Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Κώστας Παπαθανασίου, "Μια λεπτή ισορροπία για συναισθηματικές εντάσεις"


Αναδημοσίευση απ' τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας,

βλ. και http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=229089

Πέτρος Γκολίτσης, Η μνήμη του χαρτιού, εκδόσεις Σαιξπηρικόν

Υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία στην ποίηση του Πέτρου Γκολίτση. Μια μελαγχολία που διαφοροποιείται από την παθολογική έννοια με την οποία τη συναντάμε στην Ψυχολογία και πάει πίσω ώς τον Αριστοτέλη, που τη θεωρούσε σύμφυτη με τη δημιουργικότητα στο πνεύμα των εξαιρετικών ανθρώπων. Στην εποχή της Αναγέννησης, όπου θεωρούνταν βασικό χαρακτηριστικό της πνευματικής ζωής και ο Ντίρερ τη ζωγράφιζε αλληγορικά με φτερά στην πλάτη και το αριστερό της χέρι να στηρίζει το πιγούνι.

Τα θέματα που απασχολούν τη Μνήμη του χαρτιού, η αγωνία του θανάτου, η αίσθηση της θνητότητας, της φθοράς, η εσωτερική πάλη, μοιάζουν να πηγάζουν απ' το πλατωνικό ερώτημα από το οποίο εφόρμησαν οι φιλόσοφοι: «Τι εννοούμε όταν λέμε ον;». Ο άνθρωπος, μόνος, ανίκανος να φέρει το βάρος της μοίρας του, πασχίζει για την ύπαρξη, «γυρεύει έναν θανατοθραύστη στα παράλια των παιδικών του χρόνων (Θανατοθραύστης)». Τα άψυχα αντικείμενα, η φύση, συμπάσχουν, μιλούν, συμμετέχουν στην ανθρώπινη κατάσταση. «Η ξύλινη καρέκλα βρέχεται/ η ξύλινη καρέκλα περιμένει/ έξω στη βροχή/ τον κύριό της. Η ξύλινη καρέκλα αιμορραγεί (Η ξύλινη καρέκλα, το καρφί και το σχοινί)». «Τα πουλιά είναι νεκρά/ γυρίζουν σαν δορυφόροι/ γύρω από δέντρα ξερά... (Απόσταση)». Το ανθρώπινο σώμα έκπτωτο δεν είναι παρά το έρεισμα της αρρώστιας - «Η σάρκα σαπίζει», «το δέρμα σου αποπνέει πια/ πέρα από θάνατο/ και ναφθαλίνη», «τα σώματα πέφτουν».

Ο Γκολίτσης όμως δεν είναι μηδενιστής. Ακολουθώντας τα χνάρια του Χάιντεγκερ, θεωρεί πως η ανθρωπινή ύπαρξη, παρ' ό,τι είναι περιορισμένη εντός των ορίων του κόσμου και ασφυκτιά, πάντα προσπαθεί να γίνει κάτι που ακόμη δεν είναι, ένα ον καθ' υπέρβαση. Κάτω από τη «δαμόκλειο σπάθη» του θανάτου, μέσα στα «παράλογα τείχη», η δημιουργία, η Τέχνη, είναι η απεγνωσμένη πάλη του ανθρώπου ν' αποκτήσει νόημα. Αλλοτε με μικρές, ταπεινές τελετουργίες, «Φροντίζω τα λουλούδια/ δεν θέλω να πεθάνω..../ Τα μελετώ ευλαβικά·/ καθετί που τελειώνει/ οφείλει να αποπνέει ιερότητα (Ζητιανεύοντας)». Αλλοτε με τη δυνατότητα μιας νέας ερμηνείας, «Να πεις σε άλλη γλώσσα/ των πραγμάτων το νόημα/ σε ουρανούς που διψούν/ να ειπωθούν αλλιώς (Κόσμοι)». Και πάντα με τον ανεξιχνίαστο, απροσδόκητο τρόπο της Τέχνης, «Να ξεδιπλώσεις με την τέχνη, με την ποίηση/ την ύπαρξή σου ωσότου/ ωσάν σεντόνι λευκό φωτόπλεκτο/ τον κόσμο να σκεπάσεις... (Σεντόνι)».

Αυτό που εντυπωσιάζει στα ποιήματα της Μνήμης του χαρτιού είναι ότι πέραν της συναισθηματικής έντασης, υπάρχει μια λεπτή ισορροπία στους στίχους. Ενα «αισθητικό συνεχές» μιας συμπυκνωμένης παρουσίασης, που μας δίνει όμως την αίσθηση μιας αιφνίδιας ελευθερίας πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Ελευθερία να συνειδητοποιήσουμε την ουσία μιας κατάστασης μέσα στη ρευστότητα του Γίγνεσθαι, «Το μόνο που ακούγεται η φθορά/ που συνεχώς ανανεώνεται. (Χειμερινό)». Ο Γκολίτσης ακολουθεί τη συμβουλή του Μαλαρμέ, να μη διαφαίνονται τα ίχνη της φιλοσοφίας, της ηθικής ή της μεταφυσικής στην ποίηση, παρά μόνο να υποβόσκουν, εσωτερικά και απόκρυφα. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε και τη στενή σχέση της γραφής του με τη ζωγραφική. Οντας ο ίδιος ζωγράφος (το εξώφυλλο της συλλογής είναι δικό του έργο), δεν διστάζει να αφιερώσει δύο ποιήματα στον σύγχρονο γερμανό εικαστικό Ανσελμ Κίφερ. Απ' τον νεο-συμβολισμό του Γερμανού υιοθετεί την αμφίσημη σημασία των συμβόλων του καθώς και τη στάση του: δεν είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, είναι απελπισμένος, που βρίσκεται εδώ για ν' ανακαλύψει το νόημα της ύπαρξης. Η αποδόμηση των συμβόλων μάς συνδέει με μια παλαιότερη γνώση, με πληγές που δεν μπορούν να γιατρευτούν, «Χορτάριασαν/ τα απομεινάρια των ανθρώπων/ οι ίδιοι οι άνθρωποι/ χόρτα ξερά/ παραμερίζονται», «Χόρτα-ξερά-/ ήδη φυτρώνουν στα έργα μας» (τα χόρτα, το άχυρο, τα φύλλα παίζουν σημαντικό ρόλο στο έργο του Κίφερ). Τα κλειστοφοβικά φυσικά τοπία του Κίφερ μάς έρχονται στο μυαλό και στο συγκλονιστικό ποίημα «Balkan Express», όπου μια νεκρή βρίσκεται κάτω από τις ράγες του τρένου και τακτοποιεί τα χαλίκια για να μην τη δουν. Τα χρώματα επίσης, κυρίως το λευκό που το συναντάμε συνεχώς, είναι διάσπαρτα σε όλο το έργο, παραπέμποντας σε δημιουργικές συνομιλίες με το έργο του Σαχτούρη, «άσπρα χωράφια, σεντόνι λευκό φωτόπλεκτο, ένα τεράστιο λευκό». Στον Σαχτούρη παραπέμπει και η διπλοτυπία της μεταφοράς στις οπτικές κατασκευές που συναντάμε: από τη μία, βλέπουμε το απτό και το αναγνωρίσιμο· από την άλλη, κοιτάζουμε σ' έναν κόσμο αναδιπλασιασμένο, εσώτερο (βλ. Β. Χατζηβασιλείου - Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, εκδ. Εστία).

Στη Μνήμη του χαρτιού ο 32χρόνος δημιουργός από τη Θεσσαλονίκη, με σπάνια φροντίδα και όλη την ψυχή συνοψισμένη, γράφει μια ποίηση βαθιά ανθρώπινη, με τραγική ευαισθησία και σπαραχτική επίγνωση.

«Σκουριασμένα καρφιά

Αφαιρούνται από την κάθε μας πράξη».

(Απόσταση) *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου