Για μένα που μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80 ο Αγγελόπουλος ήταν εξ αρχής πρόσωπο μυθικό – κάτι σαν καθοδήγηση εξ αποστάσεως περί των ορίων της μεγάλης ουτοπίας ή της μεγάλης τραγωδίας (ο καθένας διάλεγε ό,τι τον βόλευε) που σημάδεψε τον αιώνα. Στο εφηβικό μου δωμάτιο είχα το σενάριο του Μεγαλέξανδρου πλάι στα ποιήματα του Σεφέρη και στο Κιβώτιο του Αλεξάνδρου: ο χρόνος ανήκει στους φιλοσόφους κι η γη σε αυτούς που την δουλεύουν – κι από την άλλη: ξύπνησα με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια. Τα Κύθηρα έβαλαν για πρώτη φορά στη γενιά όσων γεννήθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας το παλιό ερώτημα του Μαρλώ στους παλιούς συντρόφους: «τι θα γίνει με τον θάνατο;» Στον Μελισσοκόμο πήραμε πληρωμένη απάντηση: θάνατος από τα μελίσσια και το χέρι που ψυχορραγεί χτυπάει στο χώμα το παλιό μορς της φυλακής. Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι. Αυτό - είμαστε στην θάλασσα και θα συνεχίσουμε να είμαστε.
Τα μεγέθη της τέχνης σε ξεγελούν όταν τα βλέπεις από κοντά, μήτε ο όγκος τους, μήτε ο έπαινος της κριτικής, μήτε η (ενδεχομένως και καθολική) αποδοχή του δήμου δεν θα τα κυρώσουν μέσα στο χρόνο μα κάτι άλλο, ευτυχώς απροσδιόριστο, μηδέποτε ελεγχόμενο, διαρκώς ζητούμενο. Τα παραδείγματα αφθονούν: ο Μπαχ, ο Βερμέερ, ο Ρεμπό, ο Λοτρεαμόν, ο Βαν Γκογκ και δεκάδες άλλοι που σήμερα κυριαρχούν στην σκέψη μας και στην καρδιά μας, πέθαναν άγνωστοι ή λησμονημένοι. Ο Μποτιτσέλι έκαιγε τους πίνακές του στις φωτιές του Σαβοναρόλα. Ο Γκρέκο για τους συγκαιρινούς του ήταν ή τρελός ή γκαβός – ή και τα δύο. Το adaggio του Αλμπινιόνι έμεινε σε ένα τετράδιο για τριακόσια χρόνια – κι όμως: κάποτε έρχεται η ώρα που το άγριο σήμα ξεπερνά την άγρια νύχτα.
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον Αγγελόπουλο ενώ το έργο του βρίσκεται εν εξελίξει, τιμιότερο και σαφώς λιγότερο επικίνδυνο είναι να καταγράψει προσωπικές αντιδράσεις, σημεία επαφής ή και τριβής, σύνορα μνημών ή σύνορα ελπίδων ή σύνορα φόβων. Δεν ξέρω αν ο Αγγελόπουλος είναι στους δέκα μεγαλύτερους ζώντες σκηνοθέτες του κόσμου, όπως λένε σχεδόν όλοι οι υπέρμαχοι των λιστών – δεν έχω δει τόσο σινεμά για να μπορώ να αποφασίσω κάτι τέτοιο. Τι ξέρω: εικόνες που τις κρατάς σαν νοσταλγία στις σακούλες των ματιών σου. Τις βάρκες με τις κόκκινες σημαίες στη λίμνη των Κυνηγών. Τον γάμο στο ποτάμι του Μετέωρου Βήματος. Τον ποταμό Αχέροντα στο Σαράγεβο. Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ.
Μετάγγιση ονείρων που αιμορραγούν το έχω ξανανιώσει με τέτοια ένταση στον Ταρκόφσκι: ας πούμε - με τον Γκόρτσακοφ της Νοσταλγίας να περπατά στη θερμοπηγή με το κερί αναμμένο. Το έχω νιώσει στον Παρατζάνοφ, στον Κιζλόφσκι, στις Άγριες Φράουλες του Μπέργκμαν. Κι αργότερα στο Δαμάζοντας τα κύματα του Τρίερς. Όμως ο Αγγελόπουλος είναι δικός μου: είναι η πρωινή παγωνιά των παππούδων μου, αρχαίες βαλκανικές ομίχλες σε σύγχρονες βαλκανικές τραγωδίες, είναι τα ξεχασμένα πτώματα στα παγωμένα δάση, οι λησμονημένες πληγές, είναι οι τσιγγάνοι μου και οι μετανάστες μου. Ο Κατράκης στα Κύθηρα πεθαίνει στη θάλασσά μου, στο δικό μου λιμάνι, στο δικό μου όνειρο. Ξημερώνει.
Υπάρχουν δυο αντικειμενικοί λόγοι για να πιστέψεις στον Αγγελόπουλο – εννοώ δυο λόγοι πέρα από αισθητικές προτιμήσεις. Ο πρώτος: δεν πούλησε τα όνειρά του – κι από τον Θίασο και μετά το μπορούσε. Σε πείσμα όσων τον ειρωνεύονταν ή τον λογάριασαν για γέννημα μιας ελιτίστικης στάσης, εκείνος έμεινε στη ρημαγμένη γη των Βαλκανίων αγοράζοντας στίχους, θάμπος, μνήμες αίματος και αδικαίωτης αγάπης. Έβαλε τους ξένους πρωταγωνιστές του να περπατήσουν στα ελληνικά του αινίγματα. Έβαλε τους ξένους χρηματοδότες να ποντάρουν στα ερμητικά του όνειρα. Έβαλε την παγκόσμια κριτική να ξαναμετρήσει την αντοχή της μπροστά στην ανάγκη του ανθρώπου να γίνει ούτις. Ήρθαμε από την Ιωνία, από τη θάλασσα.
Ο δεύτερος λόγος: τουλάχιστον από το 1984 ο Αγγελόπουλος μίλησε για εκείνους που θα ζήσουν κουβαλώντας πάνω τους τα σύνορά τους – για αυτούς που θα έρθουν στη Δύση ξεριζωμένοι, πεινασμένοι κι εξόριστοι έχοντας για πατρίδα την απελπισία τους. Ο γέροντας Σπύρος των Κυθήρων πρέπει να πεθάνει στο πουθενά. Εγώ είμαι. Έρχεται ο αιώνας των μεταναστών – και ο αιώνας των σταυροφόρων της κλειστής κοινωνίας. Ο Αγγελόπουλος διάλεξε πρώτος με ποιους θα είναι. Πόσα σύνορα θα περάσουμε για να πάμε σπίτι μας; Αν κάνω ένα βήμα, θα είμαι αλλού.
Η σιωπή της Ιστορίας – για πολλούς, η σιωπή του Θεού. Μερικές φορές πρέπει να σωπαίνει κανείς για να ακούει την μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής. Επί της ουσίας μία και μόνη ταινία που ξεκίνησε από έναν αρχαίο φόνο στην Τυμφαία της Ηπείρου και συνεχίζεται. Ο ίδιος φόνος ξανά και ξανά μέχρι το τέλος. Το όνειρο της επανάστασης, κι ο θάνατος που γίνεται - κι όσοι τον σκέφτηκαν ήταν κάτι σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά της εποχής των σταυροφόρων ή της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας. Μέγιστο ζητούμενο η παραφορά των ανθρώπων – η παράφορη νοσταλγία. Αίμα γύρω από το μαρμάρινο κεφάλι. Η μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής.
Έτυχε να συναντηθώ με τον Αγγελόπουλο από μια συγκυρία: τον Νοέμβριο του 1998 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για να προβάλει στο Φεστιβάλ την Αιωνιότητα, μόλις βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Ο Κώστας Εφραιμίδης έκανε τότε την σειρά ντοκυμαντέρ το Τρίτο Μάτι που προβάλλονταν στην ΕΤ3 καθώς είχε σκηνές από τα γυρίσματα της ταινίας θέλησε του ζήτησε δυο λόγια για να τα δέσει στο ντοκυμαντέρ. Ο Αγγελόπουλος του είπε πως θα είχε χρόνο για δέκα λεπτά το απόγευμα της ίδιας μέρας, ίσα για μία ή δυο απαντήσεις - αμέσως μετά έπρεπε να γίνει η πρόβα της προβολής. Ο Κώστας που ήξερε την αγάπη μου για τις ταινίες του μου ζήτησε να του κάνω εγώ εκείνες τις μία ή δύο ερωτήσεις. Ήμουνα έξω, με βρήκε τυχαία στο κινητό, έφτασα στον τόπο του ραντεβού εντελώς απροετοίμαστος – και φυσικά δεν είχα δει την Αιωνιότητα η οποία θα προβαλλόταν το ίδιο βράδυ. Μιλήσαμε για μία ώρα κάθε τόσο τον ρωτούσα αν έχει κουραστεί κι αυτός απαντούσε «όχι, συνεχίζουμε». Προφανώς είχε καταλάβει το άγχος μου και μου έδινε θάρρος. Δεν ξέρω τι έγινε με την πρόβα προβολής – ντράπηκα να ρωτήσω.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο του Τρίτου Ματιού δεν έγινε ποτέ, ο Κώστας (Εφραιμίδης) είχε στα χέρια του πολύ περισσότερο υλικό από ένα σαρανταπεντάλεπτο ντοκυμαντέρ και δεν θέλησε να το περικόψει, πιστεύοντας πως θα πετύχει την έγκριση ενός δίωρου αφιερώματος στον Αγγελόπουλο. Η πρότασή του προς την ΕΤ3 δεν ευοδώθηκε. Από εκείνη την συνάντηση έμεινε το αρχινισμένο σχέδιο σαν αβέβαιη υπόσχεση - και δυο σαρανταπεντάρες κασέτες beta στο συρτάρι.
Από τότε πέρασαν πέντε χρόνια: ο Αγγελόπουλος τελειώνει το Λιβάδι που δακρύζει. Οι Αμερικάνοι συνεχίζουν να βομβαρδίζουν, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να δικαιολογούν, όλο και περισσότεροι πεινασμένοι έρχονται ικέτες στην Δύση. Διαβάζω το απομαγνητοφωνημένο κείμενο εκείνου το Νοεμβρίου του 1998: Το σινεμά είναι μια ιστορία που σε συγκινεί στο δέρμα. Προσοχή στις λέξεις: στο δέρμα. Μετά σκέφτομαι τη μορφή του Μαστρογιάνι στο Μετέωρο Βήμα: περάσαμε τα σύνορα κι είμαστε ακόμη εδώ. Ναι, το άγριο σήμα ξεπερνά την άγρια νύχτα. Θ.Τ. - Σεπτέμβριος 2003
"Ερ. Εδώ και χρόνια διαβάζω συνέχεια, και μετά τη βράβευσή σας στις Κάννες ακόμη περισσότερο, χαρακτηρισμούς όπως «ο μεγαλύτερος ζων ποιητής του σινεμά», «ο ποιητής του κινηματογράφου» κ.λ.π. Έτυχε να διαβάσω τα τυπωμένα σενάρια του Θίασου και του Μεγαλέξανδρου προτού δω τις ταινίες και μπορώ να πω πως ο τίτλος του ποιητή μάλλον σας περιορίζει. Στις ταινίες σας πέρα από τον Λόγο, που είναι το παράγωγο της ποίησης, υπάρχουν προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες, δηλαδή μυθοπλασίες.
Απ. Κάποτε ο Παζολίνι έκανε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στον κινηματογράφο πρόζας και στον κινηματογράφο ποίησης. Πιστεύω ότι είναι αυθαίρετος διαχωρισμός. Υπάρχει πάρα πολλή ποίηση στον Τζόις ως πρόζα και επίσης πάρα πολλή ποίηση στο Σεφέρη. Διαβάζοντας τον έναν και τον άλλον αναγνωρίζεις πεζογραφία μερικές φορές στον έναν και ποίηση στον άλλον και ταυτόχρονα ποίηση και πεζογραφία και στον έναν και στον άλλον. Κάποτε όταν άρχισα να γράφω νόμιζα ότι έγραφα πεζό. Τελικά, όταν δημοσιεύτηκε, όλοι μου λέγανε ότι ήτανε ποίηση. Δεν ξέρω, κυκλοφορώ ανάμεσα στην ποίηση και στην πρόζα μ’ έναν τρόπο που δεν ξέρω πού αρχίζει το καθένα και πού τελειώνει. Απ’ την άλλη πλευρά, το σινεμά είναι ανοιχτό και δεν μπαίνει σε διαχωρισμούς. Για μένα το σινεμά είναι μια ιστορία που σε συγκινεί με όλους τους όρους, στο μυαλό, στην καρδιά, στο δέρμα, ή όχι. Από κει και πέρα δεν ξέρω αν έχουν σημασία οι διαχωρισμοί. Έχουν περισσότερη σημασία για τους θεωρητικούς.
Ερ. Στην Αιωνιότητα ένας ποιητής πεθαίνει, αυτός δεν είναι ο άξονας της ταινίας σας;
Απ. Η Αιωνιότητα είναι μια ταινία αισθήσεων και αισθημάτων. Αν θέλαμε να δώσουμε με δύο λόγια ένα πολύ μικρό διάγραμμα, θα λέγαμε ότι είναι μια μέρα απ’ τη ζωή ενός ανθρώπου στο παρόν και μια μέρα στο παρελθόν, όπου η πρώτη μέρα, η μέρα στο τώρα, είναι η τελευταία του μέρα. Την επομένη μπαίνει σε κάποιο νοσοκομείο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Είναι λοιπόν σε μια κρίσιμη και οριακή του στιγμή, μία σχεδόν αναδίπλωση της ζωής του. Παρόν και παρελθόν συμπλέκονται. Μια ευτυχισμένη μέρα στο παρελθόν, μια δύσκολη μέρα στο σήμερα, μια συνάντηση μ’ ένα παιδί των φαναριών σε κάποιο δρόμο της Θεσσαλονίκης, όπου το παιδί λειτουργεί σαν καταλύτης και σαν πρόταση ζωής.
Ερ. Ένα παιδί των φαναριών: Στις ταινίες σας, από Το ταξίδι στα Κύθηρα και μετά, κυρίως στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, αλλά και σ’ όλες τις άλλες, είτε πρωταγωνιστούν είτε συναντιούνται με τους πρωταγωνιστές άνθρωποι ξεριζωμένοι, χωρίς πατρίδα, άνθρωποι που κουβαλούν πάνω τους τα σύνορά τους...
Απ. Εξόριστοι...
Ερ. Πρόσφυγες…
Απ. Ναι, πρόσφυγες.
Ερ. Ειδικά στο Μετέωρο βήμα του πελαργού αυτή η θέση καταγράφηκε, και σήμερα πια μπορούμε να το πούμε, ως ιδιαίτερα προφητική. Η δεκαετία που ακολούθησε ήταν η αρχή της μεγάλης μετανάστευσης των πεινασμένων του νότου και της ανατολής προς τη δύση. Πιστεύετε στη συνάντηση των δύο κόσμων ή αλλιώς στη συνάντηση ενός ετοιμοθάνατου δυτικού κι ενός δεκάχρονου παιδιού που έρχεται από τον κόσμο των πεινασμένων;
Απ. Ναι, πιστεύω σε αυτή τη συνάντηση. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κάνω τον ήρωά μου να περάσει την τελευταία του μέρα με κάποιο γνωστό. Ήθελα να έρθει κάπου απ’ το άγνωστο και ίσως κάποιο παιδί μεταξύ μακρινού και μη μακρινού χώρου, όμως άγνωστου χώρου, χωρίς όνομα, σ’ ένα πρώτο επίπεδο πραγματικά και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο σχεδόν συμβολικά. Το παιδί μπαίνει ξαφνικά ως έκπληξη. Εισβάλλει θα έλεγα μ’ έναν ορισμένο τρόπο και η αθωότητά του επιβάλλει την παρουσία του. Άρα είναι κατά κάποιον τρόπο μια επιστροφή στα δικά του, γιατί η ταινία αρχίζει με κάποια παιδιά. Με κάποια πολύ μακρινή επιστροφή στην παιδική του ηλικία.
Ερ. Για να το γενικεύσουμε λίγο: Ζούμε το τέλος ενός αιώνα, όπου είχαμε αρκετές πρακτικές εφαρμογές του οράματος της αριστεράς, δηλαδή του οράματος για έναν κόσμο ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης. Οι εφαρμογές αυτές απέτυχαν, κατέληξαν σε απάνθρωπες τυραννίες, κατέρρευσαν. Πολλοί θριαμβολογούν γι’ αυτό, κηρύσσουν το τέλος της ιστορίας. Έχω την αίσθηση ότι εσείς με τις ταινίες σας βρίσκεστε στον αντίποδα τούτης της θέσης. Πως εμμένεται στο όραμα και στην ανάγνωση της Ιστορίας διά του οράματος.
Απ. Κοιτάξτε, ένα απ’ τα πράγματα που χάθηκαν είναι η πίστη στον άνθρωπο: Μαζί με όλα τα άλλα που χάθηκαν, χάθηκε και η πίστη στον άνθρωπο. Εγώ επαναπροτείνω έναν παλιό αλλά πάντα νέο ουμανισμό. Αυτή είναι η πρότασή μου..."