Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
(πεζοπορία στην ποιητική συλλογή
«ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», του Πέτρου Γκολίτση, εκδόσεις ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ 2013)
γράφει ο Αντώνης Ψάλτης
Είμαι ζωντανός, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, αφού κι εγώ, όπως κι ο Πέτρος Γκολίτσης : «Χαίρομαι τα σπλάχνα μου απόψε». Μα κι απ’ την άλλη νομίζω πως θυμάμαι θάνατο. Νομίζω πως πέθανα πριν από καιρό, πόσο δεν ξέρω, αγνοώ… και πως μπορώ να αγνοώ, σαν δεν είμαι ζωντανός; Ή μήπως ακριβώς γι αυτό πεθαίνω (ή πέθανα ήδη), επειδή, δηλαδή, τώρα είμαι ζωντανός; Που βρίσκεται ο θάνατος; Που η ζωή; Ανάμεσα από μίκρο και μάκρο (μία απ’ τις τρεις ενότητες της συλλογής) τι συμβαίνει; «… Το μόνο που ακούγεται η φθορά / αλλάζει σώματα», απαντά ο Γκολίτσης.
Όταν ήμουνα μικρό παιδί θυμάμαι πως έπαιζα συνέχεια γύρω γύρω όλοι, μέχρι να ζαλιστώ και να πέσω, σαν τη γη που γυρίζει κι όλοι μαζί της. Μια μέρα μας πήγαν εκδρομή σ’ ένα ελαιοτριβείο, εδώ παιδάκια γίνεται το λάδι, το τρώμε και παραμένουμε ζωντανοί και άλλα τέτοια. Τώρα πάλι παιδί, μεγάλο, ο Πέτρος με παίρνει απ’ το χέρι και με πάει μια άλλη εκδρομή, ας το πω έτσι, υπαρξιακής ανησυχίας… επίσκεψη στο τριβείο του χρόνου.
- Και τι παράγει ο χρόνος κύριε δάσκαλε; (ο Γκολίτσης ασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτικού),
- Θάνατο παιδί μου. Θάνατο.
Το παραγόμενο προϊόν του χρόνου είναι ο θάνατος και το καταναλώνουν οι άνθρωποι. Δεν μας καταναλώνει ο θάνατος, αλλά εμείς αυτόν, κάθε μέρα κι από λίγο ή κάθε μέρα κατά εικοσιτέσσερις ώρες, (για να θυμηθούμε τον οικονομολόγο Κάρολο Μάρξ -ο δε Γκολίτσης είναι οικονομολόγος-). Σαν πεθάνουμε [ποτέ δεν ξέρουμε το πότε (γράφει ο Πέτρος : «… απλά / όπως ο θάνατος συμβαίνει / … χωρίς ποτέ μου να το μάθω»)], ο θάνατος απλώς επισφραγίζει, μας επικυρώνει. Ναι κυρίες και κύριοι, υπήρξατε, αφού πεθάνατε.
Όμως για μια στιγμή. Νομίζω κάποιος έρχεται.
- Γεια σας κύριε Worringer
- Γεια σας κύριε Γκολίτση, γεια σας αγαπητά μου παιδιά
- Ο κύριος Worringer, παιδιά μου, είναι ένας απ’ τους συντηρητές στο τριβείο του χρόνου και θα μας πει μερικά πράγματα , σας ακούμε κύριε Wilhelm Worringer
- Μάλιστα. Ξέρετε, διάβασα κι εγώ την συλλογή του Πέτρου και θα μπορούσα κάπως να συμβάλλω στην κουβέντα. Μου θύμισε τα νιάτα μου, όταν εκπονούσα την μελέτη μου με τίτλο «Formprobleme der Gotik», στα Ελληνικά ως «Ζητήματα φόρμας στο Γοτθικό στυλ». Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε το 1911 και θεωρείται μία απ’ τις πλέον καθοριστικές για τον εξπρεσιονισμό. Και τούτο διότι ο Πέτρος Γκολίτσης, και στην ποιητική του τέχνη, και στην εικαστική του, είναι εξπρεσιονιστής, ακέραιος και καθαρός (όχι δηλαδή αφηρημένος εξπρεσιονιστής). Ο Πέτρος δεν αρνείται τις καταβολές του (το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ» που είναι και τίτλος ποιητικής συλλογής του Μίλτου Σαχτούρη, μόνιμου συνοδοιπόρου του Γκολίτση, αλλά και ένα ποίημα για τον Σαχτούρη και ένα για τον Τρακλ συναντάμε στο βιβλίο) μα ούτε και απλώς τις αντιγράφει, εξάλλου πως είναι δυνατόν ένας εξπρεσιονιστής, αν όντως είναι – και ο Πέτρος είναι – να μιμηθεί, αδιαφορώντας για τα χτυπήματα που δέχεται εκ των έσω η δική του υπαρξιακή υπόσταση; Ο εξπρεσιονισμός ναι μεν είναι φόρμα, αλλά όχι και συνταγή. Και νομίζω, ότι οι γενικότερες αιτίες γέννησης (όχι μόνο σε μία χρονική περίοδο) του εξπρεσιονισμού όπως τις αναλύω στην μελέτη μου δεν φαίνεται να εκλείπουν πια, μάλλον τ’ αντίθετο… έγραφα, λοιπόν, τότε : « το «άτομο» συνειδητοποιεί την απομόνωσή του, την απόστασή του απ’ τους άλλους…, … το αποτέλεσμα αυτής της ατομικότητας είναι η εκούσια απομόνωση του καλλιτέχνη και η προσκόλληση του στην δική του υποκειμενικότητα…». Οι συνθήκες απ’ τις οποίες ξεπήδησε ο εξπρεσιονισμός είναι παρούσες, ίσως αυτές τις εποχές περισσότερο από κάθε άλλη φορά, και – τι σύμπτωση ! – ακριβώς έναν αιώνα μετά την αφετηρία του στην Γερμανία. Ας ακούσουμε όμως την φωνή του Γκολίτση : « … Εγώ ‘μαι το μυστήριο εμείς / όπως σταθήκαμε στον χρόνο οι αποστάσεις / κάθετοι εμείς σαν κυπαρίσσια οι σκιές / φως που πυκνώθηκε προσωρινά κι απόψε…» Απόσταση, προσωρινότητα και πανταχού παρών κανένας θεός, καμία μεταφυσική υπόσχεση, παρά μόνο ο χρόνος, ο χρόνος πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα όρια και ο λίγος ο δικός μας : «… ο κόσμος γυρίζει / φυτρώνουμε για λίγο…». Στο ίδιο ποίημα συναντάμε και τον Ηράκλειτο. Ο σκοτεινός έγραφε για τον χρόνο, το αενάως γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι «παρομοιάζοντάς» τον (ή δίνοντας του την ιδιότητα) με παιδί. Γράφει ο Γκολίτσης : «… στάχυα –ξερά- / μας κρατούν τα παιδιά / για λίγο στο χέρι…» Τα παιδιά, η παιδική φιγούρα, η παιδική ηλικία (αυτός ο θρίαμβος του χρόνου, όπως έγραψε ο Καρούζος) βρίσκεται πολύ συχνά στην δεύτερη ποιητική συλλογή του Γκολίτση (σε αντίθεση με την πρώτη) και είναι φυσιολογικό, αφού απ’ ότι γνωρίζω ο Γκολίτσης είναι πατέρας μικρών παιδιών, ας διαβάσουμε όμως μερικά αποσπάσματα : « … παιδί πέφτω στο παιδί / που ήμουν … », «Σαν το παιδί –παιδί- σχεδιάζω…», μα πιο έντονα και πλέον φιλοσοφικά εμφανίζονται τα παιδιά στα ποιήματα «Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ» και «IL PADRE E MORTO», εδώ σ’ αυτά τα δύο ποιήματα έχουμε μια εικόνα που πιθανώς να συμπυκνώνει όλη την αίσθηση που έχει ο κύριος Γκολίτσης, παιδιά μου, για τον χρόνο. Μοιάζει τα παιδιά στο προαύλιο της εκκλησίας να παίζουνε παιδικά παιχνίδια και να τραγουδάνε παιδικά τραγούδια, έτσι αθώα και ανέγνοιαστα καθώς την ίδια στιγμή μέσα στην εκκλησία γίνεται η κηδεία της γιαγιάς. Τα παιδιά δεν έχουνε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει θάνατος, τι σημαίνει χρόνος (ο χρόνος παράγει το νέο την ίδια στιγμή που συγχρόνως παράγει την φθορά, δεν είναι γραμμική η ροή του αλλά συνταρακτικά κυκλική) και όμως είναι τα ίδια η βασιλεία του χρόνου! Ιδού πως το γράφει ο Ηράκλειτος : «αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων, παιδός η βασιλίη» κι ας ακούσουμε την ερμηνεία του Κώστα Αξελού : « … Ο χρόνος αποτελεί το γίγνεσθαι της ολότητας, κι όταν η σκέψη τον συλλαμβάνει, μοιάζει με το παιχνίδι που παίζει ένα παιδί. Ο χρόνος όμως είναι το παιχνίδι ενός παιδιού που συνεχώς χτίζει και ξεχτίζει, κι αυτό το παιχνίδι παίζεται χωρίς κινδύνους, κινδύνους που ο στοχαστής δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αποκλείσει αλλά να τους δεχτεί. Έτσι, οι στιγμές του χρόνου έχουν δύο «αντιτιθέμενα» πρόσωπα: είναι βασιλικές (επιτακτικές) και παιδικές (οιστρηλατημένες). Αν ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, τότε η διαλεκτική του σοφού είναι η διαλεκτική ενός παιδιού που έχει καταλάβει το Παιχνίδι. Ο ενήλικος τοποθετείται μέσα στον χρόνο και με την ατάραχη σοφία του αντιμετωπίζει τις στιγμές του χρόνου με ειρωνεία και θλίψη …» (απ’ την διατριβή του Κώστα Αξελού με τίτλο : «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία). Και να που έρχεται με ένα του ποίημα ο Γκολίτσης (ίσως το κορυφαίο της συλλογής, υπό την έννοια ότι συμπυκνώνει όλα τα ζητήματα που τίθενται στο βιβλίο) να φανερώσει την δική του ειρωνεία και θλίψη, έτσι όπως το γράφει ο Αξελός, και μάλιστα με μια δόση σφαγιαστικού χιούμορ του ιδίου του Πέτρου, που αποτελεί μια απ’ τις ξεχωριστές δικές του πινελιές στον καμβά του εξπρεσιονισμού : « «Το πράγμα καθ’ αυτό είναι απροσπέλαστο» / έλεγε ο Καντ / καθώς ο Φίχτε νεαρός / παραμιλούσε –εντός του- / «κούνια που σε κούναγε / γέρο ξερέ σαν παξιμάδι» / Τώρα γυρίζουν και των δύο τα οστά / γυρίζουν γύρω-γύρω με τη γη / όλοι / για λίγο στον κόσμο». Είναι δεν είναι λοιπόν έτσι ή αλλιώς τα πράγματα στον κόσμο, ο χρόνος εν τέλει θα βασιλεύσει κι εμείς θα γυρίζουμε με τα κόκαλά μας και μέχρι τότε θα «Γυρίζουν οι νεκροί σαν δορυφόροι». Όμως ας επιστρέψουμε στην δική μου μελέτη, αυτή του 1911, για να δούμε τι έγραφα τότε για τον ίδιο τον εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη : « η γαλήνη και η σαφήνεια του είναι ξένα, η μόνη του διέξοδος είναι ν’ αυξήσει την ταραχή και τη σύγχυσή του σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγηθεί σε μια κατάσταση λήθαργου και ανακούφισης» και ιδού ο Γκολίτσης : «Φλέγεται η τρέλα μου σαν δάσος / … κι όμως ακόμη φλέγομαι / … άδεια καρέκλα κάθομαι / και με κοιτώ κοιτώντας την / αυτή και ο κόσμος / κι ανάμεσα εμείς» Η συνεχής κατάσταση ανησυχίας, η συνεχής αίσθηση υπαρξιακού αδιεξόδου μόνιμα κατακεραυνώνει τον ποιητή ο οποίος ολομόναχος με το κενό του το έχει πια καταλάβει πως δεν υπάρχουν απαντήσεις, ότι δεν πρόκειται ποτέ να δει : «… νεκρά πουλιά τα μάτια μου / ραμφίζουν το κενό». Και πάλι απ’ την μελέτη μου : «… κατέχονται όλοι τους απ’ αυτή την ασίγαστη επιθυμία να απεικονίσουν μια εξωπραγματική και παραμορφωμένη πραγματικότητα…». Τα εξπρεσιονιστικά πλάνα του Γκολίτση είναι ακραιφνή, φοβικά (ας μην ξεχνάμε ότι ο φοβισμός είναι πρόγονος του εξπρεσιονισμού) και απεικονιστικά αξεπέραστα ! Ιδού μερικά παραδείγματα : « ... Βρέχει χαρτόνια γύρω μου παντού / μόνο χαρτόνια», «… τα παράλια της πόλης ξεκοιλιασμένα …», «… βουνά που σέρνονταν και ούρλιαζαν σαν φάλαινες …», « Σκάνε πουλιά πυροτεχνήματα …». Όμως πέρα απ’ τα παραδείγματα που βρίσκουν χώρο ανύψωσης στην μελέτη μου, ας δούμε, φύρδην μίγδην (σαν να ζωγραφίζαμε κι εμείς αυτό το κείμενο με εξπρεσιονιστικό πάθος), μερικές απ’ τις προσωπικές πινελιές του Γκολίτση : «Το μυαλό μου είναι ένας τόπος / όπου υπάρχω και εγώ», βρίσκουμε σ’ αυτό το στίχο όχι μόνο τον κατακερματισμό του ατόμου μα και την υπαρξιακή αμφιβολία του ιδίου του ποιητή για την ενότητα της οντότητάς του, για την ύπαρξη μόνο ενός και του ιδίου του εαυτού του. Μήπως δεν είμαι εγώ; Μήπως είναι και άλλοι; Κάπως έτσι αναρωτιέται και ο Μπέκετ (τσιτάρω από μνήμης) : ποιος τα λέει αυτά νομίζοντας ότι είμαι εγώ; Αλλού ο ποιητής ψάχνει τον εαυτό του σ’ έναν τόπο μελλούμενο και όχι παροντικό : «… έκτοτε με αγνοώ και περιφέρομαι / σε τόπους που θα υπάρξουν», η σχέση του Πέτρου με τον χρόνο είναι αμφίδρομη, σαν να μην έχει ακόμη υπάρξει στη ζωή ή σαν να είναι το παρόν μια υπό αίρεση στιγμή, ας τον ακούσουμε : «… και είμαι / μια αίσθηση εαυτού / που περιέχει / τα μελλούμενα / ως ήδη τετελεσμένα…», εν τέλει τι είναι ο χρόνος στον Πέτρο; μήπως ένα διαφυγόν κέρδος; μήπως μια προϋπολογισμένη χασούρα; «… (διψά το καθετί –έτσι κι ο στίχος- / για τη διάρκεια)…» καθώς «… ξεστολισμένοι άνθρωποι / βαδίζουν πλάι στο χρόνο», και μια ζωγραφισμένη νύξη πολιτικής στον εξής στίχο : «… Τον χρόνο-πίσσα στα βαγόνια μοιραζόμαστε…», ο χρόνος πίσσα, ο χρόνος κάρβουνο, ο χρόνος μαύρη δύσκολη ζωή, ημέρες που σαπίσανε μέσα στα λογής λογής Νταχάου, «Έχω σφαγή / την πλάθω σαν ψωμί…», γράφει ο Γκολίτσης. Μέσα σ’ αυτό το παρανάλωμα του χρόνου, μέσα σ΄ αυτό το κοινωνικό αδιέξοδο : «… Δεν το περίμενα / τα δέντρα γίναν πέτρινα / και πέτρινοι οι καρποί βαραίνουνε και πέφτουνε / και η ξύλινη γη δεν θα το αντέξει …», ο ποιητής μόνος του, ενεός και απροστάτευτος κι απ’ τη ζωή κι απ’ τον θάνατο δεν μπορεί να επιλέξει ούτε τον θρίαμβο της ζωής (ποιόν θρίαμβο; «γεμάτος χώμα θα ‘ναι ο ουρανός / κι απόψε» και «Ποια τρυφερότητα;», κλαίει ο Πέτρος, ούτε το μονόπλευρο τέλος της αυτοκτονίας, «Είναι νωρίς για να συμφιλιωθώ…» γράφει ο Γκολίτσης στον πρώτο στίχο του ποιήματος «ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ», και προφανώς δεν θέλει να συμφιλιωθεί με τον θάνατο αλλιώς… (ας –μην;- θυμηθούμε τον συντοπίτη του Τραϊανό), μόνος του ο ποιητής μέσα στο κατάλευκο κενό «… μας κατακλύζει το λευκό», μόνος του ο ποιητής παρέα με τους τρελούς του «Πρέπει και πάλι να κατέβω / να τους καθησυχάσω τους τρελούς μου… / το παίζουνε νεκροί …», μόνος του ο ποιητής απέναντι στον θάνατο « … προετοιμάζομαι, διακριτικά να πεθάνω …», μόνος του ο ποιητής μέσα στο σύμπαν απέναντι στους άλλους ανθρώπους απορεί : «…Παράξενο που σας μιλώ / Παράξενο».-
____--
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου