Αγαπητέ εικαστικέ, ποιητή, αναγνώστη της «Αστέγου Τέχνης».
Στέκομαι μπροστά απ’ το καμένο κτίριο του ΣΚΕΤΒΕ στην Άνω Πόλη, στη Γοργούς και σκέφτομαι φωναχτά χωρίς να έχω διάθεση να νουθετήσω, πως άλλωστε να το τολμήσω ένας «άστεγος» καθώς είμαι και εγώ. Αγαπώ τα ερείπια, τα καμένα κτίρια, καθετί βασανισμένο, κυνηγημένο, κουρασμένο που υπόκειται στη φθορά και φθείρεται. Από μικρός κοιτούσα με συμπόνια καθετί που υποφέρει. Συγχρονιζόμουν με την φθορά των πραγμάτων. Χτυπάω το κτίριο φιλικά και στοργικά, με κατανόηση και του μιλώ. Απευθύνομαι και σε σένα αγαπητέ εικαστικέ, ποιητή, αναγνώστη της «Αστέγου Τέχνης», αλλά ταυτόχρονα μιλώ για το έργο το δικό μου, το ποιητικό και το ζωγραφικό.
Ελπίζω να μην επηρεάζεσαι από τα σχόλια και τις κρίσεις -θετικά ή αρνητικά- προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, στην ερμηνεία σου, στη στάση σου απέναντι σε κάθε έργο, άρα και στο δικό μου, δεδομένου βέβαια ότι συστηματικά τρίβεσαι με τις εκφάνσεις του κόσμου και του ανθρώπου και εφόσον παραμένεις ανοιχτός στο επερχόμενο. Φαντάζομαι πως υποθέτεις, όπως και εγώ, την –υπερβασιακή- πρωτοκαθεδρία του σημείου έναντι της σημασίας και λογικά θεωρείς τα καλλιτεχνικά έργα σημεία που μας υπερβαίνουν, εμπεριέχοντας μας καθώς τα εμπεριέχουμε.
Σημεία ζωντανά, οργανισμοί που αλλάζουν, καθώς αλλάζουμε και εμείς. Το εξώφυλλο της ποιητικής μου συλλογής «Η Μνήμη του χαρτιού» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2009) είναι εικαστικό έργο δικό μου και ονομάζεται «Ατελής απόπειρα σήμανσης των νοημάτων» και κινείται σε αυτή την κατεύθυνση ως σημείο.
Προσωπικά θεωρώ πως αυτό που έχει κυρίως σημασία είναι η σχέση του καθενός μας με τον κόσμο, με τον άνθρωπο και τη φθορά του και πως τελικά περνάνε όλα αυτά μες στο έργο μας. Το έργο μας πρέπει να εξαρτάται από την δημιουργικότητα μας και όχι από τα βραχυχρόνια σκαμπανεβάσματα ψυχικής χροιάς, που προκαλούνται από αυτοματοποιημένα σχόλια και από εύκολες εντυπώσεις, που τείνουν να υπερβάλουν και προς τις δύο κατευθύνσεις, προς τα πάνω και προς τα κάτω.
Ο Samuel Beckett έλεγε ότι «αυτά τα πράγματα [έργα] δεν πρέπει να έχουν επιτυχία» εννοώντας φυσικά την τραγικότητα του έργου του, που αντανακλά και υπογραμμίζει αναπαράγοντας την τραγικότητα του κόσμου. Αν διέπεσαι από αυτή την τραγική αίσθηση(προσωπικά μου φαίνεται το μόνο φυσικό και λογικό επακόλουθο της ανθρώπινης κατάστασης) οφείλεις-οφείλουμε να συνδυάζουμε την τραγική αυτή αίσθηση, τη λύπη με τη συστηματική καλλιέργεια της νόησης (τον στοχασμό αν θέλεις) και να παράγουμε έργο σύμφωνα με αυτό τον λεπτό, δύσκολο και ιδιαίτερο συνδυασμό.
Στη «Μνήμη του χαρτιού», στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, προσπαθώ συνειδητά ακριβώς αυτό, δηλαδή προσπαθώ να συνδυάσω ιδιότυπα την τραγική αίσθηση με τον στοχασμό. Τα αίτια της τραγικής αίσθησης είναι πρωτίστως υπαρξιακά, ενώ ο στοχασμός προσπαθεί να στηριχτεί πάνω σε φιλοσοφικά θεμέλια, παραμένοντας πάντα ανοιχτός προς το επερχόμενο.
Το κυρίαρχο χρώμα της συλλογής είναι το λευκό «που μες στη μονοτονία του σφυρίζει/ αυ-το-κτο-νία και θά-να-το», αλλά ταυτόχρονα «το χαρτί σχεδόν –και πάλι- λευκό/ φωτοσυνθέτει/ γεννάει στίχους», στήνοντας κόσμους «που γυρνούν σαν σφαίρες» «στερώντας [μέσω της τέχνης και της δημιουργίας] στο μηδέν τον τίτλο της δικαιοσύνης». Σαν έπιπλα όλοι μας μαζεύουμε σκόνη και δηλώνουμε πως είμαστε ο θάνατος «κάτω από ένα φως λευκό που τυφλώνει», γνωρίζοντας πως στην καλύτερη των περιπτώσεων τα καρφιά που καθιστούν δυνατή την όποια συνοχή του κόσμου και των έργων μας θα προλάβουν να σκουριάσουν. «Σκουριασμένα καρφιά/ αφαιρούνται από την κάθε μας πράξη».
Σκέφτομαι τον Bergman, τον Tarkovsky ή όποιον σημαντικό δημιουργό από οποιαδήποτε τέχνη (η τέχνη θεωρώ πως είναι μια) και αναρωτιέμαι κατά πόσο πραγμάτωσαν τις δυνατότητες τους, κατά πόσο «είπαν» αυτά που θεωρούσαν σημαντικά, κατά πόσο απέσπασαν αυτά που προσπάθησαν από τον κόσμο και τα φώτισαν και κατά πόσο επηρεάστηκαν από τις κριτικές και τις εύκολες αναγνώσεις τρίτων, από τις άστοχες προκατασκευασμένες και ανενεργές προβολές τους πάνω στα έργα τους.
Τα συνήθη σχόλια είναι τα άστοχα σχόλια. Συνήθως, στις κριτικές μας, φερόμαστε σαν κάποιον που μπαίνει –ίσως κακόπιστα και κακοπροαίρετα- στο τέλος ενός έργου, π.χ. στη «Θυσία» του Andrei Tarkovsky και γελά με τον «τρελό» που τον κυνηγούν και τον περιμαζεύουν οι ψυχίατροι, διαπράττοντας ύβρη, αφού δεν είναι φυσικά μες στο κλίμα αυτών που διακυβεύονται και διαδραματίζονται ή αντίστοιχα σαν κάποιον που απορεί με τους συγκλονισμένους θεατές στο τέλος της ταινίας «Η πηγή των παρθένων» του Ingmar Bergman, βλέποντας τον πατέρα γονατισμένο μπροστά στο ποτάμι, μες στο εκτυφλωτικό φως, να «μιλάει» με τον θεό και να κορυφώνεται η τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης στο σημείο που λέει ότι θα σου χτίσω με τα ίδια μου τα χέρια, δείχνοντας και σφίγγοντας τα, εδώ ακριβώς πέτρινο ναό, στο σημείο δηλαδή που βίασαν και σκότωσαν την κόρη του.
Εγώ, ρίχνοντας πορτοκαλί πινελιές στο εσωτερικό ενός λευκού τρούλου, καθώς «άσπροι οι τοίχοι των ναών/και το κυανό είτε εύκολο είτε περιττό», «νιώθω σαν κάποιος/που τραβά σιδερένιους μοχλούς/σκουριασμένους τεράστιους/για να αλλάξει τη σειρά των πραγμάτων./Μα τα πράγματα πέφτουν/το ένα μετά το άλλο/και αντί να στοιβάζονται λιώνουν/αφαιρώντας συνέχεια κομμάτια./Όλο το τρίξιμο όρθωσε/ένα τεράστιο λευκό/που μες στην μονοτονία του σφυρίζει/αυ το κτο νί α και θά να το.»
Κλείνοντας θέλω να σημειώσω πως απαιτούνται, όπως σε κάθε έργο, ίσως περισσότερες αναγνώσεις για να εξοικειωθεί κανείς -όσο είναι αυτό δυνατόν- με το κλίμα της «Μνήμης του χαρτιού», που είναι κλίμα κυρίως φθοράς και επίγνωσης του τέλους. Ενδεικτικά παραθέτω συνοψίζοντας τον στίχο «συγχρονίσου με των πραγμάτων τον θάνατο», καθώς τα ποιήματα είναι –πρέπει να είναι- ζωντανοί οργανισμοί που αναπνέουν, και συσχετίζονται μαζί μας, αλλάζοντας παράλληλα με μας προς ένα βέβαιο τέλος. Το χαρτί θα διαφυλάξει τις «μνήμες» που μπορεί και που του αναλογούν, τόσο σε επίπεδο ποιητικό όσο και ζωγραφικό. Άστεγη η τέχνη και το χαρτί πάλι λευκό.
Πέτρος Γκολίτσης
(Η εφημερίδα του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος ονομάζεται "ΑΣΤΕΓΟΣ ΤΕΧΝΗ" και είναι διαθέσιμη επίσης στο www.sketbe.gr/AstegosTexni1.pdf ή στο http://sketbe.blogspot.com/2010/06/blog-post_05.html)