση της, την επιβεβλημένη «άνωθεν» στον άνθρωπο θνητότητα και περατότητα του. Τον τιμωρεί τον άνθρωπο για την αλαζονεία του, οδηγώντας τον στη συμφορά, στον όλεθρο, στον τάφο, τον δικό του και των οικείων του.

Τώρα που «Η εποχή που μιλούσαμε δυσνόητα πέρασε» ως άλλος σύγχρονος αττικός αμφορέας, μελανόμορφος, τοποθετείται η «Ατη» ως κτέρισμα στην ταφή του ανθρώπου στην οποία καλούμαστε από τον ποιητή Λειβαδά να παραβρεθούμε. O ενταφιασμένος ο κάθε ένας από εμάς. Γινόμαστε εμείς σταδιακά ο νεκρός καθώς ξετυλίγεται ο ποιητικός του κόσμος.

Κουβάρι που λύνεται προς όλες τις διαστάσεις «είμαι στην είσοδο ενός μυαλού ξενοδοχείου/και έρχομαι από παντού», η ποίηση του Λειβαδά εξοικειώνει τον άνθρωπο με τον θάνατο, τον μετεωρισμό του θανάτου, που τον γειώνει περίτεχνα, φέρνοντας τον στο ύψος των ματιών του κάθε ανοιχτού στο επερχόμενο ανθρώπου.

«Γεννάμε ένα ακόμα σκουλήκι/Που θα χορτάσει μ’ ό,τι έχουμε νιώσει». «Η τέχνη είναι εξίσου ηλίθια με τη μνήμη,/ ο τρόμος προηγείται της λέξης». Σαν πρησμένη συνείδηση προσπαθεί να ηρεμήσει η σκέψη, ο τρόπος του ο ποιητικός, ο ταυτισμένος με την ζωή, καταγράφοντας τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα. Έτσι, ως ερημίτες-ήρωες μαζί με τον ποιητή Λειβαδά πλέουμε άλλοτε ονειρικά και άλλοτε βασανιστικά πάνω σε έναν τόπο-νησί που γαληνεύει μα μετά αναστατώνεται, πάνω σε μια λίμνη που εναλλάσσει γύρω μας το μαύρο με το γαλάζιο, το κόκκινο με τον άνθρωπο «και γυρίζω για ένα λεπτό να μιλήσω/για της ζωής το παράξενο όνειρο/ενάντια στον άνθρωπο.»

Η ζωή τάχα ακολουθεί τους ατάραχους ρυθμούς των εποχών, μα οι άνθρωποι δεν αποκόπτονται ποτέ από τα εγκόσμια, δεν μπορούν να αποφύγουν την έλξη της ζωής, τα πάθη και τα βάσανά της, καθώς «τα νύχια που σκάβουν τον λάκκο τους ανήκουν/σε δάχτυλα που σχηματίζουν το σήμα της νίκης».

Κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του ποιητή, παίρνουμε μαζί με τον ίδιο ένα σκληρό μάθημα συνειδητοποιώντας αδιάκοπα το δύσβατο του κόσμου. «Δυσοίωνη φιλική σκιά με αναζητάς κάπως άτσαλα» και «δεν ξέρω αν έχω αναποδογυρίσει ίσια». Το πάθος δεν σώζει, καθώς κι ο ποιητικός του λόγος «Σου λέω δεν έχω τη γνώση που σώζει,/μα την άλλη».

Εισβάλλει στον κλειστό μας κόσμο και τον ανοίγει. Ο πόθος για ζωή και πραγμάτωση δεν οδηγεί στην εμμονή και στο έγκλημα, αλλά στην περισυλλογή και στην ματαίωση, μεταθέτοντας τη συντριβή του ανθρώπου, συντρίβοντας τον. Δεν αφυπνίζει η ποίηση του Λειβαδά, φωνάζει τον θάνατο να συντροφεύσει τον άνθρωπο.

Τονίζει συχνά σημαντικές λεπτομέρειες, κρατώντας «όλες τις φωτιές του ρυθμού» στο σύνολο των ποιημάτων του, επαναθέτοντας την ποιητική προβληματική του.

«Ο ουρανός δεν είναι πάντα παρισινός/είναι το κάτω μέρος μιας/αναίσθητης γάζας στον πόνο». Δεν εγκαταλείπει το περίγραμμα στις μορφές που δημιούργει, «έκανες την ερημιά κρεμάλα». Χρησιμοποιεί λίγο χρώμα, κυρίως κόκκινο σε μεγάλες επιφάνειες ή σε εναλλαγή με το μαύρο, «Καμιά φορά παρατηρείς απρόσμενα τα πάντα/κάπως να μοιάζουν σαν αλλιώτικα/απελπισμένος από απαίσιο πράγμα:/μήπως και κουραστείς απ’ τη ρευστότητα.»

Οι συνθέσεις του διακρίνονται για τη σφριγηλή σωματικότητα των μορφών, την έκδηλη δραματικότητα και τη ζωντάνια τους καθώς «η αδιάσπαστη συνοχή/του Εγώ/για εκατό χρόνια/ίδια και απαράλλαχτη/πρήζεται σαν ζώο πεθαίνει». Στον ώμο της ζωής –σαν σε αγγείο- η ποίηση του Λειβαδά ως πλοχμός από ανθέμια και άνθη λωτού φωτίζει στολίζοντας την ύπαρξη.

Τέλος συνομιλεί κυρίως στο ΙΙΙ με το “Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας…και πάλι άνοιξη” του Κιμ Κι Ντουκ, βαθαίνοντας περαιτέρω και φωτίζοντας πιο δύσκολες και ενδιάμεσες αποχρώσεις. Μεστός θανάτου δεν ανήκει στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά στο πνευματικό, τείνοντας χείρα φιλίας χωρίς τη θέληση να καθοδηγήσει.

Την Άτη την φοβούνταν σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία ακόμα και οι δώδεκα θεοί. Η κόρη αυτή του Δία θόλωσε ακόμα και το μυαλό του πατέρα της που εκτός ελέγχου την άρπαξε και την τίναξε στη Γη, απαγορεύοντας της για πάντα την είσοδο στον Όλυμπο. Την διέταξε να ταλαιπωρεί μόνο τους ανθρώπους. Μόνο ο άνθρωπος που αγαπάει την έκθεση, τη γύμνια και το μετέωρο του ανθρώπου, μπορεί να αναμετρηθεί με την ποίηση του Γιάννη Λειβαδά. Ωστόσο, δεν βγαίνεις ταλαιπωρημένος από την ποίηση του, αλλά γονατίζεις τον θάνατο, τον κατεβάζεις μια σπιθαμή, καθώς πεθαίνεις.

http://www.poiein.gr/archives/10005/index.html

1 σχόλιο: